|
Λυπάται ο καλός ο βασιλεύς την Έλσα και προς τον Aυλικό τον Κήρυκα γυρίζει.
Καλεί ο Κήρυξ, και οι σάλπιγγες ηχούνε.
A βασιλέα, σε παρακαλώ ακόμη, ακόμη μια φορά ο Κήρυξ να καλέσει.
Ο Κήρυξ πάλι προσκαλεί.
Σε ικετεύω, πέφτω στα πόδια σου. Λυπήσου με, λυπήσου. Είναι μακριά, πολύ μακριά και δεν ακούει. Για τελευταία μια φορά ο Κήρυξ τώρα ας προσκαλέσει. Ίσως θα φανεί.
Ο Κήρυξ εκ νέου προσκαλεί.
Και νά, σαν κάτι άσπρο εις τον ορίζοντα εφανερώθη. Εφάνηκεν, εφάνηκεν — είναι ο κύκνος.
A δυστυχία μας, α δυστυχία, όταν λυπάτ’ ο βασιλεύς και προς τον Κήρυκά του στρέφει μηχανικώς, χωρίς πολλήν ελπίδα. Κι ο Κήρυξ προσκαλεί κ’ οι σάλπιγγες ηχούνε.
Και πάλι προσκαλεί κ’ οι σάλπιγγες ηχούνε· και πάλι προσκαλεί κ’ οι σάλπιγγες ηχούνε· αλλά ο Λεογκρίν δεν έρχεται ποτέ του.
Και όμως απαράβατη θα εφυλάττετο η πίστις.
|
 |
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
|
|