[ Γυμνάσιο ]
Χρέλιας Λουκάς
Εκτύπωση
Μόλις γύρισα από το Καρπενήσι, ακόμα δεν με καλοσώρισαν οι δικοί μου, ξανάφυγα για το Μεσολόγγι, μιας και ο γέρος αποφάσισε να συνεχίσω το σχολείο. Πούλησε τα σταφύλια της χρονιάς για να με εφοδιάσει με τα απαραίτητα και για την αγορά των βιβλίων. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε δωρέαν παιδεία και ήταν δύσκολο τα παιδιά των φτωχών να μάθουν γράμματα, αλλά ούτε και Γυμνάσιο στην περιοχή μας, όπως το Σχολαρχείο της Γαβαλούς, που μαζευόνταν όλα τα παιδιά των γύρω χωριών που ξεκινούσαν το πρωί και γύριζαν ποδαρόδρομο στα σπίτια τους και έχαναν ώρες και ώρες από το διάβασμά τους. Δεν υπήρχαν λεωφορεία όπως σήμερα. Για να πάει ένα παιδί εκείνη την εποχή στο Γυμνάσιο, έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει στέγη νοικιάζοντας δωμάτιο και εστιατόριο που θα του κρατούσε πίστωση. Κι έτσι ο καημένος ο πατέρας στερήθηκε της χρονιάς το κρασάκι του, που τ’ αγαπούσε πολύ όπως κι εγώ ―το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει―, και πήγα κι εγώ μαζί με τ’ άλλα παιδιά στο Γυμνάσιο του Μεσολογγίου, που εκεί είχα και σπίτι να φιλοξενηθώ. Στο σπίτι της αδερφής της γυναίκας του αδερφού μου, στην Όλγα με τη θεία της, που καθόταν πλάι στον Αϊ-Παντελεήμονα, που μου φάνηκαν πάρα πολύ φιλόξενες και θεωρώ απαραίτητη υποχρέωσή μου να τις μνημονεύω τούτη τη στιγμή, γιατί μ’ αγάπησαν και με περιποιήθηκαν σαν παιδί και αδερφό.
     Τα Χριστούγεννα, στις σχολικές διακοπές, πηγαίναμε να κάνουμε γιορτές στο χωριό μαζί με τους δικούς μας. Ο Κώστας ο Μπαγιώργος μας έβαζε όλους στο Φορντ σαραβαλάκι του και μας μετέφερε φορτωμένους σαν τσουβάλια και άλλους κρεμασμένους στα φτερά και στις πόρτες, και μουγκρίζοντας αυτό στην Κλεισούρα, ανέβαινε τον ανήφορο για να μας πάει στη Μακρυνεία.
     Οι γονείς μας μας περίμεναν πώς και πώς ύστερα από τρίμηνη απουσία. Χαιρόντουσαν και καμάρωναν για μας που θα γίνουμε γραμματιζούμενοι κι εμείς κορδωνόμασταν που μας είχαν «μη στάξει και μη βρέξει». Καημένοι γονείς, πόσο μεγάλη ήταν η χαρά σας!
     Μια μέρα μαθαίνουμε πως στη Ματαράγκα έχει θέατρο και ο αδερφός μου, που ήταν στο χωριό γιατί ήρθε να γεννήσει η γυναίκα του τον Κώστα Χρέλια τον εγγονό, μόλις το άκουσε, μάζεψε μια παρέα και πήγαμε να παρακολουθήσουμε την παράσταση. Ο ηθοποιός Τάκης Μαυροκέφαλος με τη γυναίκα του θα έπαιζε το Κριτήριο του Π. Δημητρακοπούλου. Το καφενείο ήταν γεμάτο όταν πήγαμε. Η παράσταση άρχισε, τέλειωσε η πρώτη πράξη και δε βλέπω άλλο ηθοποιό, περνάει και η δεύτερη, πάλι ο ίδιος ηθοποιός, ώσπου τελείωσε και η τρίτη πράξη. Άρχισε η κωμωδία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν στο πρόγραμμα. Για μια στιγμή βλέπω στη σκηνή τον αδερφό μου τον Λάμπη. Τι έγινε; Ούτε κατάλαβα. Ο Λάμπης, που εργάστηκε φεγγάρια φεγγάρια στο θέατρο, ήξερε πολλές νούτικες κωμωδίες, κι έτσι όταν πήγε στο πίσω μέρος της σκηνής να χαιρετήσει τον ηθοποιό, σκαρώσανε στο άψε σβήσε την κωμωδία.
