[ Η μητέρα ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
Ο τραγικός χωρισμός του πατέρα και της μητέρας είχε μεγάλη επίδραση στη ζωή μου και ίσως ίσως αυτός να με προετοίμασε για το θεατρικό στάδιο. Είχε γίνει υπό περιστάσεις πολύ τραγικές και με ένα πείσμα αφάνταστο κι απ’ τα δυο μέρη.
     Το διαζύγιον δεν ήταν τόσο εύκολο όπως τώρα στα χρόνια μας. Ο πατέρας δεν ήθελε να παραχωρήσει κανένα απ’ τα παιδιά. Η μητέρα αξιούσε εκτός απ’ την επιστροφή της προικός της και τα δυο παιδιά απ’ τα επτά, την μοναχοκόρη της και το ένα απ’ τα έξι αγόρια, εμένα.
     Ένα απόγευμα, κατά συμβουλή του δικηγόρου της, η μητέρα έβαλε δύο μπράβους και την ώρα που έβγαινα απ’ το σχολείο, με βουτάει ο ένας απ’ αυτούς και με βάζει στον ώμο. Έβαλα τις φωνές: «Βοήθεια», σώστε με, είμαι γιος του Μουράτ. Κάποιος κύριος, ξανθός ψηλός, θυμάμαι ακόμη αμυδρώς τη σιλουέτα του, όρμησε με το μπαστούνι ανασηκωμένο. Αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει προ μιας τεραστίας μαχαίρας που επρόβαλε ο ένας απ’ τους μπράβους.
     Με πήγαν στη μητέρα μου.
     Σ’ όλη μου τη ζωή δεν μπόρεσα να ξεχάσω με πόση αγωνία και στοργή μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της. Ο πατέρας, στην αγγελία της απαγωγής μου έγινε θηρίο. Προκήρυξε αμέσως αμοιβή, εκατό λίρες σε κείνον που θα του ’φερνε το παιδί πίσω. Μισή ώρα μετά, το σπίτι που έμενε η μητέρα μου εκυκλώθηκε απ’ όλη τη μορταρία της Σμύρνης. Μεγαλοπρεπέστερο θέαμα δεν μπορούσε να γίνει. Οι μόρτες όλοι εκείνοι που ήσαν δελεασμένοι απ’ την αμοιβή ζητούσαν με κάθε τρόπο να σκαρφαλώσουν και να μπουν στο σπίτι. Και η μάνα μου σ’ ένα παράθυρο του σπιτιού, κρατώντας με το ’να χέρι εμένα και με τ’ άλλο ένα ρεβόλβερ, εφώναζε σαν τρελλή: «Το παιδί, θα το πάρετε σκοτωμένο». Κι εγώ που είχα συνέλθει απ’ την τρομάρα της πρώτης στιγμής και που είχα αρχίσει να συμπαθώ τη μητέρα μου, γιατί μου ’χε τάξει όλα του κόσμου τα παιγνίδια, ιδίως ένα ποδήλατο, ατένιζα το θέαμα αυτό, σαν παράσταση στο μεγάλο θέατρο της Σμύρνης. Εκεί δα κατά το σούρουπο η μητέρα με φευγάτισε από την πίσω πόρτα του σπιτιού. Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα αυτά, και για περισσότερη ασφάλεια, μ’ έντυσαν κοριτσάκι και με μπαρκάρισαν κρυφά για τας Αθήνας. Χοροπηδούσα ολοένα απ’ τη χαρά μου με την ιδέα πως πάω στας Αθήνας, στον τόπο αυτόν που χωρίς να τον γνωρίζω, ποιος ξέρει από ποια αταβιστική διαίσθηση, ενοσταλγούσα τόσο, ώστε ο θείος μου που με συνόδευε μου ’σκασε μια κατακεφαλιά λέγοντάς μου: «Κάτσε βρε διάολε ήσυχος, έτσι δεν χοροπηδάνε τα κορίτσια· θα μας πάρουν μυρωδιά στο τέλος».
