[ Πρώτη δουλειά ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
Και ποιος δεν μελαγχόλησε στη ζωή όταν ανεπόλησε τα μαθητικά του χρόνια, ποιος δεν δάκρυσε· ω μαθητούδια, μη βιάζεσθε να τελειώσετε το σχολείο, μην προσμένετε σαν τρελλοί την ώρα που θα ριχθείτε στην κοινωνική βιοπάλη, που θ’ απαλλαγείτε απ’ τον μαθητικό ζυγό και θα απελευθερωθείτε απ’ την κηδεμονία των γονέων σας.
     Να εύχεσθε ν’ αργήσουν όλα αυτά. Να μένετε καλύτερα και δυο και τρία χρόνια στην ίδια τάξη. Ναι, καλύτερα να απορρίπτεσθε στις εξετάσεις σας για να βαστά πολύ, μα πολύ καιρό η μαθητική σας ζωή. Οι ξύλινοι πάγκοι του σχολείου είναι πούπουλα μπροστά σ’ αυτούς που θα βρείτε στην κοινωνία ν’ αναπαύετε το κοπιασμένο σας κορμί.
     Μέσα στα ωραία μαθητικά μου χρόνια, το θέατρο δεν έφυγε ούτε μια στιγμή απ’ τον νου μου. Στις διακοπές μας παρακολουθούσα τακτικώτατα τους διαφόρους ελληνικούς θιάσους που ήρχοντο στη Σμύρνη. Τρελλαινόμουν για τα δράματα. Η κωμωδία δεν μ’ ενθουσίαζε και τόσο, εκτός, αν ήταν Μολιέρος. Τις περισσότερες φορές το ’σκαζα κρυφά, παραγέμιζα το κρεβάτι μου με διάφορα ρούχα, το ’φτιανα με τρόπο σαν να φαίνεται ότι κοιμάται κάποιος κάτω απ’ τα σκεπάσματα γιατί ο πατέρας μου γυρίζοντας απ’ τη λέσχη συνήθιζε να ανοίγει κάποτε την πόρτα του δωματίου μας, για να πιστοποιήσει αν κοιμόμαστε.
     Πηδούσαμε με τον αδελφό μου Ντικ τον τοίχο του κήπου μας και στην επιστροφή μας ειδοποιούσαμε την υπηρέτριά μας με τρία σφυρίγματα για σύνθημα να μας ανοίξει. Όλα μας τα χειμωνιάτικα ρούχα, παπούτσια και τα τοιαύτα περνούσαν στα χέρια των Eβραίων. Τι γινότανε κατά τα απογευματάκια, όταν οι Eβραίοι ξεφώνιζαν κάτω απ’ τα παράθυρά μας με κείνη την ιδιόρρυθμη φωνή τους. «Αγοράζει παλιά ρούχα, παλιά παπούτσια». Κωμικώτερη σκηνή, δεν μπορεί ποτέ να γραφεί. Κάποτε στην τρέλλα μας, πουλήσαμε ένα ζευγάρι παπούτσια του πατέρα. Τι έγινε όταν ο πατέρας ανεκάλυψε την εξαφάνιση των υποδημάτων του και όταν του ομολογήσαμε τον προορισμό τους δεν λέγεται. Τα χρήματα όλα που βγάζαμε απ’ τις σημιτικές μας αυτές επιχειρήσεις πήγαιναν όλα στο θέατρο. Όταν αργότερα τα διηγήθηκα στον Κοτοπούλη μου είπε: Έπρεπε να μου το ’λεγες, θα σου επέτρεπα την είσοδο δωρεάν.
     – Μα αυτό, του λέω, δεν ήθελα. Αγαπώ τόσο πολύ το θέατρο, που το θαρρώ καθήκον μου να το υποστηρίζω και με το τελευταίο μου απομεινάρι.
     Η πρώτη μου νεανική ερωτική ανοησία έγινε εμπόδιο στο δικηγορικό μου στάδιο. Αν μπορούσαμε προς στιγμήν να φαντασθούμε πόσο ο χρόνος εκμηδενίζει και γελοιοποιεί τον έρωτα, ούτε ένας άνθρωπος εις την υφήλιον δεν θα έκανε τη βλακεία ν’ αυτοκτονήσει από έρωτα.
     Και όμως, τι εποχή εκείνη!
     Τι ενθουσιασμοί, τι παλμοί, τι τρέλλες, τι ζωή, τι σφρίγος, τι ποίησις, τι σερενάτες, τι λόγια ωραία, τι γράμματα φλογερά, τι δάκρυα πύρινα, τι όρκοι, τι όνειρα μελλοντικά, τι υποσχέσεις… Τι… τι… σαπουνόφουσκες… τι ψευτιές… Πώς όλα αυτά διαλύονται σαν καπνός μπρος στη σκληρή πραγματικότητα;
     Θα ήμουν τότε 18 ετών. Είχε ιδρυθεί στη Σμύρνη η Société des Faux. Παρουσιάστηκα στον διευθυντή και ζήτησα θέση. Μετά πρόχειρη εξέταση, με προσέλαβον και μ’ έστειλαν επάνω στην εργοληπτική εργασία εις τα Λουτρά της Αρτέμιδος.
     Τα ταξί ήσαν όνειρα τότε. Αλλά ούτε τραίνο επήγαινε έως εκεί. Παίρναμε κάθε πρωί τα πόδια στον ώμο.
     Έβαζα ένα ζευγάρι μπότες (ήμουν σαν παπουτσωμένος γάτος) και ξεκινούσα στις πέντε το πρωί μ’ ένα φαναράκι στο χέρι. Μισή ώρα ποδαρόδρομο. Ανταμωνόμουνα με τους εργάτας:
     – Καλημέρα σιορ Δημητράκι.
