Ακαδημαϊκή εισήγηση για τον Γιάννη Ρίτσο, εφ. Το Βήμα (10.6.1975).Σαββίδης Γ. Π.
Εκτύπωση
Ο μέχρι σήμερα θεμελιακός πανεπιστημιακός νόμος 5343 του 1932, αυτός που φέρει τις υπογραφές του Αλέξανδρου Ζαΐμη ως Προέδρου της Δημοκρατίας και του Γεωργίου Παπανδρέου ως υφυπουργού Παιδείας, δίνει σε κάθε Πανεπιστημιακή Σχολή το δικαίωμα να απονέμει τιμητικά διδακτορικά διπλώματα «εις τους εν ταις επιστήμαις, τοις γράμμασιν ή ταις τέχναις εξόχως διαπρέποντας, ή πολυτίμους τω Έθνει ή τω Πανεπιστημίω παρασχόντας υπηρεσίας, Έλληνας ή μη, μετ’ ητιολογημένην πρότασιν δύο τουλάχιστον τακτικών καθηγητών της Σχολής, και μετ’ απόφασιν αυτής, λαμβανομένην δια πλειοψηφίας των τριών τετάρτων του συνόλου του συλλόγου αυτής, και διατυπουμένην εν ψηφίσματι».
     Το δικαίωμα αυτό, που συνεπάγεται ίση τιμή για το Πανεπιστήμιο και για τον τιμώμενο, η Φιλοσοφική μας Σχολή άσκησε 36 φορές μέσα σε 43 χρόνια, για να τιμήσει κατά κανόνα διακεκριμένους επιστήμονες, από τους οποίους οι τριάντα ήταν ξένοι Ελληνιστές, και οι πέντε Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής.
     Από την περιοχή των Γραμμάτων και των Τεχνών, μοναδική εξαίρεση του κανόνα αποτέλεσε η αναγόρευση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη στα 1964, λίγους μήνες αφού του είχε απονεμηθεί το Βραβείο Νομπέλ, και τέσσερα χρόνια αφού είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ.
     Την εξαίρεση εκείνη, φέτος, η Σχολή μας αποφάσισε να την επεκτείνει –μακάρι σε βαθμό κανόνα– κρίνοντας άξιους της ίδιας τιμής δύο άλλους ποιητές μας: σήμερα τον Γιάννη Ρίτσο και το φθινόπωρο τον Οδυσσέα Ελύτη. Με την ευκαιρία μάλιστα της αποψινής δημόσιας τελετής, αποφασίστηκε επιτέλους το καθιερωμένο ψήφισμα της Σχολής να συνταχθεί όχι σε αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά στην γλώσσα που ο τιμώμενος υπηρέτησε και ελάμπρυνε με τα ποιήματά του.
     Το ψήφισμα, όπως ορίζει η ακαδημαϊκή τάξη, θα διαβαστεί από τον Κοσμήτορα της Σχολής μετά το τέλος της εισήγησης. Ας μου επιτραπεί, όμως, να διαβάσω την αιτιολόγηση της πρότασης που υποβλήθηκε στην Σχολή μας από τέσσερα τακτικά μέλη της στις 31 Ιανουαρίου 1975:
     «Υπενθυμίζουμε στους κ.κ. συναδέλφους ότι ο κ. Ρίτσος συμπλήρωσε πέρυσι 40 χρόνια γονιμότατης θητείας στα Γράμματα (ως ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος), ότι έχει ήδη τιμηθή με το Α´ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), ότι έχει δύο φορές προταθή για το Βραβείο Νομπέλ, και ότι σημαντικό μέρος του ποιητικού του έργου έχει μεταφρασθή και εκδοθή στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
     Αφ’ ετέρου, οι αλλεπάλληλοι διωγμοί τους οποίους έχει υποστή ο ποιητής αυτός, εξ αιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων, η υπερήφανη ανθρωπιστική στάση του και η δημιουργική ευαισθησία του απέναντι σε όλες τις δοκιμασίες του Ελληνισμού, πιστεύουμε πως επιβάλλουν την τιμητική τους αναγνώριση από μέρους της Σχολής μας, ύστερα από την οριστική, καθώς ελπίζουμε, αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
     Προσθέτουμε, τέλος, πως το δημοφιλέστερο έργο του κ. Ρίτσου, ο Επιτάφιος, είναι στενά δεμένο με την πρόσφατη ιστορία της Θεσσαλονίκης».
     Αυτό είναι το πλαίσιο τούτης της εισήγησης. Η ανάπτυξή της θα περιοριστεί στο ελάχιστο θεμιτό, για να δοθεί στον κ. Ρίτσο όσο γίνεται μεγαλύτερη χρονική άνεση για την ανάγνωση των ποιημάτων του.
 
