[ Επιστάτης στο λατομείο του Σιμπίν-ελ-Κανάτερ ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
Έμεινα στον δικηγόρο Ρηγάδη έξι μήνες. Εν τω μεταξύ όμως ζητούσα να βρω θέση πιο προσοδοφόρο, πρώτον γιατί η θέσις του clerc d’avocat δεν είχε κανένα μέλλον και δεύτερον γιατί ο παμπόνηρος εκείνος δικηγόρος είχε μυριστεί το επίδομα του αδελφού μου και ευθύς από τον δεύτερο μήνα άρχισε να μου καθυστερεί τον γλίσχρο μισθό που μου έδινε.
     Εγνώρισα τότε την οικογένεια Κάζιρα με την οποίαν είχα και κάποιο μακρυνό συγγενικό δεσμό. Η κυρία Κάζιρα με πήρε ευθύς από καλό μάτι, έδειξε μεγάλη συμπάθεια και μεγάλο ζήλο για την αποκατάστασή μου.
     Μια μέρα μου λέει:
     – Δεν πας να ρίξεις και μια ματιά έως το Κάιρο. Ίσως εκεί να επιτύχεις καλύτερα. Θα γνωρίσεις και τον μεγάλο μου γιο τον Αλέξανδρο. Είναι καλό παιδί και θα σε υποστηρίξει.
     Μ’ εφοδίασε μ’ ένα γράμμα συστατικό στο γιο της και πήρα το τραίνο για το Κάιρο.
     Ο Αλέξανδρος Κάζιρας ήταν αληθινά χρυσός άνθρωπος. Με δέχθηκε πολύ ανοιχτόκαρδα. Ειργάζετο ως υπάλληλος του Υπουργείου των Εσωτερικών και διηύθυνε ολόκληρο λατομείον.
     – Θα σε πάρω, μου λέει, μαζί μου. Είναι ανάγκη να μάθεις τ’ αραβικά· θα σου χρησιμεύσουν πολύ και αν μάλιστα τα καταφέρουμε να σε χώσουμε σε καμιά κυβερνητική θέση, είναι απαραίτητα.
     Ξεκινάμε λοιπόν κι οι δυο για το λατομείο. Ήταν κοντά στο χωριό Σιμπίν-ελ-Κανάτερ. Κάμποση ώρα σιδηρόδρομος κι από κει πάλι καμιά ώρα δρόμος, με συμπάθιο, με τα γαϊδουράκια.
     – Τώρα που θα πάμε εκεί, μου λέει, ενώ ταλαντευόμαστε στη σέλα των ταξί της εποχής εκείνης, αυτός λιγνός και ψηλούτσικος σαν Δον Κιχώτης κι εγώ κοντός σαν τον Σάντσο, θα στείλω μια αναφορά στο υπουργείο ότι χρειάζουμαι κι ένα βοηθό στο λατομείο, να με αντικαθιστά ιδίως τις μέρες που είμαι υποχρεωμένος να κατεβαίνω στο Κάιρο και να παρουσιάζουμαι στο υπουργείο.
     Η τρόμπα του ενός από τα ταξί μας εκείνη τη στιγμή άρχισε να γκαρίζει δαιμονιωδώς.
     – Τα βλέπεις; Είπα υπουργείο και γκαρίζει· ποιος ξέρει ποιον υπουργό να θυμήθηκε…
     Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια με τ’ αστείο του.
     Το Σιμπίν-ελ-Κανάτερ, είναι όπως όλα τα χωριά της Αιγύπτου, ομοιόμορφα, χυμένα όλα στο ίδιο καλούπι. Τρώγλες, σε σχήμα κωνοειδές, σαν τρούλλοι, και άλλες πάλι τετράγωνες που ’χουν για σκεπή τους λασπόψαθες.
     Τα ελληνικά μας σπιτάκια στα πιο μικρά μας χωριουδάκια είναι παλάτια εν συγκρίσει μ’ αυτές. Και όμως τι φιλεργία, τι εργατικότης, τι αέναος κίνησις, τι άοκνο σύρτα φέρτα. Εργατικώτεροι κι απ’ τα μυρμήκια.
     Ήταν Αύγουστος, αλωνίζανε. Ο ήλιος έψηνε και την πέτρα. Ανταλλάσσαμε με τους εργάτες στο δρόμο τούς τόσο πλούσιους στην αραβική γλώσσα χαιρετισμούς. Έλεγα κι εγώ όσα είχε αρπάξει τ’ αυτί μου ναάραξ-σαΐντ (καλημέρα), ζάγιακ (τί κάνεις), ελ χάμντου λιλά τάγιπ (δόξα να ’χει ο Θεός, καλά), μου απαντούσαν εκείνοι. Πάει, τελείωσε, κοντεύω να τα μάθω ξεφώνιζα χοροπηδώντας στη σέλα μου. Ο Αλέξανδρος ήταν λιγόλογος και σοβαρός.
     – Είναι πολύ δύσκολη γλώσσα, μου λέει, θα το ιδείς αργότερα.
     Σου συνιστώ όμως, να είσαι μ’ αυτούς τους ανθρώπους προσεκτικός. Τώρα για την ώρα διασκέδαζε, αλλ’ όταν θα πάμε εκεί στο λατομείον, πρόσεξε να μη δίνεις θάρρος σε κανένα. Δεν υπάρχουν θρασύτεροι άνθρωποι απ’ αυτούς. Για μένα όμως, τη στιγμή εκείνη όλα γύρω μου, μέσα μου, ήταν μια ωραία κωμωδία. Έπρεπε η ψυχή μου να ευθυμήσει, να γελάσει. Δεν μπορούσαν να με συγκρατήσουν οι επίσημες αυτές διατυπώσεις.