     Το πρώτο μου παιδικό όνειρο επραγματοποιείτο. Επατούσα τέλος το πόδι και στην πόλη των ονείρων μου. Ο πατέρας στην απόγνωσή του επάνω που του είχε φέρει η εμπορική του ατυχία με την Ελληνική Κυβέρνηση μας είχε ειπεί «Την κατάρα μου όποιος πάει στας Αθήνας». Μα εγώ παιδί, πού λογάριαζα τέτοια μικροπράματα. Και όμως αργότερα στις τραγικές στιγμές που είχα να αντιμετωπίσω στη ζωή, πόσες φορές δεν στριφογύριζε σαν τρυπάνι στο μυαλό μου η απαισία αυτή φράση του πατέρα μου. Στας Αθήνας επήγα στο σπίτι της θείας μου, αδελφής της μητέρας. Αλλά εκείνη από υπερβολικό φόβο μ’ ενεπιστεύθηκε στη φιλική τους οικογένεια Βάλβη. Εκεί επέρασα τρεις μήνες. Ο ποιητής μας κ. Παλαμάς ήτο τότε αρραβωνιασμένος με την Δα Βάλβη. Κάθε φορά που ερχότανε τον προσφωνούσα όρθιος σε μια καρέκλα.
     Είχα ξετρελλαθεί με τους αξιωματικούς μας και τις στολές των. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τον ενθουσιασμό μου όταν για πρώτη φορά με πήγαν στο Ζάππειον, στο θέατρο «ο Παράδεισος». Αλλά απ’ όλα με είχε μαγέψει το άγαλμα του Πατριάρχη.
     Το σπίτι της θείας ήταν απέναντι σε κάποιο υπουργείο. Περνούσα κάθε μέρα απ’ το Πανεπιστήμιο. Αυτά θυμάμαι αμυδρώς και θυμάμαι ακόμα πως μόλις αντίκρυζα το άγαλμα στεκόμουνα θεατρινικώτατα και ξεφώνιζα: «Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;» κτλ.
     Απ’ τις γρίλλιες του παραθύρου μου εκαμάρωνα σε κάθε επίσημη γιορτή τους υπουργούς να μπαινοβγαίνουν στο υπουργείο με τη ρεδενγκότα και το ψηλό καπέλο. Έλεγα: «Πότε θα μεγαλώσω κι εγώ να το φορέσω». Γι’ αυτό μόλις βγήκα στη σκηνή με το ξύρισμα του μουστακιού μου, έσπευσα αμέσως να παραγγείλω μια ρεδενγκότα και ν’ αγοράσω το πρώτο μου ψηλό καπέλο.
     Το ωραίο μου όνειρο ήλθε να διακόψει μια μέρα το γράμμα της μητέρας στη θεία. Της έλεγε να με στείλει αμέσως πίσω γιατί το δικαστήριο είχε βγάλει απόφαση τα παιδιά όλα να ανήκουν στον πατέρα. Η ημέρα εκείνη ήταν μαύρη για μένα. Έκλαιγα απαρηγόρητα. Όταν έφθασα στη Σμύρνη με παρέλαβε η μητέρα απ’ το βαπόρι.
     Με πήγαινε να με παραδώσει στη Μητρόπολη, απ’ όπου θα με παρελάμβανε ένας θείος μου να με πάει σπίτι. Η μητέρα σ’ όλο το δρόμο έκλαιγε σιωπηλά. Εγώ πονούσα, πονούσα μαζί της. Γιατί δεν με κράτησες, της έλεγα ανάμεσα στο αναφιλητό μου. «Δεν ήταν στο χέρι μου, παιδί μου, το δικαστήριο». Το σιχαμένο αυτό το δικαστήριο, ψιθύρισα ανάμεσα στα δόντια μου.
     Πολλές φορές έπειτα, στις ώρες της μελαγχολίας μου, αναλογιζόμουνα πόσο εγωιστικά μας αγαπούνε οι γονείς μας. Επειδή μας έφεραν στον κόσμο κάνοντας για μια στιγμή το κέφι τους, θέλουν να μας υποτάσσουν όχι μόνον στις ιδιοτροπίες τους αλλά και να μας έχουν έρμαιο στα μίση τους, στα πάθη τους, σ’ όλα τους τα συναισθήματα. Εγώ ένα παιδάκι αδύνατο, ασθενικό, που τόσες φορές, όπως μου ’λεγε η μητέρα μου εσώθηκα απ’ του χάρου τα νύχια, πέρασα ένα σωρό σπασοχολιές και τρομάρες απ’ την υπερβολική αγάπη που μου ’χαν οι γονείς μου (μήπως η μαϊμού δεν πνίγει τα παιδιά της απ’ την πολλή αγάπη;)
     Οχτώ χρόνια έκαμα να ιδώ τη μητέρα μου. Τον πρώτο καιρό μας λέγανε πέθανε η μητέρα σας, νομίζοντας πως μπορούσαν έτσι να την ξερριζώσουνε απ’ την καρδιά μας. Μα μέσα μου ζούσε βαθιά χαραγμένη η εικόνα της γυναίκας εκείνης που περίμενε τρελλή από αγωνία στη γωνιά του δρόμου, να με σφίξει τόσο, μα τόσο στοργικά στην αγκαλιά της προφέροντας τις δυο ολόγλυκες εκείνες λεξούλες «παιδί μου».
