Κύπρια χνάρια ζωής (Κυριάκου Χαραλαμπίδη: “Το Αγγείο με τα Σχήματα”, Λευκωσία 1973, σελ. 96), εφ. Το Βήμα (26.8.1973).Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
Λογικά, η Κύπρος απομένει ο μόνος εξωελλαδικός χώρος από τον οποίο πια μπορούμε να προσδοκούμε μιαν άμεση ανανέωση της ποιητικής μας― ανανέωση ανάλογη με εκείνες τις οποίες προσέ φεραν κατά καιρούς στον νεότερον Ελληνισμό η Κρήτη, τα Εφτάνησα, η Αλεξάνδρεια, η Μικρασία. Δεν υποστηρίζω πως ανανέωση του ποιητικού μας λόγου μπορεί να προέλθει μονάχα από χώρο που βρίσκεται έξω από τα σύνορα του Κράτους, αλλά ότι, αν δεν προέλθει μέσα από την ελλαδική χύτρα, μου φαίνεται πιο εύλογο να μας δοθεί από Έλληνες της Κύπρου παρά από Ελληνοαμερικάνους ή πάροικους της Δυτικής είτε της Ανατολικής Ευρώπης. Πολύ λιγότερο ισχυρίζομαι πως μια ενδεχόμενη ποιητική ανανέωση από την Κύπρο είναι προδιαγεγραμμένη από την «ιστορική αναγκαιότητα»... Απλώς σημειώνω πως την θεωρώ πιθανή, σύμφωνα με την κοινή γραμματολογική μας πείρα: πιθανή και επιθυμητή, όχι σίγουρη και «μοιραία». Και νομίζω πως οι πιθανότητες για την Μεγαλόνησο έχουν σημαντικά αυξηθεί μετά το 1955, τόσο από τις αδιάκοπες πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις, όσο και χάρη στο δυναμικό δίδαγμα των κυπριακών ποιημάτων του Σεφέρη.
      Δυστυχώς δεν παρακολουθώ τα λογοτεχνικά πράγματα της Κύπρου όσο θα ήθελα. Τα βιβλία των νέων Κυπρίων συγγραφέων (όταν δεν εκδίδονται στην Αθήνα) σπάνια φτάνουν στα βιβλιοπωλεία μας, και ακόμα λιγότερο τα δύο-τρία λογοτεχνικά περιοδικά που συντάσσονται και τυπώνονται στην Κύπρο. Έτσι, όχι μόνο δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω μήπως και η ποιητική αυτή ανανέωση έχει ήδη συντελεστεί (η Αθήνα, ουσιαστικά, δεν άρχισε να ανακαλύπτει τον Καβάφη παρά δέκα χρόνια πριν από τον θάνατό του), μα ούτε καν να ελέγξω την εντύπωση που έχω για το τοπικό ανάστημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Με άλλα λόγια: δεν έχω τρόπο να βεβαιωθώ αν ο ποιητής αυτός πράγματι είναι η πιο ιδιόμορφη λυρική φωνή που εμφανίστηκε μεταπολεμικά στην Κύπρο. Αφ' ετέρου, όμως, δεν έχω αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν από τους πιο συγκροτημένους νέους τεχνίτες της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ελλαδικής και μη.
      Οι γνώσεις μου σχετικά με τούτη την πνευματική και λογοτεχνική προσωπικότητα περιορίζονται σε δύο πρόσφατες συλλογές και σε ένα εκτενές αυτοσχόλιο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Κύπρος (7 Μαΐου 1973), το οποίο έφτασε στα χέρια μου με την ευγενική φροντίδα του άγνωστού μου ποιητή. Αντιγράφω δύο ενδεικτικές περικοπές:

... Γράφω για να μη «ομοιωθώ τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον». Γράφω για να κρατηθώ στη ζωή. Η ποίηση είναι το αίμα μου, σ' αυτήν εμπιστεύομαι το πνεύμα μου, μέσ' απ' αυτήν αναγνωρίζω τον εαυτό μου.
      Ύστερα, θέλω να εκφράζομαι μέσω των στοιχείων που μου παρέχει ο τόπος μου κουβαλώντας μνήμες παλαιές και μια μάχαιρα καινούργια· θέλω να είμαι φυσικός με όλα όσα με συναποτελούν και μας ορίζουν· θέλω να ξεχωρίζω τη φωνή μου μέσ' από χιλιάδες φωνές για να μπορώ να λέω «είμαι εδώ» όταν η ώρα της Κρίσεως έρθει...
      ... Σαν ποιητής έχω να επιτελέσω πολλαπλή δουλειά: Να στοχαστώ πάνω στη γλώσσα μου· να εκφράσω ευαισθησίες που ήρθαν και με βρήκανε σε ώρα μυστική· να γίνω γενναίος οσάκις είμαι «πλούσιος», κι όταν είμαι «πτωχός πάλ' εις μικρόν γενναίος» (Καβάφης)· να μη διστάσω να σατιρίσω κάθε τι βάναυσο και να ονειρευθώ την άδολη ομορφιά ― εκείνο το κλωνάρι το χλωρό την ώρα που κρέμουμαι σε βαθύ γκρεμό «κι αυτό βαστώ μονάχο» (Σολωμός).
      Είμαι υποχρεωμένος να πάω στο σπίτι τού κεραμέως και να μάθω τη χρήση του τροχού. Ύστερα να φτιάξω ένα αγγείο και να το στολί σω με σχήματα. Η κάθε παράλληλη ζώνη εκφράζει ένα στάδιο ζωής, κι όλα δένονται, όσο γίνεται πιο έντεχνα κι αρμονικά, σ' αυτό το σύνολο από «κάπρους, άλογα, ταύρους, ελάφια, πουλιά». Το αγγείο, που κουβαλεί το νερό ή το κρασί, θα εναποτεθεί αργότερα στον τάφο, θα γίνει κτερίσματα, και κάθε κομμάτι θα έχει ένα σημάδι παραστάσεως, ένα χνάρι ζωής.


      Ακούσιο, θαρρώ, θύμα της «ιστορικής αναγκαιότητας», ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης θα μπορούσε να είχε γίνει πλατύτερα γνωστός στο ελλαδικό κοινό τουλάχιστον από τον Αύγουστο 1967, όταν εξέδωσε στον «Ίκαρο» την δεύτερη ―και, νομίζω, αρτιότερη― συλλογή του (Η Άγνοια του Νερού), θερμά και διεισδυτικά προλογισμένη από τον Τ. Κ. Παπατσώνη. Λέω: τουλάχιστον από το 1967, γιατί και η πρώτη του συλλογή (Πρώτη Πηγή, 1961), την οποία δεν γνωρίζω, στην Αθήνα εκδόθηκε.
      Τούτος ο εξαετής εκδοτικός ρυθμός ασφαλώς δεν είναι πια τυχαίος. Αν ίσως και δεν ανταποκρίνεται σε ένα είδος αριθμολατρείας, όπως ορισμένες συνθέσεις του Ελύτη, η «σύμπτωση» αυτή πάντως είναι σύμπτωμα του τρόπου εργασίας του κ. Χαραλαμπίδη. Οι δύο τελευταίες συλλογές του περιέχουν συνολικά 155 ποιήματα σε μια δωδεκαετία, δηλαδή ο μέσος όρος της παραγωγής του φαίνεται να είναι κάτι λιγότερο από 13 ποιήματα τον χρόνο.
      Ειδικότερα, Το Αγγείο με τα Σχήματα περιλαμβάνει 55 ποιήματα, 50 από τα οποία γράφηκαν κατά την πενταετία 1968-72, ενώ τα υπόλοιπα είχαν γραφεί: ένα το 1962, δύο το 1963 και δύο το 1964. Εξαιρετικά γόνιμη χρονιά στάθηκε για τον ποιητή το 1972, με 23 ποιήματα· ο ίδιος αποδίδει την ασυνήθιστη αυτήν ευφορία σε μιαν εξάμηνη διαμονή στην Γερμανία και στον «μεταβολισμό που υφίσταται ο δημιουργός κάτω από την ποιότητα των εντυπώσεων».
      Η ποσοτική πάντως διαφορά με την προηγούμενη συλλογή του, γίνεται άμεσα αισθητή όταν παρατηρήσουμε ότι κανένα από τα ποιήματα της Άγνοιας του Νερού δεν ξεπερνάει την μία σελίδα, ενώ τώρα υπάρχουν 19 ποιήματα δισέλιδα, 7 τρισέ λιδα και 1 τετρασέλιδο ― κατά το πλείστον γραμμένα το 1972. Τούτο φυσικά συνεπάγεται όχι μόνο διαφορετική δομή του ποιητικού λόγου, αλλά ενίοτε και αραιότερη υφή.
      Με όλα αυτά, δεν εννοώ διόλου πως Το Αγγείομε τα Σχήματα δεν σημειώνει, συνολικά, πρόοδο σε σύγκριση με τα επιμέρους επιτεύγματα της Άγνοιας του Νερού. Οι βασικές αρετές του Κύπριου τεχνίτη πιστεύω πως έχουν σημαντικά στερεωθεί και πλουτιστεί. Η ήδη ζηλευτή επιγραμματικότητά του (πέρα από τα άνισα «Επιγράμματα» που αδυνατίζουν το τέλος και των δύο συλλογών) σαν να αποκτά ειδικότερο βάρος:

― Ως πόσο θ' αντέξει; Ρωτώ κοιτάζοντας Αυτόν
που κρατάει αυτόματο και γαζώνει τις επιγραφές (...)
― Μη καθορίζεις το σχήμα ή τ' αποτέλεσμα της ευαισθησίας, εσύ,
ένας δούλος:
Χόρεψε κοντά στην πηγή.
― Και χορεύοντας άραγε θα βρεθώ
στην αντίπερα θέα; Ε, πηδώ
κι απλοποιώ τα στολίδια που χρειάζομαι
για να περιέχουν το σύνθετο
αποκρύβοντάς το με την εξημέρωση.
― Να κατανταίνει ο Διάβολος στοιχείο τελειωμένο
που να στολίζω τ' αναστάσιμα πουλιά.
― Κι απ' την ανάγκη αυτή κινώντας οι γυναίκες
πάνω σε πόδια κάθονται, σε χέρια κολυμπάνε.
Χορέψετε κι εγώ θ' ακολουθώ.
Κι άντρες από την ίδια ανάγκη
μιλούνε για το θάνατο και για κοντάρια.
Χορέψετε κι εγώ θ' ακολουθώ.


      Το χιούμορ του, τόσο σπάνιο με την μορφή τής απεσταγμένης αφέλειας την οποία εκόμισε στην ποίησή μας ο αισθησιακός μυστικισμός του Παπατσώνη, έχει ασφαλώς κερδίσει σε άνεση και ευρωστία ―παράδειγμα το εξής ποιήμα για τον θρυλικό «Άγιο των κλεπτών»:

Στο Άι-Γιωρκούδι πήγε ο κλέπτης μιαν ημέρα
και του παραπονέθηκε: «Λάδι σου φέρνω,
κεριά σου ανάφτω, τάματα κάνω,
κι εσύ τη μάντρα σφαλιχτή κρατάς».

Το Άι-Γιωρκούδι σάλεψε το βλέφαρο:
«Να κλέπτετε με την ευχή μου κάθε επιτρεπτό.
Στη νόμιμη κλεψιά μη βάζετε άλλη.
Μίλησα στο Θεό για τα προβλήματά σας».

«Αλλού αυτά», του είπε ο κλέπτης μιαν ημέρα·
«δεν παραιτούμεθα των δικαιωμάτων μας.
Είμεθα χίλιοι κλέπται δηλωμένοι».

«Μίλησα στο Θεό», ξανάπε ο Άγιος.
«Αν είσαι αδέκαστος, του λέω, βόηθα μας·
σπάσε τη μάντρα, δώσε πρόβατα στο πλήθος
των ευγενών κλεπτών που αρκούνται εις τα ολίγα...

Εκείνος είπε: Να έχετε υπομονή,
κλέπται του απατηλού ετούτου κόσμου».