     Έξω από το χωριό, ώς πεντακόσια μέτρα, σ’ ένα μικρό ύψωμα επάνω εφαίνοντο τα δύο τσαντήρια μας. Στο αντίκρυσμά τους, θάρρεψα πως παίζω το ρόλο του Ναπολέοντος. Τραβώ τα γκέμια του αχαμνόοντά μου, αναστηλώνομαι στους αναβολείς και στρεφόμενος στον Κάζιρα, ανεφώνισα: Soldats du haut de ces pyramides! Quarante siècles vous contemplent. (Στρατιώται απ’ το ύψος αυτών των πυραμίδων σαράντα αιώνες σάς ατενίζουν).
     Δεν μπόρεσε να κρατήσει περισσότερο το σοβαρό του ύφος και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
     – Το ένα απ’ τα τσαντήρια, μου λέει ο Αλέξανδρος, είναι για τον αρχιεργάτη μου· θα τον στείλω να κοιμάται στο χωριό και θα το κάνεις δικό σου.
     Η ιδέα πως θα ’χω τη βίλλα μου, πως θα την στολίσω όπως ήθελα εγώ και θα ζω εκεί σαν άρχοντας, με πλημμύριζε χαρά.
     Η επίπλωσις όλη του τσαντηριού ήταν: ένα είδος σομιέ από χώμα ώς μια σπιθαμή πάνω απ’ το έδαφος, όπου απλώσανε το στρώμα μου που φρόντισε ο Αλέξανδρος να φέρουν απ’ το Κάιρο, ένα καντηλέρι από κείνα με τον γλόμπο για να προφυλάγουν το κερί απ’ τον αέρα, πάνω σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι, και δυο καρέκλες. Ενθουσιάστηκα. Σπαρτιατική λιτότης, ανεφώνησα.
 
             Άγετ’ ω Σπάρτας ευάνδρου
             κούροι πατέρων, πολιατάν
             λαιά μεν ίτυν προβάλλεσθε
             δόρυ δ’ ευτόλμως βάλλετε
             μη φειδόμενοι τας ζωάς
             ου γαρ πάτριον τα Σπάρτα.
 
– A propos, θα σε παρακαλέσω αγαπητέ μου Αλέξανδρε, ν’ αφήσεις για λίγο τις σοβαρές ασχολίες και ν’ ακούσεις αυτό που μου συνέβη με το αρχαίο αυτό εμβατήριο. Είχαμε το μάθημα της φιλολογίας, δευτέρα ή τρίτη Γυμνασίου, δεν θυμούμαι ακριβώς. Καθηγητής μας ένας κάποιος σχολαστικώτατος ονόματι Ευσταθόπουλος.
     – Ποιος από σας θα μπορέσει να μου το πει αυτό μ’ έξαρση, με τον αρμόζοντα προς το εμβατήριον ενθουσιασμόν;
     Εσήκωσα το δάχτυλο γοργά μη με προλάβει άλλος.
     – Α! εσύ, μου λέει, με χαμόγελο ειρωνικό, γιατί δεν με πολυχώνευε. Άιντε, λοιπόν, να δούμε πώς θα τα καταφέρεις.
     Αρχίζω με στόμφον θεατρικώτερον κι απ’ αυτόν τον μακαρίτη Ανδρονόπουλον: «Άγετ’ ω Σπάρτες ευάν…» δεν πρόφθασα να τελειώσω το «δρου» και ακούω προς μεγάλην μου κατάπληξη τον καθηγητή μου να μου λέει, ενώ κτυπούσε τα γυαλιά του με το ’να χέρι στ’ άλλο:
     – Κάθισε κάτω, κάθισε κάτω, να μη φας χαστούκια… Πού νόμισες παιδί μου πως βρίσκεσαι, στο θέατρο; Κάθισε κάτω, ανόητε.
     Εζεματίσθηκα. Περίμενα επαίνους, επιδοκιμασίες και χειροκροτήματα ακόμη απ’ τους συμμαθητάς μου και εδέχτηκα την επιτίμηση αυτή του καθηγητού σαν να με ζεματίσανε με καυτό νερό. Μπήκαμε στα τσαντήρια.
     – Νίψου λίγο, κάνε την τουαλέττα σου τώρα και κατόπιν θα πάμε στο λατομείο.
     Έπιασα ευθύς το νοικοκυριό. Άνοιξα τη βαλιτζούλα μου κι άπλωσα στο κρεβάτι μου Λουί Σεζ το νυχτικό μου (πού τότε πυτζάμες). Στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι Αμπίρ έβαλα ένα ρολογάκι ξυπνητήρι, ένα καθρεφτάκι και τα λίγα αγαπημένα μου βιβλία. Μια γαλλική ανθολογία του 19ου αιώνος, όπου εκεί εύρισκα τους αγαπημένους μου τότε ποιητάς! Τον Alfred de Musset και τον André Chenier, ένας τόμος μικρός με τα σονέτα του Σαίξπηρ, που είχα αγοράσει απ’ την Αλεξάνδρεια και το Α της Ιλιάδος, έκδοσις γαλλική στη μετάφραση mot-à-mot, τ’ ανέκδοτα του Piron, αυτά ήταν όλη μου η βιβλιοθήκη.
     Σε λίγο ο Αλέξανδρος μου έστειλε με τον αράπη υπηρέτη του μια ψάθα μεγάλη για τον ήλιο κι ένα μαστίγιο. Τα σύμβολα αυτά μου ’διναν να καταλάβω ότι ανελάμβανα τα χρέη επιστάτου.
     Έβγαλα το σακάκι μου, ανασκούμπωσα τα μανίκια του πουκαμίσου μου, φόρεσα το καπέλο μου και με το μαστίγιο στο χέρι έτρεξα πηδηχτός και γελαστός στο φίλο μου.
