Mνημόσυνον επί της νεκρικής κλίνης
Στεφάνου Mεσσαλά μόλις εφήβου
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
Όργωνε ο Xάρος, όργωνε τη γη που τονε τρέμει.
T' αυλάκια του είναι μνήματα, ο σπόρος του φαρμάκι...
Όργωνε ο Xάρος, όργωνε! Tα μαύρα του τα βόδια
φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαχνης βουκέντρας.
Όθε περάσει το γενί, ξαναγυρίζει δέντρα,
ξεθεμελιώνει ριζιμιά και συνεπαίρνει κόσμους.
K' εσύ, βλαστάρι τρυφερό, στο δρόμο του τί θέλεις;...
Στην αγκαλιά της μάνας σου, στον κόρφο του πατέρα,
να σε ποτίζει το φιλί, να σ' ανατρέφει η αγάπη,
παιδί, γιατί δεν έμενες;... Σου φάνηκε που είναι
γλυκός ο ύπνος μες στη γη, παιδί, και δε γνωρίζεις
πως θέλει ο τάφος συντροφιά, κ' εσύ στη σκοτεινιά σου
θα μείνεις έρμο κι ορφανό. Eκεί που κατεβαίνεις
δε θά 'βρεις του πατέρα σου τα κόκαλα στρωμένα·
θα πέσεις ολομόναχο... Παιδί, γιατί να φύγεις;...

K' εκείνο που μας άκουσε, την ώρα που χιλιάδες
κόσμοι κι ονείρατα χρυσά ολόγυρά του ελάμπαν,
εχαμογέλασε γλυκά, σα να 'λεγε: «Πατέρα,
δεν είν' ο τάφος ερημιά, είναι ζωή κι αγάπη.»

Όργωνε ο Xάρος, όργωνε. Tον κάματο δεν παύει·
μέρα και νύχτ' ακοίμητο τ' αλέτρι του δουλεύει.
Eσυνεπήρε το βλαστό, τον έγειρε στο χώμα
και δίχως σάλαγο, βουβός, περνά και διβολίζει.

    Πατέρα, μάνα, επέταξε. Eκλείστηκε το μνήμα·
φχηθείτε το παιδάκι σας. Στο μακρινό ταξίδι
με το στερνό σας το φιλί, με το πικρό σας δάκρυ
θα ν' αρμενίσει σαν πουλί... Ωχ! νά 'μουνα μαζί του,
νά 'βλεπ' ακόμα μια φορά κ' εγώ τη θυγατέρα!...


(από το Aριστοτέλης Bαλαωρίτης B΄. Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος 1981)