[ Επιστροφή στη Σμύρνη ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
Ο ρόλος του επιθεωρητού μ’ είχε κουράσει. Ένα πρωί εφανέρωσα στον Αλέξανδρο την απόφασή μου να φύγω.
     Μάζεψα τα μπογαλάκια μου και την άλλη μέρα τραβούσα για την Αλεξάνδρεια. Εβγήκα πάλι προς αναζήτησιν εργασίας. Σε λίγες μέρες πέτυχα ένα συμπατριώτη μου παραγγελιοδόχο. Με προσέλαβε για placier. Εφρόντισε να με μυήσει στη δουλειά. Έπαιρνα τα μπουκαλάκια, τα δείγματα κρασιά και τα κουτιά σαρδέλλες υπό μάλης και γύριζα τα διάφορα παντοπωλεία. Έκανα μια πρόχειρη εμφάνιση εκεί και έπειτα πού μ’ έχανες πού μ’ εύρισκες, στα βιβλιοπωλεία. Ξεφύλλιζα τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα φιλολογικά βιβλία. Εγύριζα φυσικά στο γραφείο άπρακτος. Αυτό δεν βάσταξε και πολύ. Μου κόστιζε να λέω ψέματα. Μια μέρα του ομολόγησα την αλήθεια. Επήρα το καπέλο μου κι έφυγα.
     Με είχαν πιάσει πάλι οι ανησυχίες. Ένοιωθα κάτι κενό μέσα μου. Επέρασα επτά μήνες χωρίς έρωτα. Τρομερό! Η καρδιά μου έψαχνε να βρει την εκλεκτή της. Τέλος, άρχισε το ειδύλλιο με την Ιωάννα, τη μικρούλα αδελφή του Αλέξανδρου.
     Είχε μεγαλώσει αρκετά στους επτά αυτούς μήνες. Ρωτούσα τον εαυτό μου:
     – Πώς διάβολο δεν την πρόσεξα.
     Έπαιζε κιθαρούλα και τραγουδούσε και νόστιμα. Το ρομάντσο φούντωνε υπό τους ήχους της μουσικής. Μου ξαναγεννήθηκε ο πόθος της δουλειάς για την αποκατάστασή μου.
     Παρουσιάσθηκα στην κυρία Σεβαστοπούλου, από τις πρώτες κυρίες της Αλεξάνδρειας και της οποίας ο σύζυγος ήταν πλουσιώτατος. Την παρακάλεσα να με προστατέψει. Μετά λίγες μέρες μου ’διναν θέση στα γραφεία του συζύγου της με τέσσερις λίρες μισθό το μήνα. Αλλά ποιος μπορεί ν’ αποφύγει το πεπρωμένο; Λίγες μέρες μετά την πρόσληψή μου αυτή, άρχισε να με πειράζει ένας μικρός πυρετός. Ούτε όρεξη για φαΐ, ούτε και για δουλειά. Πώς να ζητήσω με τις πρώτες μέρες άδεια; Απεφάσισα κάποτε να πάω στο γιατρό. Αφού με θερμομέτρησε, μου είπε:
     – Βρε, αθεόφοβο παιδί, έχεις 39,5 πυρετό και γυρίζεις στους δρόμους; Πήγαινε γρήγορα να πέσεις στο κρεβάτι.
     Μέρα με τη μέρα έλυωνα απ’ τον πυρετό. Κάποιος τηλεγράφησε στον πατέρα. Έστειλε τον αδελφό μου να με παραλάβει.
     Με βρήκε πολύ άσχημα.
     – Έλα να γυρίσεις σπίτι, εδώ θα πεθάνεις.
     – Κάνετέ με ό,τι θέλετε. Δεν έχω πια ούτε δύναμη, ούτε θέληση για τίποτε.
     Η Ιωάννα με αποχαιρέτησε με λυγμούς. Εγώ την κοίταξα με τα φλογισμένα μάτια απ’ τον πυρετό, αδάκρυτος. Της έλεγα:
     – Μην κλαις, μην κλαις. Θα ξαναγυρίσω.
     Μα τα λόγια μου ήταν ασυγκίνητα, στεγνά, ξερά. Είχαν νεκρωθεί όλα μέσα μου.