      Τούτη η νέα εκφραστική ευλυγισία τον σπρώχνει όχι σε πνευματώδεις ακροβασίες μα σε πνευματικές τόλμες σχεδόν ασύλληπτες για ένα ορθόδοξο πιστό, όπως στο σχεδόν υποδειγματικό «Αυτός που βάδισε απάνω στο νερό». Λιγότερο ευτυχισμένες μου φαίνονται κάποιες προσεγγίσεις του στον καβαφικόν «ιστορισμό» (π.χ. «Η στενοχώρια του Αλεξάνδρου»), ίσως γιατί ο κ. Χαραλαμπίδης ακόμη δεν έχει κατακτήσει πλήρως την τεχνική τής δραματικής υποβολής ― καθώς και ορισμένες εικόνες «εκ του φυσικού» (π.χ. «Πρωί στο περιβόλι»), όπου ο λυρισμός δεν βρίσκει τρόπο να ξεδιπλωθεί αντικειμενικά. Αλλού πάλι, θα συναντήσουμε υπερβολικήν ελλειπτικότητα στην χρήση των αλληγοριών, συμβόλων και μύθων· ο ποιητής έχει δηλώσει πως «εκείνος που δεν κυνηγάει τα επίθετα της ματαιότητας θα τιμηθεί μια μέρα από τα ουσιαστικά» ― σύμφωνοι, αλλά τι γίνεται με τα ρήματα;
      Όπως σημειώθηκε παραπάνω, το εμφανέστερο νέο στοιχείο της συλλογής είναι η βαθμιαία επέκταση της ποιητικής κλίμακας σε συνθέσεις ολοένα εκτενέστερες. Θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς λεπτομερειακά τους διάφορους τρόπους που δοκιμάζει τούτος ο τεχνίτης για να προσαρμόσει την παλαιότερη σφιχτή τεχνική του σε μείζονες διαστάσεις. Εδώ, αρκούμαι να επισημάνω την συχνή υποδιαίρεση του ποιήματος σε σαφώς διακεκριμένες ενότητες, ζώνες ή βαθμίδες. Του τελευταίου αυτού τρόπου θα δώσω ένα «εκκεντρικό» παράδειγμα που, μολονότι ακραίο, ασφαλώς δεν περιορίζεται σε επίδειξη δεξιοτεχνίας ήτοι σε απλές παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα, μα κλιμακώνεται με φινέτσα ιαπωνική:

1. Ο ήλιος γέμισε όλα τα κανάτια
που είχε στην αυλή του ο γεωργός
και ξάπλωσε στη μάντρα.

2. Ξαπλώνει ο ήλιος στη σκιά των δέντρων
κι αργά το απόγιομα ανακάθεται να θυμηθεί
την ποίηση, χελώνα σκοτωμένη.

3. Αφού κοιμήθηκε τρεις ώρες ο ήλιος ανακάθισε
στη μαλακιά σκιά των δέντρων και θυμήθηκε,
σιμά στα θάμνα του νερού, χελώνα σκοτωμένη.

4. Το βράδυ αργά, σαν είναι οι αστερίες
στην κούπα διαχυμένοι τ' ουρανού
κι ο θάμνος του νερού ακινητεί.

5. Αφού γεμίσει ο ήλιος όλα τα κανάτια
που βάζει στην αυλή του ο γεωργός,
ξαπλώνει κάτω, στη σκιά των δέντρων.

6. Μα εγώ μιλώ γι' αυτόν που ξάπλωσε στη μάντρα,κι όταν αργά το απόγιομα ανακάθισε,
στο νου του έφερε την ποίηση σα χελώνα.


      Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο νέο στοιχείο τής συλλογής μου φαίνεται πως είναι η δημιουργία μιας αινιγματικής ανθρώπινης μορφής ονόματι Ριμάκο, σε 5 ποιήματα, σχεδόν όλα εκτενή και όλα γραμμένα το 1972.
      Πρόκειται για μια γενναία προσπάθεια διάπλασης νεοτερικής μυθολογίας σε ένα πρόσωπο σύγχρονο μα ανεξάρτητο από τον ποιητή, με ελαφρούς απωανατολίτικους και ίσως μπρεχτικούς τόνους. Στον βαθμό όπου πραγματώνεται, ο Ριμάκο εμφανίζεται λιγότερο διάφανος από τον Μαθιό Πασχάλη ή τον Στράτη Θαλασσινό του Σεφέρη, πνευματικότερος από τον Μαξ ή τον Κωνσταντίνο του Σινόπουλου, πιο ώριμος από τον κ. Ίβο του Βασίλη Στεριάδη, σαν ένα είδος κομφουκιανού απογόνου του Πτωχολέοντος. Είτε επιζήσει είτε όχι κατά την επόμενη εξαετία (δεν θα ξαφνιαζόμουν αν επανεμφανιζόταν πολύ πιο σύντομα, ολοκληρωμένος σε μια ανεπτυγμένη σύνθεση), θέλω να ελπίζω πως προοιωνίζει μια βαθύτερη ανανέωση της ποιητικής τού Κυριάκου Χαραλαμπίδη ― μακάρι και μια κυπριώτικη άνοιξη της ποίησής μας.


Tο σπίτι της μνήμης, Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 1997




Bιβλιοκρισία. Περιλαμβάνεται στο Εφήμερον Σπέρμα, 1978, 166-172 (βλ. αρ. 345) και στον τόμο Tο σπίτι της μνήμης, 1997, 14-23.