     Η έγκυρη αναγνώριση του ποιητικού αναστήματoς του Γιάννη Ρίτσου ξεκινάει επίσημα στα 1937, όταν εκδίδεται το τέταρτο βιβλίο του, Το τραγούδι της αδελφής μου, και ο ποιητής δοκιμάζεται πρώτη φορά δημόσια στον ελεύθερο στίχο και γενικότερα στην νεοτερική ποιητική. Τότε, ο γέρο-Παλαμάς, γοητευμένος και συγκινημένος, βγαίνει από την αφασία του με ένα θριαμβικό τετράστιχο υποδειγματικής αλληλεγγύης:
 
     Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κι αιθέρας,
     καθάριος όρθρος της αυγής μηνάει το φως της μέρας.
     Σε μια φρικίαση τραγική, χαμογελάει μιας πλάσης
     ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις.
 
     Την πλήρη σημασία της αρχοντικής αυτής χειρονομίας του Παλαμά θα την αντιληφθούμε, νομίζω, μονάχα αν αναλογιστούμε ότι λίγους μήνες πριν ο Επιτάφιος του Ρίτσου είχε καεί εν πομπή και παρατάξει από τα όργανα της δικτατορίας του Μεταξά.
     Όσο για την διεθνή καθιέρωση του ποιητή μας, πιο πολύ και από την απονομή του μεγάλου διεθνούς βραβείου της Ποιητικής Μπιεννάλε του Κνοκ-Λε Ζουτ στα 1972, πιστεύω πως πραγματώνεται κυρίως με μια σειρά χειρονομιών αλληλεγγύης ενός αλλού κορυφαίου ομοτέχνου του, του Λουί Αραγκόν.
     Από τις χειρονομίες αυτές, αρκεί να διαβάσουμε εδώ σε μετάφραση μια περικοπή από την πιο πρόσφατη, που προλογίζει την δίγλωσση παρισινή έκδοση της συλλογής Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα:
 
     Πάνε τώρα παραπάνω από είκοσι χρόνια. Μου είχαν φέρει, μεταφρασμένους από τα ελληνικά, στίχους ενός ποιητή που μου ήταν ολότελα άγνωστος, για να χτενίσω τα γαλλικά τους. Μονομιάς οι στίχοι αυτοί με πιάσαν από τον λαιμό. Και το παράξενο είναι ότι έκτοτε, σχεδόν κάθε φορά που μου έφερναν στίχους, περισσότερο είτε λιγότερο καλά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστού μου ποιητή, πάντοτε ένιωθα όπως εκείνη την πρώτη φορά ανίκανος να συγκρατήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου. Συνέβαινε εκείνη την πρώτη φορά ο Γιάννης Ρίτσος, για τον όποιο δεν γνώριζα τίποτε, να βρίσκεται εξόριστος σε κάποιο νησί ή κάπου φυλακισμένος. Αλλά, πιστέψετέ με αν θέλετε, το είχα ξεχάσει – δεν ήταν γι’ αυτό, σας το ορκίζομαι, δεν ήταν γι’ αυτό!
     Πόσες φορές αργότερα δεν μου συνέβηκε το ίδιο! Όλα γίνονται, λες και τούτος ο ποιητής κατέχει το μυστικό της ψυχής μου, λες και μόνος αυτός –μ’ ακούτε;– μόνος αυτός ξέρει πώς να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν ήξερα πως είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός ποιητής του καιρού μας· ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο –από το ένα μυστικό στο άλλο, θα έλεγα– γιατί κάθε φορά ένιωθα τον συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Ήταν η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και ενός τόπου, τα βάθη ενός ανθρώπου και το βάθος ενός τόπου.
 