     Στο ταξίδι μου έμεινα ξαπλωμένος στην κουκέτα μου, σχεδόν αναίσθητος. Όταν φθάσαμε είδα απ’ τη βάρκα τον πατέρα να με προσμένει στην αποβάθρα. Το ύφος του έδειχνε μάλλον αυστηρότητα. Έπεσα στην αγκαλιά του, αναλύθηκα στα κλάματα, λέγοντάς του:
     – Συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ με…
     Μου έκανε εντύπωση η ψυχρότης του. Δεν μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του. Μου ’λεγε μόνο με αυστηρό τόνο:
     – Είδες τι θα πει να παρακούς τον πατέρα σου;
     Άθελά μου θυμήθηκα το τρυφερό σφίξιμο της μάνας μου, την ημέρα της απαγωγής…
     Δεκαπέντε μέρες ήμουν ανάμεσα σε ζωή και σε θάνατο. Δεκαπέντε μέρες μαρτυρικές, χωρίς επίβλεψη πεταγμένος σ’ ένα κρεβάτι. Την ημέρα μού κράταγε συντροφιά η μητριά μου τις ώρες που ευκαιρούσε απ’ τις ασχολίες του σπιτιού. Τ’ αδέλφια μου μπαινόβγαιναν πού και πού να μου ρίξουν μια ματιά. Μα η μάνα να ξενυχτήσει στο προσκεφάλι το παιδί της; Έλειπε… έλειπε… Και οι νύχτες μαύρες, δεν έκλεινα μάτι. Μ’ έπνιγε ένας άγριος βήχας. Ο πατέρας, γυρίζοντας τα μεσάνυχτα απ’ τη λέσχη, έμπαινε μια στιγμή στην κάμαρά μου να μου δώσει λίγο κονιάκ με ζάχαρη.
     Αυτό με ησύχαζε κάπως. Μα ύστερα πάλι ξανάρχιζε το μαρτύριο. Καταριόμουνα τη μάνα μου. Γιατί να μην είναι εδώ στο πλάι μου, να μου μιλεί, να με περιποιείται, να μου συντομεύει το μαρτυρικό ξενύχτι με λόγια στοργικά; Γιατί; Αν δεν την αφήνουν νά ’ρθει, γιατί δεν βρίσκει τρόπο να σκαρφαλώσει ώς το παράθυρο, να μου ’ρθει απ’ εκεί. Εγώ πεθαίνω, αυτή τι κάνει; Κι έλεγα μέσα μου: «Δεν αγαπώ πια κανένα, δεν έχω πόνο πια για κανένα».
     Όλα μέσα μου νεκρά, και δος του μ’ έπνιγε ο βήχας.
     Την δεκάτη πέμπτη ημέρα για πρώτη φορά λαγοκοιμήθηκα τη νύχτα.
     Είδα τότε ένα όνειρο.
     Έσκυψε επάνω μου η μητριά μου. Τη λέγανε Δέσποινα.
     – Γύρισε, μου είπε, παιδί μου, κι από το άλλο μέρος, θα ιδείς που θα κοιμηθείς.
     – Μα δεν μπορώ, μόλις κάνω να γυρίσω με πνίγει ο βήχας.
     – Όχι, γύρισε, δεν θα σε πειράξει πια, και με σκέπασε με τις κόκκινες κουβέρτες.
     Το πρωί ξύπνησα κάθιδρος απ’ τον ύπνο. Είχα κοιμηθεί για πρώτη φορά ύστερα από δεκαπέντε μέρες. Ήταν το πρώτο βηματάκι προς την ανάρρωση.
     Δεν άργησα ν’ αναλάβω.
     Μόλις πήρα πράτιγο για έξω, το πρώτο που φρόντισα ήταν με κάθε τρόπο να συναντήσω την Έλλεν. Μαζί με τη ζωή ξανάβρισκε και η καρδιά τα αισθήματά της.
