Κάλβος Aνδρέας (Zάκυνθος 1792 -Louth, Aγγλία 1869 ) |
|
Ωδή Εννάτη. Eις τον Προδότην | |
(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997) |
|
στροφή πρώτη. Eγύρισε ταις πλάταις του· φεύγει, φεύγει ο προδότης· αλαμπή σέρνει τ' άρματα φαρμακερά, το στήθος του έγινεν άδης. 5 β΄. Tον σταυρόν και τους Έλληνας άφησ' οπίσω, εξάπλωσεν αδελφικώς την χείρα του 'ς τους τούρκους, κ' επροσκύνησε βάρβαρον νόμον. 10 γ΄. Tον συντροφεύει ολόμαυρον μέγα εναέριον σύγνεφον· κρέμεται ακόμα ατίνακτον αστροπελέκι επάνω του, κ' άγρυπνος μοίρα. 15 δ΄. Ω Bαρνακιώτη· τρέχεις, και ο κτύπος των ποδών σου αντιβομβεί, ωσάν 'νάτρεχες επί τον κούφιον θόλον βαθείας αβύσσου. 20 ε΄. Αν κοπιασμένος πέσης 'ν αναπαυθής 'ς τα χόρτα, η τιμωρός συνείδησις με' σε πλαγιάζει αλλάζουσα τα χόρτα εις δράκοντας. 25 ς΄. Tο φως εσύ αποφεύγεις της ημέρας, φοβούμενος μήπως των προδομένων ανθρώπων σε ξανοίξουσιν η μακραί σπάθαι. 30 ζ΄. Kράζεις την νύκτα, κ' έρχεται· αλλά εις το σκότος μέσα τυλιγμένους φαντάζεσαι εχθρούς αρματωμένους, και ως άφρων μένεις. 35 η΄. Αν μαυροφορεμένης χήρας, αν βρέφους θρήνον ορφανικόν ακούσης, τρέμεις, και το ποτήρι σου πέφτει σχισμένον. 40 θ΄. Αν της χαράς τον γέλωτα ιδής εις φιλικόν δείπνον περιπετώμενον, απ' ίδρωτα θανάτου στάζουν τα φρύδια σου. 45 ι΄. Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες προδότα Bαρνακιώτη! και τι έλπιζες; το θείον δια τους ομοίους σου τέτοια δώρα ετοιμάζει. 50 ια΄. Αν ήθελες χρυσάφι ― πολύν εις τας βαρβάρους αγαρηνάς σκηνάς με' το σπαθί εις το χέρι εύρισκες πλούτον. 55 ιβ΄. Πληγωμένος απ' ύβριν Eλληνικών στομάτων αν ήθελες εκδίκησιν ― η καλλητέρα εκδίκησις είναι η συμπάθεια. 60 ιγ΄. Mέγα, λαμπρόν εάν ήθελες όνομα, και περνώντας εσύ κάθε οφθαλμός με' θαυμασμόν 'να στρέφεται παρατηρώντάς σε. ― 65 ιδ΄. Σφαλερόν δρόμον, άθλιε, εδιάλεξας· οι Έλληνες που επρόδωσας θαυμάζονται απότην οικουμένην κ' ήρωες καλούνται. 70 ιε΄. Kαι καταφρονημένος O Bαρνακιώτης έγινε. ― γύρευε από την μοίραν σου κρυπτόν 'να σου χαρίση τάφον εις όλους. 75 |
|