     Αν μάθω πως πήγε να τη δει κανείς από σας, έλεγε αγριεμένος ο πατέρας, θα τον σκοτώσω και μου ’ριχνε μια λοξή ματιά, σαν να μάντευε τις σκέψεις μου και να διάβαζε τα αισθήματά μου.
     Οκτώ χρόνια τα χείλη μου δεν είπαν τη λέξη «μάνα». Μια μέρα έμαθα τυχαίως πως ξαναπαντρεύτηκε. Αυτό με πείραξε. Νόμιζα πως με είχε ξεχάσει. Ένα απόγευμα κατά το δειλινό περπατούσα στην προκυμαία με φίλους. Είχα απομακρυνθεί λίγο απ’ την παρέα μου. Κάποιος με φώναξε με τ’ όνομά μου «Μήτσο». Μια γυναίκα που βάδιζε μπροστά μου ακουμπισμένη στο μπράτσο του ανδρός της, στάθηκε απότομα, γύρισε το κεφάλι να με ιδεί. Τα μάτια μας αντικρυσθήκανε για πρώτη φορά.
     Έμεινα καρφωμένος στη θέση μου. Μ’ ένα νεύμα της μου ’πε να την ακολουθήσω. Πήγα ξωπίσω της σαν υπνωτισμένος. Φθάσαμε έως το σπίτι της. Εμπήκε… άφησε την πόρτα μισοανοιγμένη.
     Ετρύπωσα μέσα γοργά σαν κλέφτης… με περίμενε πίσω απ’ την πόρτα… Έπεσα στην αγκαλιά της κι άκουσα ύστερα από οχτώ χρόνια τις ολόγλυκες εκείνες λεξούλες «Παιδί μου, παιδί μου» κι εψιθύριζα ανάμεσα στους λυγμούς μου «Μανούλα, μανούλα, μανούλα μου».
     Λένε πως καλλιεργούνται τα αισθήματα κι ακόμα κι η παροιμία «μάτια που δεν βλέπονται…» Για όλα τ’ άλλα αισθήματα μπορεί αυτό να ’ναι αλήθεια, όχι όμως για την αγάπη στη μάνα. Όσο μας χωρίζει η απόστασις απ’ αυτήν, όσο απομακρύνεται από κοντά μας, τόσο μεγαλώνει, τόσο θεριεύει μέσα μας. Όταν μας λείψει πια για πάντα, τότε τίποτε στον κόσμο δεν την αναπληρώνει. Ίσως να φανεί εγωιστικό, όμως θαρρώ ότι ποτέ δεν βγήκε απ’ το στόμα ηθοποιού η λέξις μητέρα με τόσο πόνο με τόσο σπαραγμό, όσο απ’ τα χείλη μου. Γι’ αυτό δεν εσυγχώρησα ποτέ τον εαυτό μου όταν κάποτε της είπα λόγια σκληρά.
     Εγόγγυζα απ’ τον αβάσταχτο πόνο κι εκείνη προσπαθούσε να με παρηγορήσει. Είναι μοιραίο της είπα να είσαι στο πλάι μου στις πιο τραγικές στιγμές της ζωής μου. Σώπα, μη μου μιλάς γιατί θαρρώ πως φταις εσύ που με γέννησες, και στο μυαλό μου στριφογύριζε η άγρια κατάρα του πατέρα μου. «Αναφέρουν πάντοτε την πατρική κατάρα, ενώ θα ’πρεπε ν’ αναφέρουν επίσης και την υιική», λέγει ο Σπινόζα.
     Όταν είδα να βρυκολακιάζει η ζωή των γονιών μου σε μένα, επίστεψα ότι κάτι ανώτερο τα διέπει όλα και ότι η ζωή μας πηγάζει από μια πηγή πολύ μα πολύ πιο απόμακρη απ’ τη λογική.
