[ Αλεξάνδρεια, 1897 ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
Μέσα στην τρέλλα και τη νεανική αφροντισιά πέρασα τον πρώτο χρόνο της αποφοιτήσεώς μου απ’ το σχολείο.
     Η ερωτική μου περιπέτεια είχε γίνει πια γνωστή στους γονείς και των δυο μας. Άρχισε να παίρνει μορφή σκανδάλου. Αποφασίσαμε εκ συμφώνου με την Έλλεν να πάω για λίγο καιρό ένα ταξιδάκι. Έτσι, θα μπορούσε να κατευνασθούνε κάπως τα πνεύματα.
     Μεγάλη Εβδομάδα ταξίδευα για την Αλεξάνδρεια. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι του πατέρα απελπισμένος να βρω τύχη αλλού. Το ταξίδι μου ήταν πολύ πληκτικό και μελαγχολικό. Την ημέρα της αναχωρήσεώς μου κυκλοφορούσαν ένα σωρό δυσάρεστα εις βάρος μας για τον πόλεμο. Φθάσαμε Δευτέρα του Θωμά. Στο βαπόρι επάνω μάς ήλθαν τα δυσάρεστα νέα της υποχωρήσεως του στρατού μας στο Δομοκό. Ήταν απερίγραπτη η κατήφεια όλων. Το πένθος της Εθνικής μας συμφοράς μάς έσφιγγε την καρδιά. Είδα πολλούς απ’ τους συνταξιδώτας μου να κρατούν με δυσκολία τα δάκρυα.
     Εβγήκα στην Αλεξάνδρεια με το πένθος στην καρδιά. Είχα τόση αγωνία… τόση ανησυχία. Ο πατέρας με είχε εφοδιάσει με όσα χρήματα θα μου εχρειάζοντο να μείνω δεκαπέντε μέρες μόνον και κατόπιν να επιστρέφω. Μα, εγώ είχα πάρει την απόφαση να αποκατασταθώ για πάντα. Ένα δυο φορεσιές, μερικά ασπρόρουχα, ένα γράμμα συστατικό στον πράκτορα του Χατζή-Δαούτ Ισμηρίδη και λίγο χαρτζηλίκι ήταν όλη μου η περιουσία. Από το βαπόρι τράβηξα κατ’ ευθείαν στο πρακτορείον Χατζή-Δαούτ. Έβλεπα με απορία μου όλα κλειστά, γραφεία καταστήματα, όλα. Δεν ήξερα πού να τ’ αποδώσω. Αργότερα έμαθα ότι η Δευτέρα ημέρα του Πάσχα εορτάζετο απ’ όλους, ξένους και ιθαγενείς, ως εθνική εορτή. Αυτό χειροτέρευε την αγωνία μου και μ’ έριχνε σε κάποια αλλόκοτη ψυχική κατάσταση. Έβαζα με το νου μου ένα σωρό φαντασίες. Τέλος έφθασα στο πρακτορείο. Ο Ισμηρίδης ήταν μόνος στο γραφείο. Του έδωκα τη συστατική. Με κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του και μου είπε:
     – Έρχεστε σε πολύ άσχημη εποχή. Δύσκολα θα βρείτε δουλειά.
     Ένοιωσα μια λιγοψυχιά. Τα μάτια μου εθόλωσαν. Τον είδα που με λυπήθηκε.
     – Ξέρετε γαλλικά;
     – Πολύ καλά, είμαι τελειόφοιτος της Γαλλικής Σχολής των Μυκηταριστών.
     – Ωραία… Αγγλικά;
     – Τα αγγλικά λιγότερο απ’ τα γαλλικά, αλλά ξέρω.
     – Εμπορικά;
     – Εσπούδασα λίγο, αλλά σας ομολογώ ότι δεν είμαι και τόσο δυνατός γιατί σ’ αυτό το είδος είμαι τρομερά ξεροκέφαλος, δεν μπόρεσα ποτέ μου να τα νοιώσω και εκτός αυτού από τη θεωρία ώς την πρακτική είναι μεγάλη απόσταση.
     Εκούνησε το κεφάλι του επιδοκιμάζοντας την παρατήρησή μου αυτή. Έμεινε σκεπτικός για λίγα λεπτά. Η καρδιά μου κτυπούσε να σπάσει. Έλεγα μέσα μου: Θεέ μου ας μ’ έπαιρνε υπάλληλό του.
     – Έχεις καλό γραφικό χαρακτήρα;
     – Ω, αρκετά καλό.
     – Έλα μαζί μου.
     Με πήγε κατ’ ευθείαν στο γραφείο ενός φίλου του δικηγόρου Ρηγάδη. Τον ευρήκαμε κατά καλή μου τύχη εκεί. Έγινε η σύστασις.
     – Καλλιγράφεις; μ’ ερωτά ο δικηγόρος.