     – Έτοιμος κι εγώ, μου λέει, πηγαίνομε. Σου επαναλαμβάνω όμως όσο μπορείς πιο σοβαρός και έχε τους όλους αυτούς τους δούλους σε απόσταση, κάτω απ’ το κουρμπάτσι σαν σκλάβους, γι’ αυτό σου ’στειλα το μαστίγιο, ίσως μ’ αυτό πάρεις λίγο το ύφος.
     – Μην ανησυχείς, του απήντησα, θα ιδείς, θα ιδείς· και τραβήξαμε για το λατομείο.
     Εκάναμε ώς δέκα λεπτά δρόμο. Το λατομείο ήταν αρκετά δουλεμένο. Τροφοδοτούσε από χρόνια τους δρόμους του Καΐρου.
     Μόλις πλησιάζαμε βλέπω τους εργάτας να τρέχουν απ’ όλες τις μεριές, φωνάζοντάς μας να σταματήσουμε. Είχαν βάλει φουρνέλο.
     Σε λίγο ένας υπόκωφος κρότος ακούστηκε και τινάχτηκαν επάνω με τον καπνό ένα σωρό πέτρες και κοτρώνες. Στο χείλος του λατομείου μια μπαράγκα ξύλινη χρησίμευε για καφενείο και για ν’ αποθέτουν τα εργαλεία τους οι εργάτες όταν σκολάγανε. Έτρεξε να μας προϋπαντήσει ο αρχιεργάτης, σαραντάρης περίπου, αλλά σβέλτος σαν κατσίκι και με μάτια τσίμπλικα, αλλά αστραφτερά, που είχαν καταντήσει σαν δυο χαντρούλες απ’ το πολύ χασίς.
     Ανταλλάξαμε τους σχετικούς τεμενάδες. Ο Αλέξανδρος του εξήγησε ότι δεν ήξερα τη γλώσσα του και ότι έπρεπε ν’ αναλάβει αυτός να μου κάνει το δάσκαλο. Εδέχτηκε προθύμως. Εγώ όμως είχα στο αναμεταξύ προσηλωθεί στην κίνηση και το ακατάπαυστο εκείνο σουρταφέρτα που γενότανε με το φόρτωμα της πέτρας στα ντεκοβίλ.
     – Πού πάνε αυτά τα καροτσάκια; του λέω κι ένοιωσα την ψυχή μου να γίνεται σαν παιδιού και να χοροπηδά.
     – Στο ποτάμι, κάτω εκεί που φαίνουνται τα κατάρτια· φορτώνουν καΐκια πέτρα και πάνε στο Κάιρο.
     Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Τους παρατάω σύξυλους, ορμώ προς τα καροτσάκια που ξεκίνησαν, προφθαίνω το τελευταίο απ’ αυτά και με ένα σάλτο βρίσκουμαι επάνω.
     – Μήτσο, έλα δω, μου φώναξε ο Αλέξανδρος.
     – Όχι· πάω στο ποτάμι, στο ποτάμι…
     – Αμ’ έτσι δε θα μάθεις ποτέ σου τίποτα, και κούνησε απελπιστικά το κεφάλι του.
     – Πάω στα καΐκια τώρα, ες άλλοτε τα σπουδαία, του ξεφωνίζω, τρελλός απ’ τη χαρά μου, σείοντας το καπέλο μου.
     Αυτό και το πρώτο μου ταξίδι της «Νέας Σκηνής» ήταν τα δύο ωραιότερα ταξίδια της ζωής μου.
     Στο αντίκρυσμα του ποταμού με τα καραβάκια του που περίμεναν να φορτωθούν πέτρα για να πάνε στον προορισμό τους, η χαρά μου ξεχείλισε. Με ένα σάλτο βρέθηκα στην πρύμνη ενός καϊκιού, γδύθηκα σαν αστραπή και μια βουτιά και στο ποτάμι. Αλλ’ έκανα το λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο. Το ρεύμα ήταν δυνατό πολύ, όταν δε ξεπρόβαλλα στην επιφάνεια βρέθηκα εκατό μέτρα μακριά απ’ τα καΐκια και στη σαστιμάδα μου κολυμπούσα κατά πάνω στο ρεύμα.
     Ένας καϊκτσής αντελήφθη τον κίνδυνο· πέταξε την γκελεμπία του και έπεσε στο νερό να με σώσει.
     Εν τω μεταξύ οι άλλοι με φωνές και νοήματα προσπαθούσαν να με καταφέρουν να γυρίσω προς την κατεύθυνσιν του ρεύματος και κολυμπώντας πλάγια να πιάσω την όχθη. Το κατάλαβα λίγο πριν εξαντληθούν οι δυνάμεις μου.
     Όταν έφτασα στην απέναντι όχθη, έπεσα ασθμαίνων στην αμμουδιά. Αλλά κι ο φόβος που πήρα δεν ήταν λίγος. Η ψυχή μου είχε πάει στις πατούσες.
     Στην επιστροφή τα διηγήθηκα στον Αλέξανδρο.
     – Πρόσεχε, μου απήντησε· την επιπολαιότητά σου αυτή μπορεί να την πληρώσεις πολύ ακριβά στη ζωή σου.
     Πλησίαζε μεσημέρι, η ώρα του φαγητού. Η ψυχρολουσία μού είχε ανοίξει την όρεξη. Έπεσα με τα μούτρα στο φαΐ. Κουνελάκια με σάλτσα ντομάτα.
     Στην ώρα του φαγητού ένα μικροεπεισόδιο πολύ χαρακτηριστικό μου ’δωσε να καταλάβω πόσο ο Αλέξανδρος είχε μέσα του το διοικητικό πνεύμα.
