[ Ο θίασος του Δημητρίου Κοτοπούλη στη Σμύρνη ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
Εβγήκαν ρεκλάμες για την έναρξη του θιάσου Δημητρίου Κοτοπούλη εις το Θέατρον Λουκά της Σμύρνης. Αναμονή λοιπόν αγωνιώδης. Είμαστε τότε στην καρδιά της ανοίξεως 1899.
     Η παρέα μου, πέντε έξι λεοντιδείς κι εγώ, σε μια γωνιά κοντά τους καπνίζοντας τον αγαπημένο μου ναργιλέ παρακολουθούσα στο Παυσίλυπον τα κουτσάκια (όπως τα λέγανε στη Σμύρνη) του Μαριδάκη.
     Στα διαλείμματα η εστουτιαντίνα τραγουδούσε τις κανταδούλες της μόδας. Έλεγε το τραγούδι του Κοκκίνου:
 
             Μέσα στης καρδιάς τα φύλλα
             Έχω πόνο μυστικό
             Σχίσε την για να πιστέψεις
             Πόσον κόρη σ’ αγαπώ.
 
Όταν ξάφνου, μαζί με τη μία απ’ τις «Μπόβι Καμπέτσι» μπήκε μια ψηλή, κυπαρισσόκορμη κοπέλα. Μάτια που ’χαν κάποια ναζιάρικη νωχέλεια, ένα κάτι χαδιάρικο στο απαλό γύρισμα προς τα πίσω του κεφαλιού, μια παρθενική φιλαρέσκεια σ’ όλο της το είναι σαν άρωμα λουλουδιού που πρωτοξανοίγει τα πέταλά του. Ποδαράκια με τορνευτές γαμπούλες θυμίζαν σπάνια ράτσα αλόγου, κι ένα βάδισμα αλαφρό σαν αίλουρου. Μια πλατύγυρη ψάθα εσκίαζε το ωραίο προσωπάκι με κάποιο μυστήριο και το κοντό ώς τα γόνατα φουστανάκι, η περασμένη στον ώμο τσαντούλα, όλα μαζί σαν ένα γλυκό ροδοχάραμα, τόσο ονειρώδες που αν έκλεινες για μια στιγμή τα μάτια θα νόμιζες πως κουρασμένη να τριγυρνά στα δάση η κυνηγέτις Άρτεμις κατέβηκε από μια παράξενη ιδιοτροπία ντυμένη μοντέρνα, στην πόλη.
     – Ποια είναι αυτή, λέγω στον διπλανό μου, αρπάζοντάς τον απότομα απ’ το μπράτσο.
     – Ένα απ’ τα Κοτοπουλάκια –η Φωτεινή Κοτοπούλη.
     – Τι όμορφη κοπέλα, τι όμορφη κοπέλα, και έμεινα έκπληκτος μπροστά στην εξωτική κοπέλα.
     Την άλλη μέρα έπιασα το πόστο πρώτος και καλύτερος. Επερίμενα με καρδιοκτύπι να ξαναϊδώ το χάρμα εκείνο. Σε μια γωνία λίγο παράμερα, μερικά κοριτσόπουλα κρυφοκουβεντιάζανε και πού και πού ξεσπούσανε σε χάχανα.
     Ένα απ’ αυτά ξεχώριζε με τη βαριά φωνή του, χειρονομούσε και έκανε ένα θόρυβο του διαόλου.
     Λεπτοκαμωμένο, αδύνατο, λίγο καχεκτικό, κάπως ατημέλητο. Μορφή κεχριμπαρόχρωμη αλλά χαρακτηριστικά τόσο αδρά, σχεδόν αγορίστικα και μάτια που σπιθοβολούσαν όλο εξυπνάδα. Η έντονη σαν χάλκινο όργανο φωνή της μου ’δινε μια παράξενη εντύπωση, λες κι ήταν κάποιο περίεργο φαινόμενο.
     Ρωτώ το γκαρσόνι.
     – Ποια είναι αυτή η μικρούλα;
     – Είναι το μικρότερο απ’ τα Κοτοπουλάκια, λένε πως είναι διάολος.
     – Μαρίκα, μου απαντά το γκαρσόνι και μ’ αφήνει με την εντύπωση του ονόματος.
     Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της. Ένοιωθα να μου μεταδίδει μια παράξενη γοητεία. Έλεγα μέσα μου: «Τί έχει αυτό το αλλόκοτο πλασματάκι, ποιο άγνωστο δαιμόνιο το εμψυχώνει τόσο που σε στριφογυρίζει έτσι ανεμοστρόβιλος ώστε να χάνεις τέλεια τη συνείδηση της ζωής».