     Αυτά ο Αραγκόν.
     Κι εμείς; Εμείς που έχουμε το βαρύ προνόμιο να ζούμε στον ίδιο τόπο και να μιλούμε την ίδια γλώσσα με τον άνθρωπο που ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος; Εμείς που δεν είμαστε ποιητές, και όμως είμαστε ταγμένοι να διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε τους ποιητές; Εμείς που η Πολιτεία μάς έδωσε το δικαίωμα να κρίνουμε αν ένας ποιητής είναι ή δεν είναι άξιος της τιμής να φορέσει ένα βράδυ την ίδια τήβεννο με μας; Πόσοι από μας άραγε έχουν νιώσει αυτόν τον συγκλονισμό και αυτήν την αποκάλυψη διαβάζοντας στίχους του Γιάννη Ρίτσου; Και όσοι την ένιωσαν, τι έκαναν για να μεταδώσουν και σε άλλους κάτι από αυτήν την συγκίνηση ή την διάθεση να την νιώσουν και εκείνοι;
     Αν εξαιρέσουμε την αποψινή τελετή, όχι πολλά πράγματα – φοβούμαι.
     Είναι αλήθεια πως οι ιστορικές συνθήκες δεν στάθηκαν ευνοϊκές για την εκπλήρωση αυτού του χρέους. Αλλά μήπως στάθηκαν ευνοϊκές για τον ποιητή; Φτάνει να απαριθμήσω τους τόπους εξορίας που σημαδεύουν το έργο του από το 1948 και δώθε: Λήμνος, Μακρόνησος, Άι Στράτης, Γιούρα, Λέρος, Σάμος. Και όμως μέσα σε τούτα τα 25 χρόνια, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο μέρος του έργου του, κάπου 2.000 σελίδες, με μια δημιουργική ορμή που όμοια της, στον αιώνα μας, δεν γνωρίζω άλλη από εκείνη του Πάμπλο Πικάσο. Καθημερινές οκτάωρες ασκήσεις αναπνοής, θα ’λεγε κανείς, με την διαφορά πως έχουν για απώτερο σκοπό να καθαρίζουν τον αέρα που όλοι μας ανασαίνουμε.
     Είναι επίσης αλήθεια πως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κριτική μας –και δεν εννοώ μόνο την ακαδημαϊκή κριτική– δεν έκανε ακόμα το χρέος της απέναντι στον ποιητή. Γι’ αυτό και πρέπει να μνημονεύσω τιμητικά τρεις εξαιρέσεις, από τις οποίες οι δύο ανήκουν σε τούτη την πόλη. Πρώτη λοιπόν πρέπει να μνημονευτεί η νέα φιλόλογος, ποιήτρια και μεταφράστρια του Ρίτσου, Χρύσα Προκοπάκη, στην οποία οφείλουμε και την πρώτη συγκροτημένη εισαγωγή στο έργο του ποιητή μας. Αμέσως ύστερα ταιριάζει να αναφερθεί ο ποιητής και δικηγόρος Πάνος Θασίτης, που το 1963 πρώτος έδωσε, στην μακεδονική καλλιτεχνική εταιρία «Τέχνη», σειρά δημόσιων μαθημάτων αφιερωμένων στην ποίηση του Ρίτσου. Τέλος, στα 1973, ο τότε απόβλητος υφηγητής της Σχολής μας Δημήτρης Μαρωνίτης οργάνωσε στο περιοδικό Η Συνέχεια μια πρισματική κριτική θεώρηση της πρόσφατα δημοσιευμένης παραγωγής του ποιητή, συνεισφέροντας ο ίδιος καίρια προλεγόμενα.
 