     Μπήκε ένας απ’ τους εργάτας μέσα με χαιρετούρες και υποκλίσεις. Εκείνος του ανταπέδωκε φλεγματικώτατα το χαιρετισμό. Επί δέκα λεπτά ο εργάτης στεκότανε σούζα, όρθιος πίσω του, χωρίς ο Αλέξανδρος να του αποτείνει τον λόγο.
     – Τον καημένο, γιατί δεν τον ρωτάς τι θέλει, τον ξεθέωσες στην ορθοστασία.
     – Ξέρω τι θέλει, κανένα τάλληρο προκαταβολή απέναντι του εβδομαδιάτικού του· και θα πεισθείς αμέσως. Άουζε· τι θέλεις;
     – Ουάχατ ριάλ.
     – Νά τα, δεν στο ’πα, ένα τάλληρο θέλει.
     Και έπιασε την κουβέντα μαζί μου χωρίς να τον προσέχει πια. Πλησιάζουμε στο τέρμα του προγεύματός μας.
     – Γιατί δεν του δίνεις το τάλληρο να ξεκουμπιστεί;
     – Όχι, δεν του το δίνω με όση ευκολία θα το ’δινες εσύ γιατί μετά δυο μέρες θα μου ξανάρθει να μου ξαναζητήσει προκαταβολή· παιδεύοντάς τον έτσι του δίνω να καταλάβει ότι αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί τόσο εύκολα για δεύτερη φορά.
     – Σ’ ευχαριστώ, του λέω, για το μάθημα, αλλά σου ομολογώ πως όσα χρόνια κι αν κάνω στο σχολείο σου δεν θ’ αποκτήσω ποτέ μου τη σκληρότητα αυτή. Αλήθεια, ξέχασα να σε ρωτήσω, καθώς πήγαινα με το καροτσάκι στον ποταμό, είδα εκεί κάποιο παράπηγμα και εργάτες πολλούς παρακάτω να δουλεύουν. Μήπως έχουμε δύο λατομεία;
     – Όχι. Αυτά είναι κάτεργα, οι καταδικασμένοι στα καταναγκαστικά.
     – Ωχ! γλέντι· έχουμε και φυλακές στη γειτονιά;
     – Θα πάμε τ’ απόγευμα ώς εκεί. Θα σε συστήσω στον διευθυντή των φυλακών. Είναι θαυμάσιος άνθρωπος.
     – Διευθυντής φυλακών και θαυμάσιος δεν γίνεται. Ας είναι. Θέλω να πάω, αλλά περισσότερο για να ιδώ από κοντά αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα κι όχι τον θαυμάσιο διευθυντή τους.
     – Σε συμβουλεύω, μου λέγει ο Αλέξανδρος με ύφος προστατευτικό, ν’ αφήσεις αυτές τις σοσιαλιστικές ιδέες, αν θες να κάνεις κάτι στη ζωή σου και να πας μπροστά.
     – Όχι, φίλε μου, δεν είμαι σοσιαλιστής, με παρεξηγείς, κάθε άλλο, δεν μπορώ να είμαι τίποτε ακόμα· βγαίνω τώρα μόλις στη ζωή και δεν είναι δυνατόν να ’χω αποκρυσταλλώσει τις ιδέες μου και τις πεποιθήσεις μου. Έχω άλλωστε τη γνώμη, αν και είμαι ακόμη ξεπεταρούδι, ότι κάθε αρχή είναι απαρχή ανηθικότητος. Σ’ ένα μόνο πιστεύω, στην αριστοκρατία της ψυχής και του πνεύματος. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός στην ανατροφή μας, κέρβερος. Για τη μόρφωσή μας γινότανε κομμάτια. Αδυσώπητος σ’ ένα ψέμα. Μας συγχωρούσε όμως και την πιο αξιόποινη πράξη μας όταν ομολογούσαμε την αλήθεια. Αριστοκράτης, τζέντλεμαν σωστός, ευγενής στους τρόπους και στα αισθήματα, αλλ’ άγριος, σκληρός, αλύγιστος. Πουριτανός εκεί που έπρεπε. «Το καθήκον του ανθρώπου είναι να μη λέει ψέματα», έτσι τον καλημερίζαμε κάθε πρωί κτυπώντας την πόρτα του, πριν πάμε σχολείο. Και όμως εγώ, τον τέλειο, τον παραδειγματικό αυτόν άνθρωπο τον πίκρανα στη ζωή, τον αδίκησα. Το ’χω τύψη στη συνείδησή μου.
     Εσώπασα μελαγχολικός.
     – Δε βαριέσαι, είσαι νέος ακόμη κι είναι καιρός να τα επανορθώσεις όλα και να του δώσεις αρκετά δείγματα της αγάπης σου. Έλα, πήγαινε τώρα να ησυχάσεις λίγο και κατά τις τέσσερις πάμε στη δουλειά μας.
     Ήρθε στην ορισμένη ώρα, ξεκινήσαμε για το λατομείο.
     – Θα σ’ εφοδιάσω και με κανένα ρεβόλβερ, μου λέει ο Αλέξανδρος. Έχομε πού και πού επιδρομές από τσακάλια, έπειτα να προσέχεις πολύ και από κάτι άλλο ακόμα· η μια βαλιτζούλα μες στο τσαντήρι μου είναι γεμάτη λίρες, είναι το χρήμα που πληρώνω τους εργάτες, σ’ το λέω για να ’χεις το νου σου αν τύχει να λείψω εγώ καμιά φορά.
     – Έννοια σου, θα είμαι άγρυπνος φρουρός, αλλά σπεύσε να μου προμηθεύσεις το πιστόλι.