     – Αρκετά καλά, του απήντησα και σκέφθηκα «Νά που χρειάστηκε και το μάθημα της καλλιγραφίας». Έγραψα δυο τρεις σειρές. Εβρήκε το χαρακτήρα μου αρκετά καλόν.
     – Θα σας δίνω, μου λέει, σαράντα φράγκα το μήνα.
     Κατάπια λίγο το σάλιο μου.
     – Σαράντα φράγκα, είπα μέσα μου, πώς θα ζήσω;
     Εψιθύρισα ένα ξεψυχισμένο: «Ευχαριστώ».
     Επήγαμε με τον Ισμηρίδη πίσω στο γραφείο του. Μου ’δωκε έναν απ’ τους υπαλλήλους του να με τοποθετήσει.
     – Αυτός θα σου φανεί πολύ χρήσιμος, μου λέει.
     Στο δρόμο επιάσαμε κουβέντα μαζί. Του είπα το οικογενειακό όνομα της μητέρας μου. Ξαφνίστηκε.
     – Τον Νικολάκη του Κούμανη τι τον έχεις;
     – Είναι θείος μου, του απαντώ.
     – Ε, μα έτσι πες μου, παιδί μου, με τον Νικολάκη φάγαμε ψωμί κι αλάτι. Τι γλεντζές, μωρέ παιδί μου. Αυτός αναστάτωνε την Αθήνα με τις τρέλλες του. Πού είναι τώρα;
     – Στη Ρουμανία, του είπα.
     Πιάσαμε φιλία.
     Μου βρήκε ένα δωμάτιο. Είκοσι φράγκα το μήνα. Κατόπιν με πήγε σε κάποιο ρεστωράν.
     – Εδώ μπορείς να πληρώνεις και με το μήνα. Επειδή είσαι νέος και άμυαλος καλά θα κάνεις να προπληρώσεις. Να εξασφαλίσεις ενός μηνός φαγητό.
     – Ναι, έτσι θα κάνω, του απήντησα. Με σύστησε στον ξενοδόχο κι έφυγε.
     Είχα το όλον σαράντα φράγκα στην τσέπη. Τα είκοσι, τα είχα κιόλας δώσει στο δωμάτιο. Λέγω του ξενοδόχου:
     – Έχω κάποια οικογένεια συγγενική, που μπορώ να τρώγω κάθε μεσημέρι εκεί, σας πειράζει να σας δώσω είκοσι φράγκα και να τρώγω μόνον το βράδυ εδώ;
     Εδέχτηκε. Εγώ ανέπνευσα. Του έδωσα τα είκοσι φράγκα κι έφυγα ευχαριστημένος που είχα εξασφαλίσει τη ζωή μου για ένα μήνα τουλάχιστον.
     Κάθισα κι έγραψα ένα γράμμα στον πατέρα μου ότι δεν θα γύριζα στη Σμύρνη και ότι είχα πάρει οριστικά την απόφαση να εγκατασταθώ στην Αίγυπτο και ότι μόλις έβαλα το πόδι μου εκεί, βρήκα θέση αμέσως.
     Εν τω μεταξύ έγραψα στον αδελφό μου Ιωσήφ, στας Ινδίας, και του εξιστόρησα τα πράγματα με τη γυμνή τους αλήθεια, ζητών να με συνδράμει στη δύσκολη αυτή στιγμή της ζωής μου.
     Τις πρώτες μέρες ο ρόλος αυτός του Μποέμ μ’ άρεσε λίγο. Η ιδέα να υποβάλω τον εαυτό μου στη στέρηση, να ταλαιπωρηθώ λίγο στη ζωή, να παλαίψω μ’ αυτήν, ώσπου να γίνω κάτι με δυνάμωνε, μου ’δινε μια ενδόμυχη ευχαρίστηση και μια κρυφή ικανοποίηση στον εγωισμό μου. Έγραψα ευθύς στην Έλλεν με λόγια ενθουσιώδη για τα πρώτα μου επιτυχημένα βήματα. Έγραψα, ξανάγραψα, αλλά καμιά απάντηση. Η απογοήτευση άρχισε να σιγοδουλεύει σαν το σάρακα. Ο ενθουσιασμός μου χάθηκε. Ολοένα στριφογύριζαν στο μυαλό μου οι στίχοι αυτοί του Βύρωνος απ’ το «Hours of Idleness»:
 
             I loved – but those I loved are gone;
             Had friends – my early friends are fled;
             How cheerless feels the heart alone,
             When all its former hopes are dead.
 
             Αγάπησα, μ’ αυτούς π’ αγάπησα πια πάνε
             Είχα φίλους, οι παιδικοί μου φίλοι χάθηκαν
             Πόσο θλιμμένη είναι η καρδιά μονάχη
             Όταν όλες οι περασμένες της ελπίδες έχουν πεθάνει.