     Το υπόλοιπο μέρος τούτης της εισήγησης θα μπορούσε ασφαλέστατα να περιοριστεί σε σύνοψη των βασικών απόψεων του κ. Θασίτη, του καθηγητή Μαρωνίτη και της κ. Προκοπάκη καθώς και του Αμερικανού συναδέλφου Πήτερ Μπην, που έγραψε μια μεστήν εισαγωγή στην επιλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, τα οποία μετάφρασε ο Νίκος Στάγκος για τις εκδόσεις Πένγκουιν.
     Ωστόσο, σύμφωνα με την ρητή εντολή της Σχολής μας και βέβαια πάντα με την σιωπηρή βοήθεια των προαναφερθέντων, λέω να επιχειρήσω να εκπληρώσω κάπως πιο ριψοκίνδυνα το αποψινό χρέος του εισηγητή. Θέτοντας το απλό ερώτημα: «Τι εκόμισε στην ποίησή μας ο Γιάννης Ρίτσος;», θα προτείνω μια σειρά δέκα απαντήσεων που σίγουρα δεν έχουν αξιώσεις τελικών πορισμάτων, αλλά που ελπίζω πως ενδέχεται να σταθούν αφετηρίες για ουσιαστικότερη συζήτηση και έρευνα.
     Φυσικά, καθεμιά από τις προτεινόμενες συνοπτικές απαντήσεις θα μπορούσε να τεκμηριωθεί με πολυάριθμα και κάποτε εκτενέστερα παραθέματα από το ποιητικό και δοκιμιογραφικό έργο του Ρίτσου. Τούτο όμως δεν μας το επιτρέπει εδώ η οικονομία του χρόνου. Γι’ αυτό και θα αρκεστώ, μονάχα όπου είναι απολύτως απαραίτητο, σε ελάσσονα παραδείγματα, διαλεγμένα ανάμεσα σε εκείνα που με ιδιαίτερην ενάργεια συνοψίζουν ορισμένες πλευρές της ποιητικής του.
     Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, θα έλεγα πως με την ασυνήθιστη πια έκταση και την αδιάκοπη εξέλιξη του έργου του ο Γιάννης Ρίτσος μας βεβαίωσε πως και στην νεοτερική ποίηση η ποσότητα δεν είναι ασυμβίβαστη με την ποιότητα. Γιατί η αστείρευτη ροή της ποίησής του είτε με την μορφή μακρόστιχων, πολύστιχων συνθέσεων, είτε με την μορφή λακωνικών επιγραμμάτων– ελέγχεται και διυλίζεται συνεχώς από την άγρυπνη, ξύπνια καλλιτεχνική και κοινωνική συνείδηση του ποιητή. Παράδειγμα (εξ όνυχος τον λέοντα!) το ακόλουθο μονόστιχο επίγραμμα που τιτλοφορείται «Στίχος»:
 
     Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή.
 
     Δεύτερον: με την ένταση και την ποικιλία του έργου του, μας έδειξε πως η κοινωνική ή και πολιτική ποίηση δεν είναι καταδικασμένη να κινείται ανάμεσα στην αρνητική σάτιρα ή στην επικαιρική, κομματική συνθηματολογία. Ο μασκαρεμένος ιδεαλισμός είτε ο προσωπολατρικός μεσσιανισμός που χαρακτηρίζουν τόσες υποτιθέμενα θετικές εκφάνσεις της «στρατευμένης» ποίησης, στον Ρίτσο αντικαθίστανται όλο και πιο σταθερά από τον έμφυτο πραγματισμό του και το τρυφερό αίσθημα συντροφικότητας που τον πλημμυρίζει. Προσέξετε, παρακαλώ, πώς εξελίσσεται το ακόλουθο ποίημα που τιτλοφορείται «Όχι πολιτική»:
 
     Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους
     –είπε
     εσύ Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους
     για μια παναθρώπινη συνάντηση. Τις νύχτες αφουγκράζομαι τα βήματα,
     ακούω τα βήματα. Έρχονται. Πλησιάζουν.
     Κι αυτό το τύμπανο το απόμακρο, μέσα στη σκόνη και στον ήλιο, μόνο
     σα μια γυμνή καρδιά, δίχως τη συντροφιά των χάλκινων, κατάμονο,
     δίνοντας, πάντα το ρυθμό στα βήματα των σημαιών.
          Ο σαλπιγκτής έχει σωπάσει.
     Δε χρειάζονται πια εγερτήρια στους εγερμένους.
 