     Αυτό θα ήταν για μένα το συμπλήρωμα στο ρόλο του φεουδάρχου που είχα αναλάβει. Εμείναμε στο λατομείο έως τας έξι. Περιφερόμουνα εδώ κι εκεί ξεφουρνίζοντας τις λίγες λέξεις που είχαν πρωταρπάξει τ’ αυτιά μου εκείνη την ημέρα, απασχολώντας έτσι τους εργάτας και μοιράζοντάς τους τσιγάρα.
     Ο Αιγυπτιακός λαός είναι ο πιο κολακιάρης και ο πιο γαλίφης απ’ όλους τους άλλους. Σε χαϊδεύει, σε προσκυνά, σου κάνει τόπο να περάσεις, αλλά βάρδα μην τον πειράξεις, μην τον τσιγκλίσεις, είναι τρομερά εκδικητικός· όταν δε βρεθούνε πολλοί μαζί, είναι άγριοι και επιθετικοί σαν τους λύκους. Στην τρομερή εκείνη κάψα και τη σκυλίσια αγγαρεία της δουλειάς, τους παρουσιάσθηκε ξαφνικά ένας άνθρωπος που τους έλεγε τσάτρα-πάτρα δυο λόγια και τους έδινε την ευκαιρία ν’ ανασάνουν λίγο φιλεύοντάς τους ένα τσιγαράκι. Αυτό τους φαινότανε σαν άλλος Μωυσής που τους έστελνε το Μάννα εξ ουρανού.
     Στις έξι αρχίσανε να σχολάνε.
     – Πάμε ώς τις φυλακές, μου λέει ο Αλέξανδρος.
     Περάσαμε απ’ το λατομείο των καταδίκων.
     – Αυτοί δουλεύουνε ώς να δύσει ο ήλιος.
     Με ξυρισμένα σύρριζα τα μαλλιά, μια βαριά αλυσίδα στη μέση, δεξιά και αριστερά δυο λουρίδες αλυσίδα ενωμένες μ’ ένα χαλκά στο κάθε πόδι. Κάθε φορά που σηκωνότανε κανένας απ’ αυτούς ή να πιει νερό ή για καμιά άλλη ανάγκη, άκουγες τον ήχο της αλυσίδας να κουδουνίζει σαν βουητό αέναο στ’ αυτί, σαν ύμνος θλιβερός της ατέλειωτης σκλαβιάς. Αυτή ήταν μια υποκειμενική μου εντύπωση. Μα γι’ αυτούς τι τρομερή πόρωση. Τι αδιαφορία, τι ευθυμία, τι γαλήνη στο πρόσωπο, πόση διαφορά απ’ τον ένα εργάτη που πληρώνεται, ώς τον άλλον που δουλεύει καταναγκαστικά κι η έκφραση του προσώπου πόσο αλλιώτικη απ’ τον ένα στον άλλον.
     Με κοίταζαν τόσο παράξενα καθώς με βλέπανε για πρώτη φορά. Κι εγώ ένοιωθα τόσο τον απέραντο οίκτο για τη σκλαβωμένη τους ελευθερία.
     – Πάμε, αισθηματία, μου λέει ο Αλέξανδρος και με τράβηξε από το χέρι.
     – Πάμε.
     Ξεκινήσαμε για τις φυλακές. Εκεί μας δέχθηκε ο διευθυντής, ένας ψηλός ωραίος άντρας, σκουρομελάχροινος, με υπερβολική ευγένεια.
     Επήραμε ένα γλυκό, τον σχετικό καφέ και κατόπιν έγινε η επίσκεψις των φυλακών.
     – Εδώ κοιμούνται, μου λέει ο Αλέξανδρος, οι φυλακισμένοι, δείχνοντας ένα μακροσκελέστατο ξύλινο παράπηγμα.
     Έφριξα. Ούτε κρεβάτια, ούτε στρώματα. Ένα ξύλινο προσκεφάλι κατά μήκος δεξιά κι αριστερά και στα πόδια μια βαριά αλυσίδα που την περνούσαν ανάμεσα απ’ τους χαλκάδες των καταδίκων στα πόδια τους για να είναι έτσι όλοι σφιχτά αλυσοδεμένοι και στον ύπνο ακόμη, μέτρο προφυλαχτικό για την απόδραση.
     Σε λίγο ήρθαν κι οι φύλακες με τους καταδίκους των απ’ την εργασία. Ο διευθυντής τούς παρέταξε όλους στη γραμμή και άρχισε τη θεωρία.
     Ευρισκόμουν στην άλλη άκρη. Έβγαλα να καπνίσω ένα τσιγαράκι. Ο πλησιέστερος απ’ τους καταδίκους με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, που γυάλιζαν σαν της γάτας, γιομάτα απληστία, πόθο, λαχτάρα για ένα τσιγάρο.
     Αυτό το τσιγαράκι αντιπροσώπευε γι’ αυτόν έναν κόσμο ολόκληρο.
     Δεν βάσταξα, ένοιωσα τόσο βαθιά τον πόνο του, θυμήθηκα τότε τον Μπερνουδάκη και μένα, τον ατσίγαρο… έβγαλα ένα τσιγάρο και του το ’ριξα.
     Του το ’ριξα: εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε πως έκανα το μεγαλύτερο καλό, την πιο χριστιανική πράξη.
     Τ’ άρπαξε στα πεταχτά, και ετοιμαζότανε να το καταχωνιάσει στην τσέπη, αλλά εκείνη την ίδια στιγμή ο διευθυντής εγύρισε το κεφάλι του και είδε όλη αυτή τη μανούβρα. Τρέχει έξαλλος, πλησιάζει τον κατάδικο, του αρπάζει το τσιγάρο απ’ το χέρι και του δίνει ένα χαστούκι, που ομολογώ χωρίς υπερβολή, ότι είδα τη λάμψη του. Κι έπειτα γυρίζει αποτεινόμενος σε μένα, και μου λέει στη γλώσσα του μερικά λόγια επιτιμήσεως.
