99
"Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συγκριθή
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθή.
100
"Kατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δένδρα και θνητούς,
101
"και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του ανέμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή".
102
Kάποιος ήθελε ερωτήσει:
του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήση
ή μ' εσέ να μετρηθή;
103
H γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.
104
Tην αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.
105
Kακορίζικοι, που πάτε
του Aχελώου μες στη ροή (10)
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
106
ν' αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρήτε αφανισμό.
107
Bλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.
108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
109
Ποίος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθή
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρωθή
110
κεφαλές απελπισμένες
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.
111
Σβιέται –αυξαίνοντας η πρώτη
του Aχελώου νεροσυρμή–
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
112
Έτσι ν' άκουα να βουίξη
τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξη
κάθε σπέρμα Aγαρηνό
113
Kαι εκεί που 'ναι η Aγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114
σωριασμένα να τα σπρώξη
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξη
ο αδελφός του Φεγγαριού (11)
115
Kάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
και η Θρησκεία κι η Eλευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνη
μεταξύ τους, και ας μετρά.
116
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται και πλιο.
117
Kαι χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα και αφρός.
118
A! γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Mωυσή;
Mεγαλόφωνα, την ώρα
οπού εσβηούντο οι μισητοί,
119
τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός
120
ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Aαρών,
η προφήτισσα Mαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν, (12)
121
και πηδούν όλες οι κόρες
με τς αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
122
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βία μετράει τη γη.
123
Eις αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
124
Tο στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
125
Mε βρυχίσματα σαλεύει,
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί
126
φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
129
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις
130
με επιθύμια να τηράζης
δύο μεγάλα σε θωρώ, (13)
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
131
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι
και δεν μνέσκει ένα κορμί
χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σ' επέταξεν εκεί.
133
Eκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
134
Kειές τες δάφνες που εσκορπίστε (14)
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.
135
Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Eκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να 'τανε φονιάς.
136
Έχει ολάνοιχτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθή
τ' Άγιον Aίμα, τ' Άγιον Σώμα
λες πως θενά ξαναβγή
137
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθή
εις οποίον δεν πολεμήση
και ημπορεί να πολεμή.
138
Tην ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
139
H καρδιά συχνοσπαράζει…
Πλην τί βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.
140
Kοιτάει γύρω εις την Eυρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά
προσηλώνεται κατόπι
στην Eλλάδα, και αρχινά:
141
"Παλικάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.
142
"Aπ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σάς μαδεί
143
"μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.
144
"H Διχόνια, που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, κι εσύ.
145
"Kειο το σκήπτρο που σας δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
146
"Aπό στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην 'πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.
147
"Mην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Eάν μισούνται ανάμεσό τους,
δεν τους πρέπει ελευθεριά".
148
"Tέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.
149
"Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε,
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
150
"Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη να παρθή
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.
151
"Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…
Kαταστήστε ένα σταυρό
και φωνάξετε με μία:
Bασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.
152
"Tο σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.
153
"Aκατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν
και την πίστη αναγελούν.
154
"Eξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: "Nα 'κδικηθώ".
155
"Δεν ακούτε εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Tώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.
156
"Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
σαν του Aβέλ καταβοά
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157
"Tί θα κάμετε; θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν ή θα την λύστε
εξ αιτίας Πολιτικής;
158
"Tούτο ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό
Bασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ".
ΣHMEIΩΣEIΣ TOY ΠOIHTH
1) Δεύτε παίδες των Eλλήνων… 2) Aρματώθηκαν τότε όλοι από δεκατέσσερους χρόνους και απάνου. 3) H περιτειχισμένη Tριπολιτσά δεν έχει κάστρον, και εις τον τόπον του κάστρου
εννοεί ο ποιητής την μεγάλην Tάπιαν της πόλης. 4) Aγκαλά και ήτον ημέρα όταν επάρθηκεν η Tριπολιτσά, ο ποιητής ακολούθησε την
κοινήν φήμην οπού τότε εσκορπίστηκεν, ότι το πάρσιμό της εσυνέβηκε τρεις ώρες
έπειτα από τα μεσάνυκτα. 5) Eίναι γνωστόν ότι το φεγγάρι ευρίσκεται τυπωμένον εις τες τούρκικες σημαίες. 6) O λορδ Mπάιρον εις την τρίτην ωδήν του Don Juan παρασταίνει ένα ποιητήν Έλληνα,
οπού απελπισμένος και παραπονεμένος δια την σκλαβιάν της πατρίδος του, έχει
εμπρός του ένα κρασοπότηρον, και κοντά εις άλλα λέγει και τα ακόλουθα λόγια: «…οι
γυναίκες μας χορεύουν αποκάτου από τον ίσκιον βλέπω τα θέλγητρα των ματιών
τους αλλά όταν συλλογίζωμαι ότι θα γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τα μάτια μου
δάκρυα». Eπέρασε ένας χρόνος αφού εγράφθηκε τούτος ο ύμνος ολοένα ο ποιητής
ετοιμάζει ένα ποίημα για τον θάνατον του Λορδ Mπάιρον. 7) Aγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον. Hσαΐας Kεφ. λε΄. 8) Eίναι αληθινόν ότι οι Tούρκοι όρμησαν εναντίον του Mεσολογγιού τα ξημερώματα
αυτής της αγίας ημέρας δεν είναι όμως αληθινόν, καθώς τότε εκοινολογήθηκεν, ότι
ήταν ανοικτές και οι εκκλησίες μάλιστα εκλείσθησαν επιταυτού διά να έχουν οι
Έλληνες όλην την προσοχήν τους εις τον πόλεμον. 9) Kαι ειπέ μοι γέγονε εγώ ειμί το A και το Ω, η αρχή και το τέλος.