     Για κάμποση ώρα είχα ξεχάσει την ωραία Φωτεινή. Σε λίγο κατέφθασε η παρέα μου.
     – Κάτι νωρίς-νωρίς, μου λέγει ο ένας απ’ αυτούς γελώντας πονηρά.
     – Κάθε άλλο παρά αυτό που βάζει ο νους σου, του απαντώ.
     – Νά την η εκλεκτή της καρδιάς σου, μου λέει κάποιος άλλος.
     Εγύρισα να ιδώ με λαχτάρα. Έβαλαν όλοι τα γέλια. Δεν ήταν εκείνη και όμως της έμοιαζε τόσο. Το ίδιο κόψιμο του προσώπου, μα τα χαρακτηριστικά ένα ένα διαφέρανε. Αυτή ήταν λίγο πιο κοντουλή. Μάτια στρογγυλά σαν να ατενίζανε σ’ ένα ορισμένο σημείο με κάποια απορία και στο περπάτημά της λικνιζότανε το κορμί σαν την αραγμένη βαρκούλα στο λιμάνι που την αργοκινά η φουσκοθαλασσιά. Αλλά τόσο γλυκό πρόσωπο, τόσο αθώο, σαν να χρωματίζετο εκεί επάνω η καλωσύνη μιας ψυχής.
     – Αυτή, μου λέει ένας της παρέας, είναι η Χρυσούλα, δίδυμη αδελφή της Φωτεινής.
     – Είστε, βλέπω, όλοι καλά πληροφορημένοι.
     – Πάρε ένα πρόγραμμα να πληροφορηθείς και συ καλά, αν και δεν θα σε φωτίσει αρκετά γιατί τις έχουν όλες με ψευδώνυμο.
     – Είναι κι άλλη μια κοντούλα και στρομπουλή όλο δροσιά και χάρη, την λένε Πόπη, μου λέει ο άλλος κοροϊδευτικά, περίμενε να ιδείς κι αυτήν και τότε βάζεις κλήρο, ποιαν απ’ τις τέσσερις θα διαλέξεις.
     Δεν έδωκα απάντηση στο πείραγμα. Εκάπνιζα τον ναργιλέ βυθισμένος στις σκέψεις μου, ρίχνοντας κλέφτικες ματιές πότε στη Μαρίκα και πότε στη Χρυσούλα. Μα τώρα νοιώθω πως και είκοσι κόρες να είχε ο Κοτοπούλης θα ξελογιαζόμουν και με τις είκοσι, γιατί σ’ αυτές όλες θ’ αγαπούσα όχι τις γυναίκες, αλλά το θέατρο, την τέχνη.
     Όταν αντίκρυζα τα μάτια του αγνώστου εκείνου κοριτσιού που το λέγανε Μαρίκα, ποια μυστικοπάθεια, ποια διαίσθησις μου κλόνιζε όλο μου το είναι; Τι ήταν εκείνο που μιλούσε από τόσο αλαργινά σαν να μου ’λεγε πως μια μέρα οι ψυχές μας, οι καρδιές μας, τα χείλη μας, τα μάτια μας θα επικοινωνούσαν μέσα στην αθάνατη πνοή της τέχνης για να γεννηθούν η Οφηλία και ο Χάμλετ, η Δασκαλίτσα, η Στοργή, το Γεράκι, ο Συρανό, ο Ισραήλ.
     Τι τάχα να μου προμηνούσε τον αθάνατο αυτό δεσμό;
     Κι όταν το ίδιο γινότανε με τη Χρυσούλα, τι μου προέλεγε μια ολόκληρη ζωή ευτυχίας; Ή με τη Φωτεινή μια απέραντη αδελφική αγάπη; Ποιος Θεός σιγομιλούσε έτσι προφητικά μες στην ψυχή μου, ώστε να νοιώθω ευτυχία απέραντη στο αντίκρυσμα μονάχα των τριών αυτών κοριτσιών που μου σκλαβώνανε κάθε μου σκέψη, που μου ξυπνούσανε κάθε πτυχή απ’ τις αισθήσεις μου.
