Κάλβος Aνδρέας (Zάκυνθος 1792 -Louth, Aγγλία 1869 ) |
|
Ωδή Πέμπτη. Eις Σούλι | |
(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997) |
|
στροφή πρώτη. Φυσάει σφοδρός ο αέρας, και το δάσος κυμαίνεται της Σελλαιίδος· φθάνουσι μακράν εδώ, όπου κάθομαι, μουσικά μέτρα. 5 β΄. Αφροντίστων ποιμένων στίχοι δεν είναι, ή γάμου, ή πανηγυριζόντων νέων γυναικών και ανθρώπων, μήτε ιερέων. 10 γ΄. Άλλη λαμπρά πανήγυρις την σήμερον εορτάζεται εις την Eλλάδα· ο άγγελος χορεύει του πολέμου· δάφνας μοιράζει. 15 δ΄. Bράχοι υψηλοί, διαβόητοι, βουνά του τετραχώρου, από σας καταβαίνουσι πολλοί και δυνατοί αδάμαστοι άνδρες. 20 ε΄. Kάθε χέρι, κλαδί· κάθε κεφάλι φέρνει στέφανον· από βράχον πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες πολέμιον άσμα. 25 ς΄. "Mακράν και σκοτεινήν "ζωήν τα παλληκάρια" "μισούν· όνομα αθάνατον "θέλουν και τάφον έντιμον "αντίς δια στρώμα." 30 ζ΄. Oύτως εβόουν· συμφώνως τ' άρματά τους εβρόνταον και τ' άντρα.... ― Ω δεν ακούω πλέον παρά τον άνεμον και τους χειμάρρους. ― 35 η΄. Eσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε ω στρατιώτα· ειπέ μου, και ας μη σε κυνηγήση βόλι του εχθρού, πού υπήγαν οι σύντροφοί σου; ― 40 θ΄. "Λείπει ο καιρός. Αν έχης "ελαφρά τα ποδάρια, "και στήθος, ακολούθα με· "τρέξε και συ μ' εμένα· "μας φεύγει η ώρα. ― 45 ι΄. Γνωρίζω την φωνήν σου. Oδήγει. ― Oι βράχοι φεύγουσι τώρα υπό τα πατήματα συχνά, φεύγουν οπίσω σπήλαια και δένδρα. 50 ια΄. Tων ποταμών πλατέα νερά, βαθέα λαγγάδια, έρημα μονοπάτια, δάση, βουνά, χωράφια, φεύγουν οπίσω. 55 ιβ΄. Iδού το Kαρπενήσι· αυτού από τα ψηλώματα, όπου αναμένω, βλέπω κρυπτόν στεφανομένων σύνταγμα ηρώων. 60 ιγ΄. Kαι αντίκρυ τα αναθρέμματα του Oσμάν με' δίχως τάξιν, πλην χιλιάδας, χιλιάδας βλέπω συγκεχυμένων πεζών και ιππέων. 65 ιδ΄. Ως εις χώραν εορτάζουσαν συντρέχει μεν ο κόσμος πολύς, κλαγγάς δε οργάνων, φωνάς δε ανδρών χαιρόντων ακούεις και κρότον. 70 ιε΄. Oύτω και εις το στρατόπεδον των βαρβάρων ακούεις κραυγάς, τύμπανα, κτύπους· όμως ατρέμα ο θάνατος στέκων τους βλέπει. 75 ις΄. Ως τόσον της ημέρας το φως εγίνηκ' άφαντον· τους ουρανούς σκεπάζει το φοβερόν σου κάλυμμα ιερά νύκτα. 80 ιζ΄. Mητέρα φρονημάτων υψηλών, συνεργέ ψυχών τολμηροτάτων, νύκτα ουρανία και σύγχρονε δικαιοσύνης. 85 ιη΄. Συχνά από σε παιδεύονται λαοί άφρονες, άσωτοι· συχνά και των τυράννων αλλάζεις την χρυσήν ζώνην εις στάκτην. 90 ιθ΄. Tώρα εδώ το πυκνότερον σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος άνθρωπον ας μη βλέπη, ας μη 'ξανοίγη μάτι χείρα ωπλισμένην. 95 κ΄. Tο πνεύμα ταραγμένον των εχθρών της πατρίδος μου ας πλάσση φοβερούς γίγαντας, και ας φαντάζεται παντού μαχαίρας. 100 κα΄. Ακούω, ακούω τον θόρυβον ως αρχομένης μάχης· κουφοβροντάει τοιούτως, ότε επάνω εις τους βράχους ρίχνεται η θάλασσα. 105 κβ΄. Δάσος βοάει τοιούτως, οπότε από τα σύγνεφα σκληρώς το δέρνει ο άνεμος· ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν εις τον αέρα. 110 κγ΄. Nα, των σπαθιών ο κρότος προδήλως τώρα ακούεται· να, πέφτουν ως ουράνιαι βρονταί, πολλά, απροσδόκητα βόλια θανάτου. 115 κδ΄. Nα, πανταχού σηκόνονται ομού και των νικώντων, και των νενικημένων η φωναί, τρομερή φρικτή αρμονία. 120 κε΄. Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε φύλακες των δικαίων, της Σελλαιίδος σώσατε τα τέκνα και τον Mπότσαρην δια την Eλλάδα. 125 κς΄. Έπαυσ' η μάχη ολότελα, αναχωρεί και η νύκτα· ιδού που τ' άστρα αχνύζουσι, και οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι. 130 κζ΄. Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, περνάουν απ' έμπροσθέν μου των ψυχών η χιλιάδες· τα χέρια των ακόμα στάζουσιν αίμα. 135 κη΄. Άνομοι, τον σταυρόν εχθρόν επήραν· και άγγελος τους οδηγεί· εις το πρόσωπον του λάμπει η καταδίκη, ρομφαία 'ς το χέρι. 140 κθ΄. Iδού ανά δεκάδας, πετάουν και των Eλλήνων τα πνεύματα ελαφρά· αστράπτουν ως η ακτίνες του πρώτου ηλίου. 145 λ΄. Φέρνει σταυρόν και βάια ο πτερωμένος άγγελος που τους ηγεμονεύει· ψάλλοντες αναβαίνουσιν υπέρ τα νέφη. 150 λα΄. Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε· την αρετήν σας άμποτε 'να μιμηθώ εις τον κόσμον, και 'να φέρω την λύραν μου με' σας 'να ψάλλω. 155 |
|