     Εγώ τεντωνόμουνα… «Γεια σας παιδιά».
     Εκρατούσα τους λογαριασμούς εις τας πληρωμάς των εργατών. Αλλά ήταν τρομερά δύσκολη και μπερδεμένη δουλειά· ιδίως για μένα που δεν είχα καμιά σειρά και τάξη στις ιδέες μου κι έτρεφα πάντοτε απέχθεια στους αριθμούς.
     Κάθε Σάββατο εστέλνετο εις το κεντρικόν ταμείον «La feuille de paye». Τη Δευτέρα την εγύριζε πίσω ο Ταμίας πάντα εσφαλμένη, πότε ένα φράγκο λάθος, πότε δύο, πότε 30 λεπτά.
     Έπρεπε ν’ αρχίσω το μαρτύριο εκείνο απ’ την αρχή. Ήταν διηρημένη η εργασία σε τμήματα και ο μηχανικός έπαιρνε εργάτας από το ένα τμήμα και τους μετέφερε στο άλλο. Εγενόνταν, λοιπόν, ένα μπέρδεμα τρομερό. Ένα τέταρτο ημερησίας εργασίας στο τάδε τμήμα, τρία τέταρτα στο τάδε. Σωστός κυκεών. Τα είχα χάσει κυριολεκτικώς.
     Εσκύλιαζα όταν συλλογιζόμουν ότι με τυραννούσαν έτσι για τριάντα ψωρόλεπτα.
     Έλεγα, να τα βάλω απ’ την τσέπη μου να τελειώνει η φασαρία. Κι όλα αυτά, για δυο ψωροεικοσόφραγκα το μήνα!
     Ο ρόλος αυτός άρχισε να με κουράζει. Αν και περνούσαμε εκεί με τους αρχιεργάτες τους Φραντσέζους και Ιταλούς ζωή χαριτωμένη. Ένας από αυτούς, Γάλλος Ριμπώ, όταν πηγαίναμε για κολατσό εφώναζε δυνατά με τη συνηθισμένη γαλλική φανφαρονάτα του, «Νά κι ο βάτραχος!» επειδή δεν έπινα κρασί και δεν τους πολυέκανα παρέα. Δεν το ’κανα από ακαταδεξιά. Ήμην τόσο καταδεκτικός και τόσο περιποιητικός σ’ όλους τους εργάτας, ώστε σχεδόν ποτέ δεν εσημείωνα τα πρόστιμα που στο θυμό του επάνω με διέταζε ο μηχανικός να τους βάζω.
     Πόσες φορές μου έλεγε:
     – Μυράτ, είσαι πολύ επιεικής, καταστρέφεις την πειθαρχία, μου χαλάς τους εργάτας μου.
     Μα πώς μπορούσα, να πίνω κρασιά, και να γλείφω τα δάχτυλά μου τρώγοντας βατράχους όπως αυτοί εγώ, ένα παιδί που είχα ζυμωθεί με τόσα ιδανικά στον κόσμο, και που ζητούσα ν’ απομονωθώ για να γράψω ένα ωραίο ποίημα, ή ένα γραμματάκι ερωτικό στην Έλλεν μου.
     Όταν μια μέρα βγήκαν όλα στη φόρα και διάβασε η μητέρα της τα γράμματά μου, ομολόγησε κι αυτή η ιδία, όπως μου είπε κάποιος φίλος μου, «Α! το διάβολο, με τέτοια γράμματα μπορούσε να ξελογιάσει και μένα ακόμη». Μου μένει χαραγμένος στη μνήμη μου ένας από τους πολλούς στίχους που έγραψα:

Oh chères étoiles dans votres scintillement
je reconnais de mon coeur un battement.

Είχα τότε την κακή έμπνευση να γράψω το πρώτο μου και ελπίζω και τελευταίο δράμα. Επί ένα ολόκληρο καλοκαίρι εβασάνιζα τον παλαίμαχο και σεβαστό συνάδελφό μας Νιόνιο Ταβουλάρη να το διαβάσει και να μου το παραστήσει. Μα και κείνος με βασάνισε όχι ολιγότερο. Με απέφευγε συστηματικά. Μια μέρα τον ανταμώνω στο βαποράκι που πήγαινε στο Κορδελιό. Εκεί πια δεν μπορούσε να μου ξεφύγει.
     – Δεν μου είπατε τας εντυπώσεις σας για το δράμα μου.
     Ο Νιόνιος έριξε ένα απλανές βλέμμα στον ορίζοντα. Για δυο τρία λεπτά προσποιήθηκε τον αφηρημένο κατά τη συνήθειά του. Έπειτα εγύρισε και με κοίταξε κατάματα.
     – Ξέρεις, μου είπε, πουλάκι μου, είναι δυσκολότερο να κάνεις ένα δράμα από έναν Παρθενώνα. Κι είναι προτιμότερο για ένα έθνος ένα μεγάλο δραματικό έργο από έναν μεγάλο στόλο.
     Τα Πυθαγόρεια αυτά αποφθέγματα μου ήσαν αρκετά. Δεν επρόσθεσα ούτε λέξη. Μόνο κάποτε στη ζωή μου που μου ’ρθε ξανά η λόξα να επιχειρήσω να επαναλάβω το νεανικό μου αυτό έγκλημα, όταν προχώρησα στην τρίτη σκηνή του έργου μου μου ’ρθαν στο νου μου τα χρυσά λόγια του Ταβουλάρη, άρπαξα τα χαρτιά που ’χα μπροστά μου και τα ’κανα κομμάτια.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)