 
Εξύπνησε άγρια απειλητική μπροστά μου η πραγματικότης με τη σκελεθρωμένη μορφή της. Η πείνα άρχισε να με θερίζει, η στέρησις μάλιστα του τσιγάρου μου ’φερνε σκοτοδίνη.
     Ο πατέρας μου μού το ’χε ξεκόψει στο ένα και μόνο του γράμμα, ότι δεν είχα να περιμένω πεντάρα απ’ αυτόν αν δεν γύριζα σπίτι. Ο αδελφός μου αργούσε να μου απαντήσει. Από την Έλλεν ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ένοιωσα για μια στιγμή τον εαυτό μου μόνο, ολομόναχο, εγκαταλελειμμένο. Άρχισα να φοβούμαι τη ζωή.
     Τι θα γίνω; Ένα απαίσιο ερωτηματικό στριφογύριζε στη σκέψη μου. Κάποιο απογευματάκι καθόμουν στο γραφείο σκυθρωπός, όταν έξαφνα μπαίνει ένας ηλικιωμένος κύριος, κάπως φτωχικά ντυμένος, αλλά ευγενικός πολύ στην εμφάνισή του. Κρατούσε στα χέρια του μερικά πακέτα τσιγαρέττα.
     – Θέλετε, μου λέει με φωνή συνεσταλμένη, ν’ αγοράσετε τσιγαρέττα;
     – Λυπούμαι πολύ, του απαντώ, αλλά δεν καπνίζω.
     Αλλά το «δεν καπνίζω» το ετόνισα με τέτοιο τρόπο, σαν όλα μαζί να ξεφώνιζαν: «Για το Θεό, δώστε μου ένα τσιγάρο».
     Έκανε να φύγει, έπειτα κοντοστάθηκε· λες και είχε νοιώσει κάτι στον τόνο της φωνής μου. Με κοίταξε κατάματα.
     Η εξεταστική εκείνη ματιά του μ’ αναστάτωσε. Άφησα κατά μέρος την ντροπή.
     – Ακούστε, του λέω με φωνή βραχνή, σαν να μ’ έπνιγε κάποια αγανάκτηση για την ομολογία που άθελα μου ’ρχόταν στο στόμα· σας είπα ψέματα πριν· καπνίζω και καπνίζω μανιωδώς, αλλά δεν έχω τα μέσα ν’ αγοράσω ούτε ένα τσιγάρο.
     Το πρόσωπό του έλαμψε. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε κοντά μου.
     – Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, παιδί μου; Είμαι ο Μπερνουδάκης. Είχα την πρώτη μπύρα στας Αθήνας. Θα ’χεις ακουστά για μένα;
     – Όχι· δεν είμαι απ’ τας Αθήνας. Επήγα κάποτε εκεί μικρός. Αλλ’ έχω συγγενείς εκεί. Κάποιο θείο μου, τρομερό γλεντζέ, τον ξέρει όλη η Αθήνα, ο Νίκος ο Κούμανης.
     – Είσαι ανεψιός του Κούμανη; Έτσι πες βρε παιδί μου. Τι γίνεται; Τον χάσαμε ξαφνικά απ’ τα μάτια μας.
     – Είναι στη Ρουμανία.
     – Λεβεντόπαιδο αλήθεια, καλή του ώρα. Ας είναι. Εγώ που λες παιδί μου, δεν είχα μυαλά, γι’ αυτό κατάντησα σ’ αυτά τα χάλια να πουλώ τσιγαρέττα στους δρόμους. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είχα χρυσά νιάτα. Να χαίρεσαι που γνωρίζεις τη ζωή από μικρός και καταπιάνεσαι μ’ αυτήν στο πάλεμα. Μια μέρα θα τη νικήσεις και θα θριαμβεύσεις. Μα όταν σου ’ρχεται έτσι από μιας αρχής εύκολη η ζωή, πώς να τη γνωρίσεις; Φαντάζεσαι πως έτσι θα πάει ώς το τέλος κι όταν μια μέρα έρχεται ξαφνικά να σου επιτεθεί, δεν έχεις τη δύναμη να της αντισταθείς και τότε σε ξαπλώνει χάμω για καλά που να μην μπορείς πια να σηκωθείς.
     Τα λόγια του δυστυχισμένου ανθρώπου μού τόνωσαν την ψυχή μου και με γέμισαν δύναμη και θάρρος. Κι αλήθεια την αισιοδοξία, τη συντρέχει πάντα η τύχη.
     Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα αυτά λαμβάνω επιστολήν του αδελφού μου Ιωσήφ απ’ τας Ινδίας, που μου ’λεγε ότι μου στέλνει 4 λίρες και ότι θα εξακολουθήσει να μου στέλνει αυτό το ποσόν μέχρις ότου αποκατασταθώ. Την ημέρα εκείνη χοροπηδούσα ολόκληρος απ’ τη χαρά μου. Αγόρασα απ’ τον Μπερνουδάκη 4 κουτιά τσιγάρα, κάθε λίρα και κουτί.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)