Σε μια γωνιά του καπηλειού· πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα. Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο. Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε. Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ, που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα στα μισοανοιγμένα ενδύματα· γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.