     – Αυτό που έκανες, κύριε, δεν ήταν σωστό.
     Εγώ τα ’χασα, στενοχωρήθηκα, μου φάνηκε ότι άνοιξε η γη να με καταπιεί. Σε λίγο το κατάλαβε και ο ίδιος και μου ζήτησε ευγενέστατα συγγνώμην. Αλλ’ η καρδιά μου εμένα, είχε πια ψυχραθεί. Τον χαιρετήσαμε και φύγαμε.
     – Βλέπεις, τι πήγες να μου κάνεις με την επιπολαιότητά σου πάλι; Για φαντάσου ποια θα ήταν η θέση μου, αν αυτός ο βάναυσος άνθρωπος στο θυμό του σου έκανε καμιά πιο χοντρή προσβολή.
     – Χοντρύτερη απ’ αυτή δεν μπορούσε να μου κάνει, φίλε μου. Ήταν το ίδιο σαν να έδωσε το χαστούκι σε μένα. Αυτό δεν το επέτρεπε η στοιχειωδεστέρα ευπρέπεια.
     – Ε, καλά τώρα και συ, απ’ της μυλωνούς τον… γυρεύεις ορθογραφία.
     Και αρχίσαμε κι οι δυο τα γέλια. Ανάψαμε ένα τσιγαράκι, και θαυμάζαμε την εξαίσια δύση του ηλίου, ενώ εγώ του διηγόμουνα το επεισόδιό μου με τον Μπερνουδάκη που αυτό έγινε και αφορμή να προκαλέσει τον οίκτο μου για τον κατάδικο.
     Γυρίσαμε στα τσαντήρια μας. Άρχιζε να σουρουπώνει. Εσώπαινα βυθισμένος στη συνηθισμένη μου μελαγχολία που μ’ έπιανε ξαφνικά κι απότομα ύστερα από ένα ξέσπασμα ευθυμίας.
     – Γιατί δε μιλάς;
     – Δεν ξέρω· μ’ έπιασε η νοσταλγία για το σπίτι μου, για τον τόπο μου. Θυμάμαι τα παιδιάτικα χρόνια. Είχα δίκιο όταν αποχαιρετούσα το σχολείο. Αρχίζω να φοβάμαι τη ζωή.
     Και του διηγήθηκα τον έρωτά μου με την Έλλεν.
     – Εγώ είμαι είκοσι πέντε ετών, μου λέει όταν τελείωσα την αφήγησή μου, και δεν ένοιωσα ακόμα τι θα πει έρως, δεν αγάπησα ποτέ μου.
     Εγούρλωσα τα μάτια στα λόγια του αυτά.
     – Από 18 χρονών ανέλαβα την υποχρέωση να συντηρήσω την οικογένειά μου. Η μάνα μου και οι αδελφές μου δεν μ’ άφησαν καιρό για τον έρωτα.
     Κι εβύθισε το βλέμμα του στον ορίζοντα. Αυτός νοσταλγεί τον έρωτα, είπα μέσα μου. Κάτι άγνωστο. Κάτι αφάνταστα ωραίο. Εγώ ένοιωσα από τώρα την απογοήτευση. Κι εψιθύρισα.
     – Ο πιο ευτυχισμένος απ’ τους δυο μας είσαι συ.
     – Λες; Δεν ξέρω αν έχεις δίκιο. Μα νοιώθω πως δεν θ’ αγαπήσω παρά μόνο εκείνη που θα γίνει γυναίκα μου.
     Εδώ εξύνισα τα μούτρα μου.
     – Τι λες, βρε αδελφέ. Εγώ θαρρώ πως για να μπορέσω ν’ αγαπήσω καλά τη γυναίκα μου, θα χρειασθεί πρώτα να με προγυμνάσουν κάμποσες όμορφες ερωμένες, να με δασκαλέψουν.
     Είχε σκοτεινιάσει. Ο Αράπης μάς ετοίμαζε το τραπέζι. Η μυρωδιά του φαγητού μας έβγαλε απ’ τα ονειροπολήματά μας. Έπεσα με τα μούτρα στο φαΐ. Σαν να ’θελα ν’ αναπληρώσω το φαΐ που είχα χάσει όταν έτρωγα μια φορά την ημέρα. Καπνίσαμε το τσιγαράκι μας κι έπειτα καληνυχτίσαμε ο ένας τον άλλον.
     – Ας αποσυρθώμεν τώρα εις τας σκηνάς μας, σαν τους Αχαιούς, του λέγω.
     – Ξέρεις, έχω μια παράξενη εντύπωση, Μήτσο. Αν και σε γνώρισα λίγο, αλλά μου φαίνεται πως θα ’κανες καλά να γίνεις ηθοποιός. (Ύστερα από χρόνια ένα βράδυ, μετά το Ισραήλ στο Κάιρο, μου θύμησε ο ίδιος τη φράση του αυτή).
     – Δε βαριέσαι. Τι έχει να κάνει. Και στη ζωή και στο θέατρο, είμαστε όλοι θεατρίνοι. Παριστάνομε όλοι ανάλογα με το ταμπεραμέντο μας. Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, και να ιδείς στον ύπνο σου την μέλλουσαν σύζυγον!! Το νου σου μην είναι καμιά γριά, κανένα σκιάχτρο!