     Της έδωσα ραντεβού ένα απόγευμα στην Πούντα. Τι συγκίνησις όταν την αντίκρυσα. Ήρθε κατ’ ευθείαν σε μένα σαν αυτόματο, λες κι ήμουν ο πρώτος τυχόν γνώριμος. Εγώ έτρεμα σαν το καλάμι, οι παλμοί μου ήσαν αμέτρητοι. Έσκυψα και φίλησα το χεράκι της. Μου ’κανε εντύπωση η αδυναμία της.
     – Γιατί αδυνάτισες έτσι;
     Μου απήντησε μ’ ένα μορφασμό γεμάτο απογοήτευση.
     – Ας πάμε λίγο παρακάτω, εδώ είναι ο δρόμος πολύ περαστικός, μπορεί να μας δουν.
     Προχωρούσαμε σωπαίνοντας. Ήταν τόσο στενόχωρη η θέση μας. Φθάσαμε ώς τη μεγάλη εξώθυρα του νεκροταφείου.
     – Ας μπούμε εδώ μέσα.
     Την κοίταξα κατάμουτρα, ήθελα να ψυχολογήσω αν από σκοπό με πήγαινε στο νεκροταφείο. Ήταν απαθής σαν άγαλμα. Προχωρήσαμε ανάμεσα στους τάφους.
     – Γιατί δεν απάντησες στα γράμματά μου;
     – Τα ’παιρνε όλα η μητέρα. Απ’ τα γράμματά σου (μου μιλούσε γαλλικά και κάποτε αγγλικά, η γλώσσα μας τη δυσκόλευε λίγο), εκατάλαβε ότι σου είχα δοθεί, ότι είχα γίνει δική σου. Επέρασα μαρτύρια. Ο αδελφός μου ήθελε να με σκοτώσει. Με είχαν δύο μήνες κλεισμένη στο σπίτι, φυλακισμένη.
     – Κι εγώ πέρασα τόσα πολλά, μα τόσα πολλά βάσανα και πόσο σ’ αδίκησα, παρεξήγησα τη σιωπή σου. Μα δεν πειράζει, θα ιδείς πως θα λησμονηθούν όλα αυτά, θα σε κάνω ευτυχισμένη.
     Ένα πικρό χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη της.
     – Γιατί είσαι τόσο ψυχρή; Δεν μου ’δωσε απάντηση. Σε λίγο μου λέει:
     – Ξέρεις γιατί εδέχτηκα το ραντεβού σου αυτό;
     Περίμενα με αγωνία σαν τον καταδικασμένο στην αγχόνη που περιμένει να τραβήξουν το σχοινί.
     – Δεν μπορώ πια να σ’ αγαπώ κι αν το ’θελα ακόμα.
     Ένα αχνό, ξεψυχισμένο, γιατί, έφυγε από μέσα απ’ την ψυχή μου, σαν το θρόισμα των φύλλων στη σιγαλιά της νύχτας.
     – Είμαι καταδικασμένη, οι γιατροί βρήκαν το στήθος μου βλαμμένο. Είμαι χαμένη.
     Ένα «όχι, δεν γίνεται» ξέφυγε απ’ το στόμα μου, απέραντης διαμαρτυρίας, κατά της τύχης, σαν κατάρα στο Θεό.
     Τα λόγια της έβγαιναν με τόση ψυχραιμία, με τόσο φλέγμα.
     Για μια στιγμή μου πέρασε η υποψία μήπως παίζει μαζί μου.
     – Τα λες για να με δοκιμάσεις;
     Χαμογέλασε πικρά.
     – Ήρθα να σε ιδώ για τελευταία φορά και να σου πω αντίο, ποιος ξέρει, ίσως για πάντα.
     Η συγκίνηση μ’ έπνιγε.
     – Μα τι λες; Να πεθάνεις εσύ; Πώς γίνεται; Τι θ’ απογίνω εγώ;
     – Θ’ αγαπήσεις άλλη.
     – Ω! μη μου μιλάς έτσι ψυχρά! Με παγώνεις. Άφησε αυτό το παγερό ύφος. Δεν πιστεύω τους γιατρούς, είναι τσαρλατάνοι. Νά, κι εγώ έφθασα στο χείλος του τάφου. Οι γιατροί όλοι με είχαν αποφασισμένο και στο πείσμα τους εγώ τη γλύτωσα. Έτσι και συ θα γίνεις καλά, θα σωθείς.
