|
Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ’ οιμωγής. Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος χρυσού εις εμπορίας μ’ ώθησ’ εναγείς. Εις ινδικήν ακτήν μ’ έρριψ’ η καταιγίς και δούλος επωλήθην. Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί — φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών μακράν της Σάμου. ΄Οθεν νυν ουδέν φρικτόν
πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι πενθών. Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών. Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.
|
 |
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
|
|