     Μου ’καμε μεγάλη εντύπωση το παίξιμο του ηθοποιού Μαυροκέφαλου αλλά και το θεατρικό έργο. Στην πόρτα του καφενείου είχε κολλήσει ένα πρόγραμμα γραμμένο με πινέλο που έλεγε: «Το Κριτήριο της Δευτέρας Παρουσίας, η ψυχή ενώπιον Θεού και Διαβόλου απολογείται...» και λοιπά. Περίμενα στην παράσταση να ιδώ θεούς και διαβόλους, αλλά δεν είδα παρά μονάχα τον ηθοποιό μόνο του να βολοδέρνει στη σκηνή και μου καρφώθηκε γερά στη μνήμη μου. Με τούτο το έργο θ’ ασχοληθώ πιο κάτω. Έπρεπε όμως να βρω το βιβλίο που τόση εντύπωση μου έκανε. Το είχε ο αδερφός μου και το πήρα το διάβασα, το ξαναδιάβασα και δε χόρταινα να το διαβάζω. Με είχε κυριολεκτικά συνεπάρει το περιεχόμενο του έργου και το παίξιμο του ηθοποιού. Το σκηνικό ήταν φτωχό, ένα κόκκινο κι ένα μπλε χαρτί του μέτρου στο αριστερό της σκηνής και πίσω τους από μια λάμπα. Το μπλε συμβόλιζε το Θεό και το κόκκινο του Σατανά. Τα λόγια του Θεού και το Σατανά ―καθώς το θέλει ο συγγραφέας― υποτίθετο ότι τα άκουγε και τα επαναλάμβανε μεγαλοφώνως η ψυχή. Κι έτσι γινότανε διάλογος μεταξύ Θεού, Σατανά και ψυχής.
     Οι υπόλοιπες γιορτάσιμες μέρες πέρασαν όπως συνήθως περνάνε στο χωριό.
     Το ίδιο και στις πασχαλινές διακοπές. Ο αδερφός μου είχε ετοιμάσει για το Πάσχα με τον ερασιτεχνικό όμιλο τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, που θα παιζότανε στην αυλή του σπιτιού μας. Ο Λάμπης θα έπαιζε τον Μήτρο, ο Κώστας ο Μυργιάννης τον μπαρμπα-Χρόνη, ο Ανδρέας ο Μπάρλας την Κρουστάλλω. Κάποιοι διέβαλαν τον Μπάρλα κοροϊδεύοντάς τον και την τελευταία στιγμή αρνήθηκε να παίξει. Δεν έπρεπε όμως η παράσταση να αναβληθεί, γιατί είχαν ειδοποιηθεί και τα γύρω χωριά. Ο κλήρος έπεσε σ’ εμένα το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα μέσα για να λάβει μέρος ο Μπάρλας, ανέλαβα εγώ να παίξω την Κρουστάλλω. Από το πρωί άρχισα το διάβασμα, μου ’κανε συνέχεια πρόβες ο αδερφός μου κι έτσι το βράδυ ήμουνα ξεφτέρι. Δύσκολα βέβαια τα πράγματα, αλλά τα έβγαλα πέρα και στην παράσταση ήμουνα ο καλύτερος. Το μικρόβιο άρχισε να δουλεύει. Το σαράκι του θεάτρου μπήκε μέσα μου. Άρχισα να διαβάζω περιοδικά που έγραφαν για θεατρικά και κινηματογραφικά αστέρια. Για τη Μάρλεν Ντίτριχ, την Τζόαν Κρόφορντ, τον Ραμόν Νοβάρο, τον Ιβάν Πέτροβιτς και προπαντός για την Γκρέτα Γκάρμπο. Ήταν όλοι τους υπέροχοι στην εποχή τους και με το παίξιμό τους συνέπαιρναν τη νεολαία, που ονειροπολούσε να τους μοιάσει. Ένας απ’ αυτούς τους νεολαίους ήμουνα κι εγώ.
     Σε λίγο τελειώνει η σχολική χρονιά κι αρχίζει το καλοκαίρι κι εμείς το ξυπόλυτο τάγμα αρχίσαμε τα ίδια. Κολύμπι στη λίμνη με τις βδέλλες, παγίδες που πιάναμε τους ασπρόκωλους και τους κεφαλάδες. Αυτά ήταν τα πουλάκια της εποχής, τα πιάναμε με τις παγίδες. Δεν προλαβαίναν τα πουλάκια να φάνε το δόλωμα και μένανε μ’ αυτό στο στόμα κάτω απ’ την παγίδα. Εμείς, που παρακολουθούσαμε την κίνηση του πουλιού, τρέχαμε και πιάναμε τα πουλάκια με την μπουκιά στο στόμα. Αμέσως τους μαδάγαμε την ουρά για να ιδούμε αν είναι παχιά κι ύστερα τα βάζαμε σε μια βέργινη σούβλα και τα ψήναμε και τα τρώγαμε. Σκληράδα στο ζενίθ, σαδιστική κτηνώδικη σκληράδα. Ζούγκλα, με το νόμο του δυνατότερου. Όρνια και γεράκια των βουνών, που κατασπαράζουν τα θύματά τους ζωντανά ξεσκίζοντας τις σάρκες τους.
     Γιατί άραγε όσο είμαστε μικροί είμαστε σκληροί και άπονοι; Γιατί; Τρώγαμε τα πουλάκια που προ ολίγου στόλιζαν τη φύση με την ομορφιά τους και με τα τραγούδια τους. Τι είναι αλήθεια ο άνθρωπος!

(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)