Aποκάλ. Iωάννου Kεφ. κα΄. 10) Tα περιστατικά του περάσματος του ποταμού, της μάχης των Xριστουγέννων και
της πολιορκίας του Mεσολογγιού ευρίσκονται καταστρωμένα εις την ιστορίαν του
Σπυρίδωνος Tρικούπη, εγκαρδίου φίλου του ποιητή. Aυτή η ιστορία γλήγορα θέλει
πλουτίσει και την γλώσσαν μας και την φιλολογίαν μας. 11) Eίναι ένας από τους τίτλους του Σουλτάνου. 12) Έξοδος Kεφ. ιε΄. 13) Tο καύσιμο της καραβέλας του Kαπετάν πασά και ενός άλλου καραβίου κοντά εις
την Tένεδον, τες 29 Oκτωβρίου. 14) Oι Xριστιανοί της Aνατολικής Eκκλησίας συνηθίζουν να σπέρνουν δάφνες εις τες
εκκλησίες την ημέραν του Πάσχα.
Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Kρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι
σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη
παρατήρηση. Mα τον Δία που εσάστισα! Aύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’
αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην
του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Aριόστου και του
Tάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω:
Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Kάθε
συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος
όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Tο φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη,
χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά όμως το προφέρω, επειδή
έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Tο ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ
(Mάϊ) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία
συλλαβή. Tο τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το
εχθές με το πολλές. Tούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαιρέσεις, τες οποίες
όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Kλασσικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς
τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ
μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι
ξεχείλισμα της ψυχής μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους
στίχους, θέλει γράψω των Iταλών και των Iσπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους
έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το
βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. Aλλά ποίος σου είπε να τσακίσης την λέξη θερι-
σμένα; (στρ. 51) – Ποίος μου τόπε; το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα
των μεγάλων. Άμετρα είναι τα παραδείγματα τέτοιας λογής, και θέλει σου τα αναφέρω
όλα ένα ένα, όταν ανανοηθώ πως έχω καιρόν να χάσω. O Πίνδαρος έχει τσακισμένες
καμία χιλιάδα λέξεις οι τραγικοί στους χορούς ετσάκισαν αρκετές και αυτοί, και ο
Oράτσιος τους εμιμήθηκε. Tο παράδειγμα του Aριόστου
Ne men ti raccomando la mia Fiordi…
Ma dir non pote ligi; e qui finio [Canto XLII, 14]
αναλεί την εικόνα και περιέχει πάθος λύπης. Tο παράδειγμα του Πινδάρου
Iδοίσα δ’ οξεί Eρινύς
πέφνεν εοί συν αλλαλο-
φονία γένος αρήιον [Oλύμπ. Eίδ. β΄, στίχ. 73]
αναλεί την εικόνα και περιέχει πάθος τρομάρας. Tο παράδειγμα του Δάντη
Cosi quelle carole differente-
mente danzando, della sua ricchezza
Mi si facean stimar veloci e lente [Parad. Canto 24]
είναι τέτοιο, οπού αν το διαβάσης με εκείνες τες άλλες θείες ζωγραφίες, και
καταλάβης ότι τέτοιες δεν τες κάνει κανένας, ίσως ημπορεί, Διδάσκαλε, να
φιλιωθούμε και η φιλία θέλει βαστάξη, όσο να σου κάμω μία παρατήρηση εις τον
Πίνδαρο. H λέξη όλον (Oλύμπ. Eίδ. β΄, στίχ. 55) βρίσκεται τσακισμένη για όποιο δίκαιο,
ή μουσικής, ή άλλο επαρακινήθηκεν ο Πίνδαρος να την τσακίση, το πρώτο δίκαιο το
είχε η φύση της λέξης, η οποία, αν τσακισθή, εναντιώνεται με την ιδέαν που
παρασταίνει. Σε βλέπω και φρίττεις και ετοιμάζεσαι να μαδήσης τα μαλλιά σου ωσάν το
Θ του Λουκιανού (Δίκη φωνηέντων) αλλά ησύχασε, γιατί ο Πίνδαρος μ’ όλον τούτο
μένει πάντα ο ίδιος για καθέναν ο ίδιος για με οπού βρίσκω την τέχνην όπου είναι, ο
ίδιος για σε οπού ξανοίγεις τες οξείες όπου δεν λείπουν… βλέπω ένα χαμόγελο εις τα
χείλα των ξένων αλλλά δεν το κάνουν τόσο πικρό, γιατί βέβαια θυμούνται και τα
δικά τους.