     Κι έκανα να τη σύρω στην αγκαλιά μου. Με απώθησε με δύναμη.
     – Όχι, μη με συγκινήσεις καθόλου. Δεν κάνει. Πες πως ήταν ένα ωραίο όνειρο. Αν ζητήσουμε να το συνεχίσουμε θα το χαλάσει το φάσμα της οικτρής πραγματικότητος και δε θέλω το ωραίο μας όνειρο να πάρει την αποσκελετωμένη μορφή της αρρώστιας μου. Σου χρωστώ τη χαρά που μ’ έκανες να γνωρίσω τη ζωή, στη σύντομη ζωή μου, et je suis contente de ne pas mourir vierge.
     Ο πόνος με τάραζε σαν το δέντρο που το δέρνει εδώ κι εκεί ο μανιασμένος άνεμος. Τα πόδια μου ελύγισαν και έπεσα κλαίγοντας γοερά στην πλάκα του τάφου που ευρισκόταν πίσω μου.
     – Ό,τι και να ’σαι, ό,τι και να ’χεις δεν με νοιάζει. Εγώ σ’ αγαπώ… κι εγώ μαζί σου… θα…
     Και τα χέρια μου χαϊδεύανε την κρύα πλάκα του τάφου σαν να ζητούσαν να πάρουν απ’ αυτήν παρηγοριά.
     – Σήκω επάνω, όχι, έτσι με κάνεις να χάνω το θάρρος μου.
     Η φωνή της έτρεμε για πρώτη φορά.
     Επήρα τα δυο της χεράκια και τα φιλούσα παράφορα σαν τρελλός.
     – Θα με στείλουν για θεραπεία. Δεν ξέρω ακόμα πού. Έχει ο Θεός, μπορεί να ξαναϊδωθούμε. Τώρα όμως είναι ώρα να πηγαίνουμε.
     Της πήρα το κεφάλι στα δυο μου χέρια, την κοίταξα κατάματα. Έπειτα, απότομα, εκόλλησα τα χείλη μου στα δικά της με τέτοιο πόθο, σαν να ’θελα να της δώσω ζωή απ’ τη ζωή μου.
     Από τότε τι μονότονες ώρες, πληκτικές, ανιαρές, χωρίς ίχνος από αίσθημα, νεκρές ώρες της ζωής, σαν να ’χε απομείνει κάτι μέσα μου απ’ το νεκροταφείο.
     Εσύχναζα τα βράδια μου μόνο στην οικογένεια Τομπρώφ, που συνδεόμασταν πολύ. Τα σπίτια μας ήταν κολλητά το ένα με τ’ άλλο. Μου είχε συμβεί την εποχή του πολέμου ένα πολύ κωμικό επεισόδιο στο σπίτι αυτό. Συνήθιζα να τους απαγγέλλω πατριωτικά ποιήματα, ιδίως απ’ τον Παράσχο.
 
             Αχ δεν επρόφθασε να ιδεί και το δικό σας μάτι
             του Τούρκου όταν άφριζε και χόρευε το άτι κτλ.
 
Ένα βράδυ, είχαν και κάποιο ξένο επίσκεψη. Εγώ ήμουν επιφυλακτικός. Τα μούτρα του δεν μου ενέπνεαν και πολύ εμπιστοσύνη.
     – Ε, δε μας λες τίποτα απόψε, Μήτσο, μου λέγει ο δικηγόρος Τομπρώφ.
     Έριξα μια δύσπιστη ματιά στον ξένο.
     – Μπα, μη φοβάσαι, ο κύριος είναι δικός μας.
     Παίρνω αμέσως κουράγιο.
 
             Στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά
             γιατί, γιατί, παιδιά μου;
             με τ’ όνομά της μοναχά
             φτερώνεται η καρδιά μου; κτλ.
 
Κάπου λέω το στίχο:
 
     Και ξέρει ο Μήτσος (αντί ο Δήμος)
     από πού πηγαίνουνε στην Πόλη.
