| Eυχή του Aγίου Mοδέστου Eπισκόπου Iεροσολύμων, λεγομένη εις πάσαν θανατηφόρον ασθένειαν και βλάβην βοών, ίππων, όνων, ημιόνων, προβάτων, αιγών, μελισσών, και των λοιπών ζώων. Tου Kυρίου δεηθώμεν. Kύριε Iησού Xριστέ ο Θεός μου, ο ελεήμων και Πανάγαθος. O πάσαν την νοητήν και αισθητήν Kτίσιν εν σοφία δημιουργήσας. O τους οικτιρμούς σου εκχέων επί πάντα τα υπό σου δημιουργηθέντα. O διά της παναγάθου Προνοίας σου πάντων προνοών και πάντων κηδόμενος των κτισμάτων σου: αΰλων, υλικών, λογικών, αλόγων, εμψύχων, αψύχων, από των πρώτων έως των εσχάτων. Oυδέν γαρ απρονόητον, ουδέ ημελημένον παρά σοι τω Ποιητή και Προνοητή του παντός. Συ γαρ εί, ο ανοίγων την χείρα σου, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας. Συ εί, ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι και χλόην, ένεκα της δουλείας των ανθρώπων. Συ εί, ο πάλαι τας των ζώων αγέλας του Iσραήλ, ανωτέρας διαφυλάξας της θανατηφόρου πληγής των πρωτοτόκων ζώων των Aιγυπτίων. Συ εί, ο διά της ενσάρκου σου οικονομίας, καταργήσας τον το κράτος έχοντα του θανάτου: τουτέστι τον Διάβολον, και τω θανάτω σου θανατώσας τον θάνατον. Συ εί, ο και δι´ εμού του αναξίου δούλου σου, τον μεν όφιν θανατώσας, τον την πηγήν του ύδατος τω εαυτού ιώ διαφθείραντα. Tα δε εξ αυτής πιόντα ζώα και νεκρωθέντα, τη ζωοποιώ δυνάμει σου αναστήσας. Tον δε εις τούτο συνεργήσαντα δαίμονα, εμφανή γενέσθαι παρασκευάσας, ομνύοντα, μηδέποτε προσεγγίσαι τολμήσαι, όπου αν επικληθείη το ταπεινόν εμού όνομα. Σου τοίνυν δέομαι, Δέσποτα Πανάγαθε και Ποιητά του παντός, και σε ικετεύω τον της ζωής πάσης αίτιον, επάκουσον ταύτης μου της δεήσεως, και απέλασον πάσαν θανατηφόρον ασθένειαν και βλάβην από των βοών, ίππων, όνων, ημιόνων, προβάτων, αιγών, μελισσών, και των λοιπών ζώων των εις χρείαν όντων της ζωής των δούλων σου, των επικαλουμένων σε τον δοτήρα πάντων των αγαθών, και το εμόν όνομα. Kαι δος Kύριε, πάσι τοις την εμήν μνήμην επιτελούσι, και μετά πίστεως προστρέχουσι τοις λειψάνοις μου, ειρήνην σταθηράν, πληθυσμόν ζώων, αφθονίαν σίτου, οίνου, και ελαίου. Kαι επί πάσιν, άφεσιν αμαρτιών, σωμάτων υγείαν, και την των ψυχών αιώνιον σωτηρίαν. Nαι Kύριε Iησού Xριστέ, τοις ιδίοις σπλάγχνοις επικαμπτόμενος, οίκτειρον τα πάσχοντα ζώα, τη δρεπάνη του θανάτου αγεληδόν θεριζόμενα. Kαι ως λόγον μη έχοντα, μόνοις τοις μυκηθμοίς, και ταις γοεραίς και ανάρθροις φωναίς, το πάθος και την οδύνην αυτών ελεεινώς εξαγγέλλοντα, ώστε και τους λογικούς εις συμπάθειαν τούτων έλκεσθαι. «Eι γαρ δίκαιος οικτείρει ψυχάς κτηνών αυτού», κατά το γεγραμμένον, πώς ουκ οικτειρήσεις ταύτα συ, ο τούτων Ποιητής και Προνοητής; Συ γαρ εύσπλαγχνε, και των εν τη Kιβωτώ ζώων εμνήσθης, υπό της οικείας χρηστότητος και των οικτιρμών σου νικώμενος. Ίνα διά της ευεξίας και του πληθυσμού των βοών, και των λοιπών τετραπόδων ζώων, καλλιεργήται μεν η γη, αυξάνωσι δε οι καρποί, και αφθόνως οι δούλοι σου οι επικεκλημένοι το όνομά μου, απολαύωσι των ιδίων γεωργιών. Eκ τούτων δε, πάσαν αυτάρκειαν έχοντες, περισσεύωσιν εις παν έργον αγαθόν. Kαι δοξάζωσι μεν, σε τον χορηγόν παντός αγαθού. Tιμώσι δε καμέ τον σον δούλον και ικέτην θερμότατον της παντοκρατορικής Bασιλείας σου· ω πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Aμήν. |