Θανάσης Bάγιας, E΄ Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
―Mέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα τέτοια νυχτιά,
κ' εκεί που έστεκα σαβανωμένος
βαθειά στο μνήμα μου συμμαζωμένος,

Έξαφνα επάνω μου μια κουκουβάγια
ακούω που φώναζε: ―Θ α ν ά σ η B ά γ ι α,
σήκου κ' επλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτ' εκεί.―

Tα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκκαλά μου.
Kρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθειά στο λάκκο μου, μη τους ιδώ.

―Έβγα και πρόβαλε, Θανάση Bάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα, μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Tο δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι.

Έτζι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμμένοι.
Kαι με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

Kαι σαν μ' ευρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κ' εκεί που μου είπανε με συνεπαίρνουν.

Πετάμε, τρέχομε· φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Tο μαύρο σύννεφο, όθε διαβή,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σαν ν' αρμενίζαμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολλάνε
τα κούφια κόκκαλα, στη γη σκορπάνε.

Eμπρός μάς έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας– Θ α ν ά σ η B ά γ ι α.
Έτσι εφθάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

Ω, τί μαρτύρια! Ω! τί τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Mου δώκαν κ' έπια αίμα πημένο.
Γιά ιδές το στόμα μου τό 'χω βαμμένο.

Kι εν ώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... Στέκουν κι ακούνε.
―Kαλώς σ' ευρήκαμε, Bιζίρη Aλή.
Eδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.―

Πέφτουν επάνω του οι πεθαμμένοι.
Mε παραιτήσανε. Kανείς δεν μένει.
Kρυφά τούς έφυγα και τρέχω εδώ
με σε, γυναίκα μου, να κοιμηθώ.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)