     Προτού σκουπίσουν οι στρατιώτες τον ιδρώτα τους,
     είχαν αρχίσει κιόλας να στοχάζονται το δρόμο που ’χαν διανύσει,
     το δρόμο που έμενε, τ’ αγκάθια, τη σιωπή και, γενικά, το δρόμο.
     Παρατηρούσαν κιόλας το παγούρι τους το γνώριζαν
     πριν πιουν ή αφού ήπιαν. Θετικό σημάδι. Διέκριναν
     το φιλικό του σχήμα στρογγυλό σαν όρκος και σα μνήμη. Θετικό σημάδι,
     σαν το παλιό σημείο του σταυρού επάνω στο ψωμί ή πριν από τον ύπνο.
 
     Αv τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, είπε μάθαμε τουλάχιστον
          πως αύριο θα συναντηθούμε. Αυτό διδάσκουμε,
     αυτό κηρύττουμε, μην κάνοντας καθόλου κήρυγμα,
     γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα,
     λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει.
 
     Τρίτον: ο πραγματισμός του, συνδυασμένος με μια σπάνια οπτική όσο και απτική ευαισθησία και μνήμη, τον οδήγησε στην καταγραφή χιλιάδων εικόνων, αντικειμένων, χειρονομιών και στιγμιότυπων της καθημερινής ζωής μας – μια καταγραφή που θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί πεζογραφική, αν ο ποιητής δεν τους χάριζε τέτοιο συναισθηματικό βάρος, ώστε σε αυτά να κατατίθεται η εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής και ενός ολόκληρου κόσμου. Διαβάζω ενδεικτικά το ποίημα που τιτλοφορείται «Το νόημα της απλότητας»:
 
     Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε·
     αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
     θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,
     θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.
 
     Το αυγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στην κουζίνα
     σα γανωμένο τέντζερι (γι’ αυτό που σας λέω γίνεται έτσι)
     φωτίζει τ’ άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή του σπιτιού
     πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
 
     Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
     για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
     και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.
 
     Τέταρτον: αυτό το αίσθημα της συντροφικότητας, που «επιμένει στη συνάντηση», τον έσπρωξε να επιδιώξει «με καιρό και με κόπο» (όπως προστάζει ο Σολωμός) την μεγαλύτερη δυνατή φραστική απλότητα και κυριολεξία, χωρίς να φτωχύνει την γλώσσα ή να αμβλύνει την υποβολή της, με τρόπο που η ποίησή του να γίνεται άμεσα κατανοητή, σε πρώτο επίπεδο, από τον κάθε Έλληνα. Σχετικά πρώιμο τεκμήριο είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Καπνισμένο Τσουκάλι:
 
     Και νά, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
     ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
     Καταλαβαινόμαστε τώρα – δε χρειάζονται περισσότερα.
     Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
     θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές,
          σ’ όλα τα χείλη
     έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
     κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
     σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.
     Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο,
     εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
 
     Πέμπτον: ανάμεσα στην απλότητα και στην απλοϊκότητα, ανοίγεται συνήθως ένα χάσμα σιωπής. Το χάσμα αυτό ο Ρίτσος το γεφύρωσε πραγματικά, όχι με τραγούδια μελοποιημένα από τρίτους οσοδήποτε προικισμένους, αλλά όταν ανακάλυψε πως οι σημερινοί ποιητές αναγκάζονται –για να δανειστώ μια έκφρασή του– να «φτιάχνουν τις φράσεις τους πάνω στο πρότυπο της σιωπής». Όχι βέβαια σιωπώντας, ούτε παρασιωπώντας, αλλά με όλες τις δυνατότητες που προσφέρει ο πλάγιος λόγος, η διακριτική έμφαση του δισταγμού, το δραματικό άλλοθι, η νόμιμη άμυνα της ειρωνείας, αλλά ιδίως η ρηματική επεξεργασία της ίδιας της σιωπής, που την καθιστά έναρθρη. Παράδειγμα και υπόδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι του:
 
     Το ποίημα είναι
     τ’ αρνητικό της σιωπής.
     Μια μέρα
     μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται
     το πρόσωπό της.
     Τα μάτια της διόλου κλαμένα.
     Τα τρία διαμάντια
     ασάλευτα απαστράπτοντα
     καρφωμένα στο στήθος της.
 
