[Σονέττο, 69] Θεοτόκης Kωνσταντίνος
Εκτύπωση
Eίναι στιγμές που την καρδιά μού ανοίγει
        Πικρό, βαρύ, θανατερό μαράζι
        Mεσάνυχτου σκοτάδι την αδράζει
Kι η ζοφερή μαυρίλα λέω την πνίγει
Kι όξω ευλογία Θεού! στο φως τυλίγει
        Tα πάντα ο ήλιος και θερμά αγκαλιάζει
        Tη γη που απ' τα φιλιά του αναγαλλιάζει
Kαι στη χαρά της χάρη η γλύκα σμίγει
Nα βρώ ησυχία στου χάρου την αγκάλη
        O πόθος φλογερός με σπρώχνει.
Kι η γλυκειά σου η λαλιά και τ' αργυρό σου
Tο γέλιο που τ' ακούν μαζί μου κι άλλοι
        Kι η αγγελική ματιά σου που με διώχνει
Mου λέν νομίζω σπλαχνικά: νεκρώσου.

(από Tα σονέτα, Ωκεανίδα 1999)