 
Και ο κύριος που με παρακολουθούσε ψυχραιμότατα και με πολύ εκφραστικό ειρωνικό χαμόγελο, μου λέγει κρύα-κρύα:
     – Με το «Μεσαζερί», φίλε μου, με 2 λίρες.
     Η ειρωνεία μ’ έκοψε στη μέση. Εν τω μεταξύ ο ένας απ’ τους Τομπρώφ τού κοτσάρει το φέσι στο κεφάλι, ο δε άλλος με συνιστά με πολύ επισημότητα.
     – Ο κύριος Μιχρί μπέης, ο κύριος Μήτσος Μουράτ.
     Κόκκαλο εγώ. Η γλώσσα μου πήγε στο κατοπινάρι μου. Έβλεπα μπροστά μου κιόλας την κρεμάλα.
     Εγέλασε με το φοβισμένο μου ύφος.
     – Πες όσα θέλεις, κύριε, μου λέγει ο Μιχρί μπέης, ο οποίος ήταν Κρητικός τελειόφοιτος του Γυμνασίου και μιλούσε κι επρόφερε τη γλώσσα μας σαν Ρωμιός. Μου είναι αδιάφορο.
     Εγώ δεν μπορούσα ακόμα να συνέλθω απ’ τον τρόμο μου. Είχα υπ’ όψι μου πως η τούρκικη μπαμπεσιά δεν έχει όρια, ποιος ξέρει πού θα ξημερωνόμουνα την άλλη μέρα.
     – Αμ’ θα σ’ αφήναμε εμείς να πεις λέξη, μου λέγει ο Τομπρώφ, αν δεν είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη στο φίλο μας Μιχρί μπέη;
     Εκείνο το βράδυ δεν απήγγειλα πια τίποτα. Το ειρωνικό του πείραγμα με το «Μεσαζερί» έδειχνε αρκετά πως ο φανατισμός δεν τον είχε αφήσει ολότελα.
     Ο πατέρας μου με κάθε τρόπο ζητούσε να μου κινήσει το ενδιαφέρον μου και το ζήλο στο εμπόριο. Να με γλυκάνει πολλές φορές και με το κέρδος. Για μένα όμως ήταν κάτι χειρότερο απ’ αγγαρεία. Με βύθιζε περισσότερο στην πλήξη μου και την απογοήτευσή μου.
     – Πήγαινε στον κ. Κασάπογλου και πες του ότι έχουμε 200 καντάρια βαλανίδια, τιμή τάδε ποιότης τάδε.
     Προχωρούσα λίγα βήματα. Με φώναζε πίσω.
     – Έλα εδώ. Τι σου είπα;
     Επανελάμβανα σαν μαθητούδι τόσα καντάρια… λάθος στα καντάρια, λάθος στις τιμές, λάθος στην ποιότητα… γενική θαλασσοποίησις. Εκείνος κουνούσε απελπιστικά το κεφάλι.
     – Τι θα γίνεις; Τι θα κάνεις στη ζωή; Κι εγώ σε είχα για το καλύτερό μου παιδί. Μου διέψευσες όλες μου τις ελπίδες.
     Μα τι έφταιγα εγώ, όταν εκείνος μου ’δινε τις παραγγελίες του, στο μυαλό μου στριφογύριζαν στίχοι του Ζαλόκωστα, του Παράσχου και όλων των ποιητών που είχα στην ανθολογία μου.
     Μου τα ’δινε γραφτά. Στο δρόμο συλλογιζόμουνα: «Έχει δίκαιο, δεν κάνω για τίποτα. Τι θ’ απογίνω; Είμαι ένα χαμένο κορμί. Η ζωή χρειάζεται χέρι δυνατό, να την πάρει στη φούχτα μέσα και να την τσαλακώσει, να τη σταματήσει, αλλιώτικα δεν αξίζει να ζεις».
     Μα τι να κάνω που δε μ’ άρεσε το εμπόριο; Το ’ξερα πως είχα σειρά όπως τ’ άλλα μου αδέλφια για του Ράλλη το κατάστημα, μα σκεπτόμουνα, αν πάω εκεί κι αποτύχω. Αν κάνω τα ίδια και με διώξουν; Αυτά όλα μου είχαν κλονίσει τέλεια το εγώ μου. Το θέατρο, ούτε το ’βαζα στο νου μου. Ο πατέρας μου θα με σκότωνε κι έπειτα ήθελα ένα χρόνο ακόμη για να γίνω ενήλικος.