     Γιατί να ’ναι τάχα οι ώρες εκείνες όμοιες με τις τωρινές, χωρίς να ’χει αλλάξει τίποτα ο σαρακοφάγος χρόνος που πέρασε επάνω τους; Πώς μια στιγμή να σμίγει σαν σπίθα ολόκληρες ξέχωρες ζωές και να τις πλάθει έτσι ομοιόμορφα σαν να είναι ομοούσιες;
     Ζαρωμένος έτσι σε μια γωνία παρακολουθούσα με προσήλωση τις πρώτες παραστάσεις στο υπαίθριο θέατρο του Λουκά. Ήμουν ξετρελλαμένος με τον Κοτοπούλη. Το μεγαλοπρεπές ανάστημά του, η βροντερή και επιβλητική φωνή του, μου ’διναν την εντύπωση ενός Αίαντος. Εις τον Κωνσταντίνο, στη Φαύστα έλεγα πως ήταν ο ίδιος ο Καίσαρ. Κάθε μέρα τον εγκωμίαζα στο Journal de Smyrne, υποσημείωνα τα άρθρα μου και του τα έστελνα. Ένα ιδίως ήταν πολύ επιτυχημένο «ότι οι μεγάλοι τεχνίτες ξέρουν το μυστικό ν’ ανανεώνονται στην τέχνη κάθε τόσο χωρίς να τους ξεθωριάζει ο χρόνος» και ανέφερα ως παράδειγμα το πάθημα του Αλεξάνδρου Δουμά που του συνέβη με κάποιον ηθοποιό της «Γαλλικής Κωμωδίας» στην επανάληψη του έργου του Η Κυρία με τας Καμελίας.
     Σηκώθηκε ο Δουμάς την ώρα της δοκιμής και παρετήρησε στον ηθοποιό, ότι ο προκάτοχός του σε κάποια ορισμένη στιγμή στο ξέσπασμα του θυμού του εκούμπωνε νευρικά το ζακέ του.
     – Έχετε δίκαιο, μαιτρ, του απήντησε ο ηθοποιός, αλλά η μόδα άλλαξε και οι ζακέδες της εποχής μας δεν κουμπώνουν πλέον.
     – Συγγνώμην φίλε μου, του απήντησε ο Δουμάς, ελησμόνησα ότι «εγώ εγήρασα».
     Ο Θείος με συνεχάρη τότε για το άρθρο αυτό και ο Κοτοπούλης εζήτησε να με γνωρίσει. Δεν έλαβα το θάρρος να του παρουσιασθώ αμέσως.
     Εδείλιαζα να μπω στα παρασκήνια, το ίδιο όπως και στο ιερό της εκκλησίας, ενόμιζα ότι δεν ήμουν αρκετά παρασκευασμένος γι’ αυτό, ότι δεν είχα μυηθεί αρκετά στα μυστήριά τους για να βάλω εκεί μέσα το βέβηλό μου πόδι. Παρακολουθούσα από μακριά με ιερήν προσήλωση.
     Δυστυχώς όμως τότε οι Σμυρνιοί δεν έδειξαν και τόση προθυμία για το θέατρο. Οι θεαταί ήσαν μετρημένοι αν και ο θίασος ήταν απ’ τους καλύτερους.
     Ένα πρωί έφθασε στ’ αυτιά μου η θλιβερή είδησις ότι διέκοπτε τας παραστάσεις του. Η Τύχη που χώνει παντού την ουρά της, δεν ξεχνάει ούτε την Τέχνη, άλλοτε την αγκαλιάζει με στοργή και άλλοτε την αρχίζει στις κλωτσιές. Γι’ αυτό βλέπουμε τόσα ανέλπιστα και άδικα ναυάγια θιάσων όπως και τόσο παράξενες και ανεξήγητες εύνοιες. Έτρεξα σαν τρελλός στου Λουκά να πληροφορηθώ.
     Ευρήκα το θίασο ανάστατο, ο απάνθρωπος και σκληρόκαρδος θεατρώνης, το σκιάχτρο των θιάσων, είχε κατάσχει το πλουσιώτατο βεστιάριο του Κοτοπούλη. Εκεί έμαθα με ευχαρίστησή μου ότι ο θίασος θα περνούσε στο Παυσίλυπον όπου ο ιδιοκτήτης τού κήπου ανελάμβανε να ετοιμάσει κατάλληλη σκηνή. Πράγματι, σε λίγες μέρες, η μικρή μπαραγκούλα του Μαριδάκη εξεχαρβαλώνετο για να υψωθεί βιαστικά και γρήγορα μια μεγάλη ξύλινη μπαράγκα που ήταν προορισμένη να στεγάσει έναν Κοτοπούλη και να μου εμψυχώσει τα πρώτα μου όνειρα.