     – Μην κακομελετάς καημένε…
     Όταν βρέθηκα στο τσαντήρι μου, θυμήθηκα τον Χάμλετ. «Τώρα είμαι μόνος…» Άναψα το κερί μου. Ξαπλώθηκα και πήρα τη Γαλλική Ανθολογία στο χέρι. Ήμουν βυθισμένος στην ανάγνωσιν της αγαπημένης μου «Νύχτας του Οκτωβρίου» του Musset, όταν μου απέσπασε την προσοχή ένας θόρυβος παράξενος. Σε μια γωνιά του τσαντηριού δύο αρουραίοι μύες, ερωτοτροπούσαν πολύ αλλόκοτα. Όρθιοι και οι δύο στα πισινά τους πόδια είχαν αρχίσει ερωτικές διαχύσεις. Το θέαμα της εικόνος αυτής, με κράτησε για κάμποσα δευτερόλεπτα κατάπληκτο. Έπειτα ένοιωσα το ανατρίχιασμα της αηδίας που μας δίνει το απαίσιο αυτό ζώον. Μια παντοφλιά μου που δεν τους πέτυχε δυστυχώς, διέκοψε το ερωτικό τους ντουέτο. Αυτό μ’ αγρίεψε τόσο, που με κράτησε άγρυπνο όλη τη νύχτα. Όλη μου η ζωή επέρασε απ’ τη σκέψη μου. Θυμόμουνα μια από τις θείες μου, που ’χε τη μανία να μας διηγείται κάθε βράδυ τα μεγαλεία, τα πλούτη του παππού μου και του πατέρα μου όταν ήσαν παιδάκια. Πως είχε τόση ισχύν ο παππούς μου που όταν πήγαινε στο διοικητήριο, έτρεχε ο διοικητής στην εξώπορτα να τον προϋπαντήσει. Πως είχε κτίσει ένα καμπαναριό, πως ήταν απ’ τους πρώτους δωρητάς του Πανεπιστημίου των Αθηνών, πως ο πατέρας, όταν πήγαινε καβάλλα, η σέλα που καθότανε ήταν χρυσοκεντημένη κι ένα σωρό άλλα μεγαλεία που εμείς, παιδάκια, τ’ ακούγαμε μ’ ανοιχτό το στόμα. Κάποτε, μάλιστα, την πείραξα τόσο που πήγε να διαμαρτυρηθεί στο μεγαλύτερό μας αδελφό, με τα δάκρυα στα μάτια.
     – Γιατί την πειράζεις; μου είπε ο αδελφός μου.
     – Μα βαρέθηκα να την ακούω να μας μιλά ολοένα για τα πλούτη, για τ’ άλογα και τις χρυσές σέλες. Εμείς τι έχομε απ’ όλα αυτά;
     Η παιδιάτική μου ψυχή, που τόσο νευρικά εξέφραζε την αγανάκτησή της, νοσταλγούσε δίχως άλλο, τη στιγμή εκείνη, ένα απ’ τα πολλά άλογα του παππού μου. Ήταν τόσο κωμική η θεία μου όταν έκλαιγε στο πείραγμά μου εκείνο, που τη θυμήθηκα και γέλασα.
     – Πόσο είχα δίκιο τότε, είπα μέσα μου. Αυτοί είχαν την καλοπέραση, τα πλούτη κι εγώ τώρα κοιμάμαι σ’ ένα τσαντήρι με συντροφιά τους αρουραίους.
     Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν με πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα σηκώθηκα με το κορμί λίγο πονεμένο απ’ το σκληρό στρώμα αλλά γεμάτος κέφι. Καλημέριζα δεξιά και αριστερά όλους στο δρόμο μου. Οι εργάτες ήσαν ενθουσιασμένοι μαζί μου. Τις ώρες του διαλείμματος τους έβαζα να μου τραγουδούν. Είχαν μέσα στα τραγούδια τους ένα λυγμό που με συγκινούσε βαθιά στην ψυχή. «Άνα αχέμπακ ουντίνι» (σ’ αγαπώ μά την πίστη μου). Και τότε καθόμουνα κι έγραφα στην Έλλεν φλογερά γράμματα. Αλλά καμμία απάντηση. Ο πιστός εκείνος φίλος μου είχε προδόσει το μυστικό της διευθύνσεως στη μητέρα, η οποία εφρόντιζε να τα κατάσχει. Είχα απελπιστεί. Έπειτα η καινούργια μου ζωή, το περίεργο εκείνο περιβάλλον, η ασχολία και ο καιρός, το δυνατό αυτό βάλσαμο που επουλώνει όλες τις πληγές, έφεραν τη γιατρειά. Ο νους μου είχε ξεδώσει, το ’σκαζα πολύ συχνά και στριφογύριζα στους εργάτες καταδίκους. Δεν χωρούσε στο μυαλό μου πως οι άνθρωποι αυτοί που είχαν στερηθεί για πάντα την ελευθερία τους, μπορούσαν να σέρνουν με τόση ευθυμία τα δεσμά τους, αυτές τις φριχτές αλυσίδες, χωρίς ο ήχος εκείνος να βουίζει στ’ αυτιά τους σαν απαίσιος βραχνάς στη δυστυχία τους. Ένοιωθα μια παράξενη λύσσα, μ’ έπνιγε η αγανάκτησις κι έλεγα μέσα μου, τι θα γινότανε άραγε αν είχα κάποια θεϊκή δύναμη να τους λύσω τα δεσμά;
     Περνούσα ωραία… Και τώρα που γράφω κι αναπολώ τη ζωή εκείνη… μου φαίνεται πολύ ωραιότερη, συγκρίνοντάς την με τις αλυσίδες της σημερινής σκλαβιάς στο θέατρό μας… αλυσίδες που τις σκούριασε η τρομερή ρουτίνα, ο σάρακας αυτός της ωραίας Τέχνης.
