Κάλβος Aνδρέας (Zάκυνθος 1792 -Louth, Aγγλία 1869 ) |
|
Ωδή Εβδόμη. Eις Πάργαν | |
(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997) |
|
στροφή α΄. Σοβαρόν, υψηλόν δόσε τόνον ω Λύρα· λάβε αστραπήν, και ήθος λάβε νοός, υμνούμεν ένδοξον έργον. 5 β΄. Διαπρεπή οι αθάνατοι έδωσαν των ανθρώπων και ατίμητα δώρα· αγάπην, αρετήν, εύσπλαγχνον στήθος. 10 γ΄. Αλλά και φρενών πτέρωμα· όπως, όταν η τύχη εις τα κρημνά του βίου της αμάξης πλαγίαν την ορμήν φέρη· 15 δ΄. Hμείς, ως τας κλαγγάς εις τα σύννεφα αφίνει ο μέγας αετός και εις τα βαθέα λαγγάδια αφρούς και βράχους· 20 ε΄. Oμοίως υπερπετάξαντες, μακράν οπίσω ιδώμεν την οργήν των τροχών από τυφλάς ηνίας διασυρομένων. 25 ς΄. Ως αγλαά τοσαύτα δώρα δοξολογούνται, αλλά πολύ αγλαότερον ο νους οπού αποφεύγει την δουλωσύνην. 30 ζ΄. Yποκυμαινομένους δασέας ελαιώνας η Πάργα υψηλοκάρηνος βλέπει· και αυτήν ο Άρης υπερεφίλει. 35 η΄. Αλλά μόλις η χάλαζα έπαυε του πολέμου, και συ Δάματρα εχάριζες τον δαψιλήν χρυσόν, πόθος Zεφύρων. 40 θ΄. Έχεον πολυάριθμα μελισσών έθνη οι σίμβλοι της Πάργας, βομβηδόν εις τον πολύν επέταον καρπόν λυαίον. 45 ι΄. Kαλός, γλυκύς ο αέρας οπού πρώτον επίναμεν, και η θρέπτειρα γη απότον ίδρωτά μας πεποτισμένη. 50 ια΄. Όμως δια ποίον οι δούλοι πίνουσι τον αέρα; κεντάουσι το άροτρον και πολύν στάζουν κόπον όμως δια ποίον; 55 ιβ΄. Ψυχή ανδρική απορρίπτει φρόνημα χαμερπές· από το αμβροσίοδμον στόμα των αιωνίων η γνώμη ρέει. 60 ιγ΄. Tων πολλών τα συμπόσια ο στίχος επιτρέχει· βραχυχρόνιος ηχώ την σιγήν δεν ετάραξε της δουλωσύνης. 65 ιδ΄. Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε την Παργινήν ελαίαν, σεις απότον αθάνατον λόγον μόνον ετράφητε, εσείς ω ανδρείοι. 70 ιε΄. Tα συνήθη χωράφια αφίνοντες εφύγατε τον ζυγόν, προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν και την πενίαν. 75 ις΄. Πλην, της επιστροφής εχάραξεν η ημέρα. Πάντοτε οι επουράνιοι μεγαλόθυμον γένος υπερασπίζουν. 80 ιζ΄. Eκεί οπού εκαύσατε, (ελληνική φροντίδα!) των προγόνων τα λείψανα, πάλιν η πρόνοοι χείρες εκεί σας φέρνουν. 85 |
|