     Ποιος δεν θυμάται το πιο αγαπημένο του απ’ τα παιδικά παιχνίδια σαν κάτι απ’ τις πιο γλυκιές παιδικές του αναμνήσεις; Σε μένα απόμεινε με την πιο ιερά συγκίνηση η μπαραγκούλα εκείνη που την έβλεπα μέρα με τη μέρα να ορθώνεται μπροστά μου σαν Παρθενώνας. Κοντά στα μεγάλα γεγονότα που αφήκαν τα ίχνη τους βαθιά στην ψυχή, εχαράχθηκε και το ξύλινο εκείνο παράπηγμα.
     Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη είχε πάρει την εποχή εκείνη την κάτω βόλτα. Είχε ξεπέσει πολύ. Απ’ το ’να μέρος κάτι μικροθίασοι γαλλικοί και ιταλικοί δίνοντας παραστασούλες μ’ ελευθέρα είσοδο είχαν εκλεβαντινίσει τα γούστα κι απ’ τ’ άλλο πάλι το ίδιο οι ελληνικοί μικροθίασοι με μονόπρακτες χονδροειδέστατες παλιοφάρσες είχαν διαφθείρει τέλεια τα γούστα του κοινού και ξεθεμέλιωσαν το θέατρό μας. Όμως κάτι μου ’λεγε πως αλλάζοντας θέατρο θ’ άλλαζε κι η τύχη συγχρόνως και πως ο θίασος του Κοτοπούλη στο Παυσίλυπον θα ξαναγύριζε το θέατρο από τον παραστρατημένο δρόμο του και θα του ανύψωνε το ξεπεσμένο γόητρό του. Και δεν είχα γελαστεί. Το Παυσίλυπο δεν καταπράυνε τις λύπες μόνον του Κοτοπούλη, αλλά του γέμισε και τις τσέπες χρυσάφι.
     Κάθε βράδυ με την παρέα μου απολαμβάναμε τις παραστάσεις και την ημέρα άγριο κυνήγι στα Κοτοπουλάκια. Στη συντροφιά μας ήταν και ο αδελφός μου Ντικ. Αυτός είχε ριχτεί κατά προτίμηση στη Χρυσούλα. Εγώ εκ περιτροπής, σ’ όποιαν αντάμωνα μπρος μου. Θυμάμαι κάποιο απόγευμα εκάναμε την τουαλέττα μας να πάμε πάλι προς άγραν. Λέω στον αδελφό μου:
     – Ξέρεις, σήμερα το πρωί στα μπάνια είδα τη Χρυσούλα, ήταν ζάχαρη.
     – Καλά. Χθες μου ’λεγες για τη Φωτεινή, προχθές για τη Μαρίκα. Τέλος πάντων διάλεξε μια απ’ τις τρεις κι άφησε καμιά και για μένα. Εσπαρτάρισε στα γέλια.
     – Ξέρεις, με βασανίζει μια ιδέα, μου λέγει σε λίγο. Λέω να βγω στο θέατρο. Έχω την ιδέα πως θα τα καταφέρω.
     – Είσαι τρελλός, θα σε σκοτώσει ο πατέρας, του απαντώ. Κι εγώ το σκέφθηκα πολλές φορές, μα δεν είχα το θάρρος. Κι έπειτα έχω την ιδέα πως δεν θα μπορέσεις να πολυχρονίσεις στο θέατρο. Έχεις χαρακτήρα ασυμβίβαστο και δεν έρχεσαι εύκολα στις στερήσεις και στη βιοπάλη.
     Και βγήκα αληθινός σ’ ό,τι του ’λεγα τότε. Αργότερα πήγε στις Ινδίες κι ύστερα από πολλές περιπέτειες πήρε θέση στα μεγάλα καταστήματα Σασούν –παντρεύτηκε την κόρη του γενικού διευθυντού Ραιμόν.
     Με δυο λόγια βρήκε τον προορισμό του. Έγινε καταπιταλίστας.
     Μας ενοχλούσε τρομερά στο κυνήγι που κάναμε (στα Κοτοπουλάκια) ο εξάδελφός τους Πέτρος Νικολάου. Κάθε φορά που αντικρυζόμαστε μας έριχνε ματιές βλοσυρές.