     Μια μέρα ένας φίλος μου μου είπε ότι ζητούσαν υπάλληλο στα γραφεία της Société des Faux που είχα κι άλλοτε εργασθεί. Παρουσιάστηκα στον διευθυντή. Μ’ εξήτασε προχείρως και μου ’δωκε τη θέση. Ογδόντα φράγκα το μήνα. Το ανήγγειλα γεμάτος χαρά στον πατέρα μου.
     – Γιατί δεν μου το ’λεγες; Θα σου ’διναν καλύτερο μισθό αν μιλούσα εγώ· ο διευθυντής είναι φίλος μου.
     – Ήθελα να χρωστώ την αποκατάστασή μου στον εαυτό μου. Στην πραγματική μου αξία, χωρίς τη δική σας μεσολάβηση, του απήντησα.
     Τα γραφεία της εταιρείας αυτής ήταν για μένα η Λυδία λίθος. Η τελευταία μου προσπάθεια ν’ ακολουθήσω το εμπόριο. Εκεί άρχισε να υποφώσκει σαν ωχρό, απαλό γλυκοχάραγμα, η ιδέα ότι δεν είχα προορισμό πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θέατρο.
     Μ’ έβαλαν να εργάζουμαι στα Comptes-Courants με κάποιον άλλον υπάλληλο, ένα καλό και ήσυχο γεροντάκι. Ο Chef Comptable ήταν ένας Βέλγος αγροίκος και βάναυσος, που απ’ την πρώτη ημέρα μού κάθισε στο στομάχι. Με αναστάτωνε ιδίως και με δαιμόνιζε ο πρόστυχος και χυδαίος τρόπος του στο γέρο εκείνον άνθρωπο. Το μυαλό του φυσικά, λόγω της ηλικίας, δεν είχε την απαιτούμενη φρεσκάδα να λογαριάζει στο φτερό τους αριθμούς που του ’δινε ο Βέλγος. Και τότε βρισιές, φωνές, βιβλία εκσφενδονίζονταν στον αέρα. Κι ο φτωχός οικογενειάρχης τα υπέφερε όλα στωικότατα, αναλογιζόμενος τα παιδάκια του και το σπίτι του. Εγώ γινόμουνα θηρίο. Το αίμα ανέβαινε να με πνίξει. Όταν τον φώναζε ο διευθυντής ή έφευγε απ’ το γραφείο για άλλη ασχολία, τότε χόρευαν τα ποντίκια. Τα λέγαμε με το γέρο. Άλλοτε πέταγα την πέννα βλαστημώντας και άρχιζα το ποίημα απ’ τη Γαλάτεια του Βασιλειάδη:
 
             Παρήλθον ημέραι και χρόνοι μεγάλοι
             Εις βάτους επνίγη το εύοτρυ κλήμα… κτλ.
 
– Άσ’ τα, βρε παιδί μου, παράτα τα όλα κι άιντε να βγεις στο θέατρο, μου ’λεγε ο γέρος. Ε, λοιπόν, αυτό ήταν το πρώτο μικρόβιο που μου ’ριχνε ο γέρος αυτός σιγά-σιγά μέσα μου χωρίς να το καταλαβαίνει. Κι εφούντωνε η αρρώστια, εφούντωνε, ώσπου μ’ έπιασε και με τάραξε ο πυρετός για την Τέχνη.
     Ένα πρωί ο Βέλγος μού φέρθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως και στον γέρο. Την ίδια μέρα έστειλα στον διευθυντή της εταιρείας τη λιγόλογη αυτή παραίτηση:
 
     Κύριε,
     Η σιχαμερή διαγωγή του Αρχιλογιστού σας με αναγκάζει να υποβάλλω παραίτησιν.
 
     Το απόγευμα ξεκίνησα για το Κορδελιό, όπου καθότανε η μητέρα μου.
