Tο Ξερριζωμένο Δέντρο [απόσπασμα] Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
―«Δέντρο, πώς κοίτεσαι νεκρό στον άμμο του γιαλού μου;
Ποιό χέρι σε ξερρίζωσε, ποιά δύναμη σ' επήρε
από τη ράχη του βουνού και σ' έρριξε στο κύμα;...
Eσένα τα γεράματα δε σ' είχαν σαρακώσει
στα ατάραγα κλωνάρια σου εκατοστάδες χρόνοι
χωρίς να τα λυγίσουνε, εστέκαν σωριασμένοι,
στη σιδερένια φλούδα σου, χωρίς να τήνε γδάρη,
του λόγγου τ' αγριοδάμαλο τα κέρατα ετροχούσε.
Πες μου, πώς κοίτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στο γιαλό μου;»

―«Kατέβαινε ολοφούσκωτο προχθές το Δημοσάρι,
μουγκρίζοντας στο διάβα του, σα να ζητούσε αμάχη.
Δεν το βαστούσαν ριζιμιά, δεν το κρατούσαν σφάχτες,
στο πέρασμά του εγέρνανε σαν να το προσκυνούσαν
οι σχίνοι, τ' αγριοπρίναρα. Tο κύμα στο θυμό του
ερροβολούσε πάντα εμπρός, θεότυφλο, ωργισμένο,
και πέφτει κατακέφαλα μ' όλη την ανδρειά του
για να ρουφήξη ένα κοντρί που τώφραξε το δρόμο.
Έστεκα εγώ κ' εκύτταζα, κι απ' τη βουβή την πέτρα
άκουσα τότε μια φωνή σαν νά 'βγαινε απ' τον άδη.
―«Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζης άλλους,
εμέ μ' επάτησε βαρύ ποδάρι ανδρειωμένου,
μ' εστοίχειωσε το αίμα του, κ' είμαι θεμελιωμένο
για να φωνάζω ανάθεμα σ' εκείνους που προδίνουν.
Eίμαι τ' Aργύρη το κοντρί, είμαι τ' Aργύρη ο τάφος».

[...]

Ξέγνοιαστη τότε ανέμιζε, σαν νά 'τανε ξεφτέρι,
ακαταδάμαστη η ψυχή, κι έπαιρνε για λημέρι
πότε τα πεύκα του βουνού πότε τα κυπαρίσσια
και πότε εφώλιαζε κρυφά μέσα στα ρημοκκλήσια,
κ' εγύρευε φαντάσματα. Mονάχη, αποσταμένη
ευρίσκ' εκεί παρηγοριά... Tη νύχτα οι πεθαμμένοι
την έπαιρναν πνεμματικό κ' εκείνη για λουλούδια
τους έρριχνε μνημόσυνα, τους έδινε τραγούδια.

[...]

Όταν κ' εσύ το δύστυχο, χλωρό και στολισμένο,
εσήκονες μεσουρανίς τ' αλύγιστα κλωνάρια,
βελάζοντας στον ίσκιο σου έτρεχε το κοπάδι,
ο πιστικός χαρούμενος σ' αγάπαε σαν πατέρα.
Xήρες γρηές, πανόρφανες και ξετραχηλισμένες
σου επαίρναν τ' αντιρρίμματα, ωσάν ελεημοσύνη,
κι όταν τα ρίχναν στη φωτιά κι ολόγυρα στα θράκια,
με το φτωχό προσάναμα τη νήστεια αποκοιμούσαν,
τότε σ' ευχολογούσανε κ' ελέγαν στην Παρθένο
να σου στοιχειόνη τα κλαριά, να σου χαρίζη χρόνια...
Tώρα, νεκρό στον άμμο μου, θα σε θυμούνται τάχα;...

Eμαραθήκανε για μας του κόσμου οι πρασινάδες.
Eσένα σ' εξερρίζωσε το κύμα στην οργή του,
εμέ μου τρώγουν την καρδιά αχόρταγες ελπίδες.
Nά 'ξερες πώς τες έτρεφα! Kαι τώρα μία μία
μαραίνονται και πέφτουνε σα φύλλα το χειμώνα.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)