     – Μωρέ τι αντιπαθητικό μούτρο, ψιθυρίζαμε όταν παρουσιαζότανε μπροστά μας σαν Κέρβερος.
     – Εγώ, έλεγε ένας της παρέας μας, ο Ευαγγελινίδης, εις πρώτην ευκαιρία θα τον τσακίσω αυτόν τον μικρό.
     – Ε, μα δε θα ’ναι και μεγάλη παλληκαριά, είναι πολύ μικρότερός σου. Μόνο σε παρακαλώ μην κάνεις καμιά τέτοια κουταμάρα γιατί είναι ανεψιός του Κοτοπούλου και δε θα ’θελα να τον δυσαρεστήσουμε.
     – Ό,τι και να πεις δεν τον χωνεύω αυτόν τον αντιπαθητικό, μου είπε ο Ευαγγελινίδης, μου κάθεται στο στομάχι.
     Λέγοντας αυτά θα είχε κάποιο προαίσθημα για το επεισόδιο που μας συνέβηκε αργότερα και που λίγο έλειψε να ’χει σοβαρές συνέπειες.
     Ένα βράδυ είχαμε πληροφορηθεί ότι τα κορίτσια δεν είχαν μέρος κι έμειναν σπίτι τους. Πήραμε τις κιθάρες και μια και δυο, πάμε για καντάδα. Θα ’ταν η ώρα ένδεκα. Το σπίτι έβλεπε από το φαρδύ δρόμο στα μπογιατζίδικα, αλλά η πόρτα έπεφτε σ’ ένα στενοσόκακο καθώς και η ταράτσα. Εβάλαμε κάποιον καραούλι στο φαρδύ δρόμο για το φόβο της αστυνομίας με σύνθημα τη λέξη «τσίλιες» κι αρχίσαμε το τραγούδι.
 
             Ξύπνα, ξύπνα, γλυκιά μου παρθένα
             Απ’ τον ύπνο σου πια το γλυκό.
 
Εν τω μεταξύ ακούγαμε κάποιο ψίθυρο στην ταράτσα κι ένα υπόκωφο ασυνήθιστο θόρυβο. Ο Ευαγγελινίδης υπερήφανος, κορδωμένος, ντρίτος σαν στέκα με το μαντολίνο κρατούσε τη διακεκριμένη θέση κάτω απ’ την ταράτσα και φορτσάριζε με τη μπάσα φωνή του, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας σαν φυσαρμόνικα, για να ξεχωρίσει απ’ όλους μας.
 
             Ξύπνα από χείλη ν’ ακούσεις θλιμμένα
             Ένα λόγο, πικρό μυστικό.
 
Εκείνη την πιο παθητική στιγμή, ένας τενεκές νερό περιλούει τον φουκαρά Ευαγγελινίδη από πάνω ώς κάτω.
     Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
     Ο δεχθείς όλο το λούσιμο Ευαγγελινίδης, που το ’λεγε η καρδιά του, όρμησε στην πόρτα κι άρχισε να βαράει άγριες μαγγουριές. Εν τω μεταξύ εγώ επέταξα τη φράση: «Αν είναι άντρας αυτός που το ’κανε αυτό να κατέβει κάτω».
     Ο Νικολάου απαντούσε από πάνω:
     – Τι να κατέβω;
     – Ναι, βρε, κατέβα.
     – Ε, λοιπόν, δεν κατεβαίνω.
     Στο σπίτι επάνω γινότανε μεγάλος θόρυβος. Τα κορίτσια ρεζιλεμένα και δυσαρεστημένα, τα ’βαζαν με τον εξάδερφό τους, αλλά αυτό γινότανε ανάμεσα σε γέλιο διακεκομμένο, γιατί ομολογουμένως το επεισόδιο είχε και την κωμική του όψη. Εν τω μεταξύ ο Ευαγγελινίδης προσπαθούσε να βάλει την πόρτα μέσα, βοηθούμενος απ’ τον αδελφό μου Ντικ που ήταν θηρίο στη δύναμη, όταν έξαφνα καταφθάνει ο πασβάντης (νυκτοφύλακας), ένας βουνίσιος Αρβανίτης που δεν ήξερε γρυ ελληνικά μα ούτε καν τουρκικά.
     Αυτός βλέποντάς μας να κτυπάμε την πόρτα, μας επετέθη. Επειδή δε εμείς του πέσαμε, εξημμένοι καθώς είμαστε από κοντά για να του εξηγήσουμε το πράγμα, ενόμισε ότι θέλωμε να του επιτεθούμε. Ετράβηξε το πιστόλι και εξασφαλίζοντας τα νώτα του στον τοίχο, απειλούσε να πυροβολήσει.