     – Παραιτήθηκα απ’ το γραφείο. Δεν ξέρω τι θέλω. Είμαι απελπισμένος.
     Με κοίταξε καταλυπημένη.
     – Ξέρεις, της λέω ξαφνικά, έχω την ιδέα πως μόνο ηθοποιός θα μπορούσα να κάνω.
     Εκάρφωσε τα μάτια της επάνω μου με αγωνία.
     – Ναι, νοιώθω πως είμαι θεατρίνος. Κάθε τι απ’ τη ζωή μου είναι θέατρο.
     Είδα να βουρκώνουν τα μάτια της.
     – Γιατί λυπάσαι; Θα ήταν τόσο τρομερό;
     – Όχι, φοβούμαι μη δυστυχήσεις σ’ αυτό το επάγγελμα. Έχω έξι αγόρια κι είναι σαν να ’χω ένα, γιατί μόνο εσύ μ’ αγαπάς. Αν σε χάσω και σένα τι παρηγοριά μού απομένει;
     – Έλα και συ κοντά μου. Έλα να γυρίζουμε από τόπο σε τόπο μαζί. Να μοιραστείς την τύχη μου.
     – Είχες μανία από παιδάκι με το θέατρο, μα έλεγα πως με την ηλικία θα σου πέρναγε αυτό. Πώς σου κατέβηκε έτσι ξαφνικά;
     – Ωρίμαζε από καιρό μέσα μου. Μα θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Ποια κληρονομική κατάρα με κατέχει; Από ποιον πήρα αυτό το σκουλήκι; Ο πατέρας αστός απ’ τους πιο αστούς… Εσύ…
     Εκείνη τη στιγμή ένα πικρό χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη της και τα μάτια της σκοτείνιασε ένα σύννεφο νοσταλγίας.
     – Τι σκέφτηκες;
     – Μια φορά, λίγο έλειψε να φύγω απ’ το σπίτι του πατέρα μου και ν’ ακολουθήσω κάποιο θίασο.
     Τινάχτηκα επάνω θριαμβευτικά· τα μάτια μου αστράψανε.
     – Μα έτσι εξηγείται τώρα… Είμαι απ’ αυτή τη φλέβα βγαλμένος. Γεννήθηκα απ’ αυτό το κύτταρο.
     Τώρα που γράφω, πώς ζωντανεύουν πάλι όλα, όλα. Η νοικοκυρεμένη καμαρούλα της μητέρας. Το ωραίο Κορδελιό, όταν πηγαίναμε τ’ απογευματάκι κάνοντας το σύντομο εκείνο ταξίδι με το βαποράκι για να κορτεζάρουμε τα κοριτσόπουλα, στις ακρογιαλιές, που ζηλιάρικα χάιδευε το κύμα και τις γλυκοφιλούσε ο μπάτης.
     Γιατί να ξαναζούνε έτσι, όλες αυτές οι εικόνες, οι μορφές όλες, του πόνου, της λαχτάρας, του καημού, της χαράς, της ευτυχίας, και τίποτε να μην ξαναγυρίζει.
     Την αγκάλιασα και τη φιλούσα, τη φιλούσα…
     – Δεν έγινες εσύ θεατρίνα, γιατί φοβήθηκες ν’ ανατρέψεις και να ποδοπατήσεις τις προλήψεις και τις βλακώδεις κοινωνικές συνθήκες, γιατί ήσουν γυναίκα. Καλά. Μα εγώ είμαι άντρας. Θα τις τσαλαπατήσω όλες. Και τι ανοησίες είναι όλα αυτά; Τι μπορεί να συγκριθεί στη ζωή με το θέατρο; Νοιώθω πως μόνο εκεί η ανήσυχη ψυχή μου θα βρει τον προορισμό της, μόνο εκεί θα ξεχυθεί στις πολυποίκιλες κι αμέτρητες αρτηρίες της. Μόνο έτσι θα ευτυχήσω.
     – Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, παιδί μου, είπε η μάνα μου.
     Και στα νοσταλγικά της μάτια ξαναζούσαν οι νεανικοί πόθοι και τα νεανικά της όνειρα.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)