     Ένα απογευματάκι κάποιος μας έφερε ένα ωραίο ελαφάκι. Ο Αλέξανδρος έβγαλε και του ’δωσε μια λίρα.
     Το ταΐζαμε και το ποτίζαμε σαν παιδί μας. Μετά μια εβδομάδα αρρώστησε. Οι διάφοροι αλμπάνηδες δεν μπόρεσαν να του κάνουν τίποτα. Ψόφησε.
     Εγώ το λυπήθηκα, ο Αλέξανδρος όμως το πήρε κατάκαρδα. Το ’κλαιγε σαν παιδί του και το κήδευσε σαν άνθρωπο. Αυτό μου ’κανε εντύπωση κωμική.
     – Δεν αγαπάς τα ζώα; μου είπε.
     – Α! ναι. Αλλά πρώτα τους ανθρώπους κι έπειτα τα ζώα. Αν και είμαι νέος ακόμα, είμαι πολύ παρατηρητικός στη ζωή. Επρόσεξα πως ως επί το πλείστον θρέφουν και περιποιούνται τα ζώα με στοργή, κάτι γεροντοκόρες, κάτι γεροντοπαλλήκαρα που έχει ξεραθεί μέσα τους ο χυμός της ζωής, έχει πορωθεί κάθε αίσθημα αγάπης προς την ανθρωπότητα. Δεν θα τα βασανίσω ποτέ μου, αλλά δεν θα τους δώσω ποτέ τα αισθήματά μου που φυλάγω για τους ομοίους μου.
     Το πόσο συχνά είχα δίκαιο, το θυμήθηκα μια μέρα, όταν μετά την καταστροφή της πατρίδος μου συζητούσαν στο αγγλικό κοινοβούλιο για τα βασανιστήρια που υποβάλλουν τους ψύλλους για να τους γυμνάσουν. Επέταξα την εφημερίδα μακρυά και φώναξα πνιγμένος από αγανάκτηση:
     – Κοίταξε, οι φιλόζωοι αυτοί κύριοι νοιάζονται για τους ψύλλους και κανένας δεν ρωτάει τι έκαναν τα πελώρια καράβια τους, οι κολοσσοί εκείνοι και τα πληρώματά τους, όταν χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές ικέτευαν με την τελευταία πνοή στη θάλασσα να τους δοθεί προστασία, όταν οι άγριες φλόγες μετέβαλλαν σε στάχτη την ωραία Σμύρνη. Ο πολιτισμός αλήθεια… τι ειρωνεία!…
     Μέρα με τη μέρα, άρχιζε να σωριάζεται μέσα μου λίγο λίγο η πλήξις στη μονότονη γύρω μου φύση. Μια απέραντη κοιλάδα με τα καφέ-ο-λε χρώματά της που χανόντανε το μάτι στον ορίζοντα, χωρίς ένα βουνό, χωρίς πρασινάδα, με μόνο το χωριουδάκι για όασι κι έπειτα η ανησυχία που ελάνθανε μέσα στην ψυχή μου γιατί δεν είχε βρεθεί εκείνο που ποθούσε, όλα αυτά άρχισαν να μου γεννούν τον πόθο να φύγω. Κάποιο απόγευμα είχα αργοπορήσει λίγο με μια παρέα εργάτες. Με πήραν μαζί τους και τραβήξαμε κατά το χωριό.
     Εκεί στα πρόθυρα ήταν μια παράγκα, είδος καφενείου. Παραγγείλαμε καφέδες, καθίσαμε όλοι κυκλικά και σε λίγο αριβάρισε κι ένας ναργιλές. Έριξαν πάνω στα αναμένα κάρβουνα μερικά κομμάτια χασίς και μου ’δωσαν να τραβήξω τις πρώτες ρουφηξιές. Το μαρκούτσι έκανε έτσι το γύρο από στόμα σε στόμα, αφού εσφουγγιζότανε με μια στροφή του χεριού. Όταν ξανάρθε η σειρά μου, ένοιωσα προς στιγμήν μια αηδία, αλλά έβαλα όλα τα δυνατά να συγκρατηθώ για να μην τους προσβάλω και ξαναρούφηξα αφού το εσφούγγιξα με το μαντήλι μου.
     Έπειτα από λίγο επήγα στο τσαντήρι όλος κέφι και το εξιστόρησα στον Αλέξανδρο. Έγινε θηρίο. Τινάχτηκε επάνω να τρέξει στην μπαράγκα. Τον άρπαξα απ’ το μπράτσο και με μια σπρωξιά τον έφερα βόλτα ανάσκελα στο στρώμα του.
     – Είδες τι γερός που είμαι; Ήμουν απ’ τους πρώτους γυμναστάς και champion στο Rugbey Fort-Ball. Λοιπόν, το νου σου, γιατί έχω χέρια σιδερένια.
     Εκείνος με κοίταζε μ’ ανοιχτό το στόμα· τα είχε χάσει κυριολεκτικώς.
     – Σου ζητώ συγγνώμη για τον απότομο και βάναυσο τρόπο μου. Μα κοίταξε καλά, του λέω. Τιποτε δεν μπορεί να με νικήσει στη ζωή, τίποτε δεν μπορεί να με παρασύρει. Είμαι φιλόδοξος. Έχω ένα κρυφό πόθο να γίνω κάτι στη ζωή κι έχω θεμέλια ηθικής μέσα μου που μπορούσαν να σηκώσουν ολόκληρη τη γη. Με πατέρα σαν τον δικό μου, δεν είναι δυνατόν ποτέ να παραστρατήσω… ένας άνθρωπος σαν κι εμένα, με τέτοιο πατέρα, με τέτοιο πατέρα…
     Και τα νεύρα μου ξέσπασαν σε λυγμούς.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)