     Το επεισόδιο θα είχε αποτέλεσμα αιματηρό, γιατί ο Ντικ, λεοντόκαρδο παλληκάρι, ήθελε να επιτεθεί κατά του πασβάντη και να του πάρει το πιστόλι και μόλις μετά κόπου τον συγκρατήσαμε, ο αδελφός μου Μάριος κι εγώ, όταν για καλή μας τύχη αριβάρισε η πολίτσια (αστυνομία). Ο επικεφαλής ήταν Κρητικός και μιλούσε καλά τα ελληνικά. Προσπαθούσαμε να του εξηγήσουμε τα πράγματα. Απ’ τη μια εμείς με τις φωνές μας, απ’ την άλλη ο αγριεμένος Αρβανίτης, του πήραμε τ’ αυτιά, του χαλάσαμε την αρμονία και το ραχάτι της ψυχής, τόσο, που στο τέλος βαριέστησε, μας διαολόστειλε όλους και τραβήξαμε εμείς το δρόμο μας κι αυτός το δικό του.
     Εκείνο το βράδυ ο Ευαγγελινίδης ώσπου να πάει σπίτι του ν’ αλλάξει κατέβαζε Χριστούς και Παναγίες και ορκιζότανε να σαπίσει στο ξύλο τον Νικολάου.
     Εν τω μεταξύ εμείς τον πήραμε στην κοροϊδία.
     – Αμ, ευλογημένε τσιμπούκη (αυτό ήταν το παρατσούκλι του), πήγες πρώτος και καλύτερος να δείξεις το μπόι σου.
     – Κι απάνω στην ώρα που έβγαζες την πιο μπάσα νότα.
     – Φαντάσου, λέω εγώ, να μην ήταν νερό καθαρό και να ’ταν κολώνια… Θα ’χουμε και ζημίες. Πάει και το κοστούμι.
     Έγινε θηρίο, έστριψε απ’ ένα στενό και χάθηκε.
     Μετά το επεισόδιο αυτό άρχισα λίγο λίγο ν’ απομακρύνομαι απ’ την κοσμική ζωή. Δεν τη συμπαθούσα και πολύ και φρόντιζα, όπως μπορούσα, να μπω στον καλλιτεχνικό κόσμο.
     Εγνώρισα πρώτα τα κορίτσια του Κοτοπούλη, ύστερα τους ηθοποιούς του θιάσου του. Έπιασα φιλία με τον μακαρίτη Κουρή, λεβεντόπαιδο, όνομα και πράμα, και σεμνός σαν κορίτσι, και τι ηθοποιός αλλά είχε το τρομερό ελάττωμα να πίνει κι αυτό έγινε αφορμή του χαμού του.
     Εμείς οι ηθοποιοί έχουμε, δυστυχώς, όλα τα βίτσια μέσα μας, ενώ θα ’πρεπε, θυσιάζοντας όλα για την Τέχνη, να ’μαστε χωρίς ελάττωμα. Είναι άραγε η ακατάστατη ζωή που κάνουμε; Επηρεαζόμεθα μήπως απ’ τους διαφόρους εκφυλισμένους τύπους που παριστάνουμε ή απ’ το ξεχαρβάλωμα του νευρικού μας συστήματος; Δεν ξέρω πού να τ’ αποδώσω. Πάντως όμως ποιος λίγο, ποιος πολύ, κανένας από μας δεν είναι ισορροπημένος, κανένας μας δεν είναι φυσιολογικώς καλά. Γι’ αυτό πολλές φορές παρομοίασα τους μεγάλους καλλιτέχνας με κάτι ολόγλυκα μήλα, που κόβοντάς τα βαθιά σου παρουσιάζουν ξαφνικά ένα σκουλήκι.
     Ναι, έτσι θα συμβαίνει και σε μας. Το σκουλήκι πάει και χώνεται το ίδιο μέσα μας όπως και στο ωραίο εκείνο μήλο.
     Ήρθε τέλος και ο καιρός των ευεργετικών. Τσακίστηκα να υποστηρίζω τις τιμητικές όλων, πουλώντας δεξιά κι αριστερά εισιτήρια.
     Ο θίασος έφυγε μετά για τη χειμερινή περίοδο. Ήταν για μένα ο πιο βαρύς και θλιβερός χειμώνας.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)