     Και όμως δεν εζήτησα ποτέ μου να την αναλύσω. Δεχόμουνα τα καλά της και τ’ ανάποδά της όπως το χωράφι που αφήνει να φυτρώνει και το καλό χορτάρι και τ’ αγριόχορτα. Ο μακαρίτης ποιητής Πασαγιάννης, μύστης κι αυτός άλλοτε της «Νέας Σκηνής» μου είπε μια μέρα αποφθεγματικώτατα:
     – Δεν μου λες, παίζεις με τη ζωή ή αυτή παίζει μέ σένα;
     – Όχι, του απήντησα, ακολουθώ μοιρολατρικά το ρέμα της.
     Όλα τα γεγονότα της ζωής με προετοιμάζανε για το θέατρο, τώρα το βλέπω, πως ήταν σαν μια προπόνησις. Ήταν τόσο πολύ ένα με μένα, τόσο πολύ ενσαρκωμένα, ώστε σε μια τρομαχτική στιγμή που πέθαινε μπροστά μου από συγκοπή κάποιο προσφιλές μου πρόσωπο, και εγώ σαν αλλόφρων έσπευδα να καλέσω τον γιατρό, εσκέφθηκα πως έτσι θα ’πρεπε να κάνω στην πρώτη τυχούσα ευκαιρία, τον θάνατο της συγκοπής εις τη σκηνή.
     Ήμουν στο Βόλο, όταν έφθασε η είδησις του θανάτου της μητέρας μου. Είχε κοντά της το γιο μου τον Αλέκο που τον ελάτρευε και είχε αναλάβει την ανατροφή του και η μοίρα θέλησε ώστε να της κλείσει τα μάτια η Κυβέλη. Επαίζαμε το βράδυ εκείνο Μαμά Κολυμπρί. Οι ηθοποιοί συνεσκέπτοντο πώς να μου το αναγγείλουνε και λέγανε τι παράσταση να κάνουν στην περίπτωση που δεν θα μπορούσα να παίξω. Ήλθε με τρόπο να με προετοιμάσει ο υποβολεύς του θιάσου μας Λ. Απ’ τους πρώτους υπαινιγμούς κατάλαβα αμέσως.
     – Τι ξερομασάς τα λόγια σου, του είπα, πες το καθαρά, «πέθανε η μητέρα μου».
     Να περιγράψω τον πόνο μου, στην αναγγελία εκείνη; Πώς γίνεται; Υπάρχουν λόγια για τέτοιους πόνους; Στα μεγάλα έργα τέχνης μπροστά, στα μεγάλα αισθήματα, πρέπει να σωπαίνουμε.
     Η βουβή δέησις είναι η πιο βαθιά και η πιο κατανυχτική. Όταν πλησίαζε η ώρα της παραστάσεως η Μαρίκα μας με ρώτησε αν θέλω να δώσωμε άλλη παράσταση. Γιατί; της απήντησα. Θα παίξουμε τη Μαμά Κολυμπρί. Έτσι το θέλει κάποια ανώτερη δύναμις!
     Στη σκηνή της μητέρας και του γιου, όταν επρόφερα τα λόγια «Είσαι μητέρα μου» «Κι ένα παιδί δεν έχει το δικαίωμα να καταδικάζει τη μητέρα του…» δεν πρόφθασα να τελειώσω για δεύτερη φορά τη λέξη μητέρα, και λίγο έλειψε να πνιγώ στους λυγμούς. Μου ’σφιξε η Μαρίκα δυνατά το χέρι και συνήλθα. Για κείνη τη στιγμή μόνον δικαιώνω λίγο τον Diderot που λέγει ότι ο ηθοποιός πρέπει να είναι μόνον τέχνη. Ναι, στον αληθινά μεγάλο πόνο, μπορεί να βλαφτεί η τέχνη αλλά διαφωνώ σ’ όλα τ’ άλλα σημεία με τον φίλτατόν μου Diderot περί του αν πρέπει να αισθάνεται ο ηθοποιός και για το θέμα αυτό θα μιλήσω εκτενέστερα σε άλλο κεφάλαιο.
     Όταν τελείωσε η πράξις εκείνη της Μαμά Κολυμπρί επήγα στο καμαρίνι της Μαρίκας, έπεσα στην αγκαλιά της κι έκλαιγα απαρηγόρητα.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)