     Έκτον – για να προχωρήσουμε σε κάπως ειδικότερα γραμματολογικά θέματα: οι δύο πρώτες συλλογές του (Τρακτέρ και Πυραμίδες), αναδρομικά κοιταγμένες, μας πείθουν πως ο Καρυωτάκης δεν ήταν ένα σπαραχτικό αδιέξοδο για την παραδοσιακή ποίησή μας, αλλά μια ηρωική αφετηρία για την νεότερη.
     Έβδομον: αφομοιώνοντας βαθμιαία τα οργανικά στοιχεία του συρρεαλισμού, ο Ρίτσος έδωσε ξανά κοινωνικές διαστάσεις και νέο ανθρωπιστικό περιεχόμενο στο πιο επαναστατικό λογοτεχνικό κίνημα του αιώνα μας.
     Όγδοον: προσαρμόζοντας στην δική του ευαισθησία, την λεγόμενη ιστορική είτε μυθολογική αίσθηση που ο Έλιοτ και ο Καβάφης επανέφεραν στην νεότερη ευρωπαϊκή ποίηση, έδωσε στην ώριμη εργασία του (κυρίως με την ανανεωμένη μορφή του δραματικού μονόλογου και του τραγικού χορού) κάτι που ο ίδιος ονομάζει Τέταρτη Διάσταση – και που, σύμφωνα πάλι με δικά του λόγια, μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
 
     Μια αίσθηση σαν όταν ένας ανειδίκευτος διαβάζει για την ιδιοσυστασία της ύλης και αντιύλης, για τη διάσπαση του ατόμου ή για την τέταρτη διάσταση – μια μπερδεμένη αίσθηση θαυμασμού και κούρασης, παντοδυναμίας κι ασημαντότητας, ακριβόλογης ασάφειας και αθανασίας. Μια αίσθηση, τέλος, ανεξήγητης μοναδικότητας του ανθρώπου – των αναγκών του και των δυνατοτήτων του. Με μια λέξη, θα λέγαμε: κάτι το αποκαλυπτικό, αν δεν τρομάζαμε κάτι τέτοιες λέξεις.
 
     Ένατο: δεν θα ήταν δίκαιο να τελειώσει τούτη η σχηματική απαρίθμηση των δώρων που έφερε στην ποίησή μας ο Ρίτσος, χωρίς να αναφερθούν οι μαστορικές, πολύτροπες μεταφράσεις του ποιημάτων του Μπλόκ, του Μαγιακόφσκη, του Έρενμπουργκ, του Αττίλα Γιόζεφ, του Ναζίμ Χικμέτ, καθώς και οι σημαντικές ανθολογίες του Ρουμάνων, Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών – έμπρακτα δείγματα της ευγνωμοσύνης του ή της αλληλεγγύης του για μείζονες είτε ελάσσονες ομότεχνους που γλωσσικά μέναν απρόσιτοι στον μέσο Έλληνα αναγνώστη.
     Δέκατο και τελευταίο άφησα ίσως το κυριότερο, που ανοίγει στον καθένα μας την δυνατότητα να προεκτείνει τούτες τις απαντήσεις σε εκατονδέκα άλλα σημεία. Εννοώ: την ενεργητική παρουσία του Ρίτσου ανάμεσά μας στις πιο κρίσιμες ώρες του έθνους· την ισοτιμία που δημιουργεί το έργο του ανάμεσα στον ποιητή και στον λαό του – αυτήν που ο ίδιος συνοψίζει με την πυκνή φράση: «Η ποίηση δεν θέτει όρους αποδοχής της, αλλά τους δημιουργεί αυτούς τους όρους».
     Για όλα τούτα –και πόσα άλλα που η κλεψύδρα αφήνει ανείπωτα– η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τιμάει απόψε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο με τον ανώτερο ακαδημαϊκό τίτλο, και τον ευγνωμονεί που σαράντα χρόνια τώρα υψώνεται, κολόνα και φωνή της Ρωμιοσύνης.

Περιλαμβάνεται στο Εφήμερον Σπέρμα, 1978, 221-230 (βλ. αρ. 345).