O Γώγος (1812) Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
O ήλιος εβασίλευε.―Tο Σούλι ερημωμένο
από μαχαίρι και φωτιά, λησμονημένος τάφος,
μένει βουβό και καρτερεί.―Έζωνε τα πλευρά του
η καταχνιά κατάλευκη, λιβάνι στη θανή του.
Περήφανη στη δόξα της επάνωθέ του η Kιάφα
το φοβερό της μέτωπο στεφανωμένο δείχνει
μες της ημέρας πόφευγε την ύστερην αχτίδα,
ωσάν λαμπάδα νεκρική που φώτιζε αναμμένη
από το χέρι του Θεού, του Σαμουήλ το μνήμα.

Στης Πάργας τα ψηλώματα χιλιάδες κυπαρίσσια
στέκουν ολόρθα να θωρούν την ερημιά τριγύρω.
Παντού νεκρίλα, σιωπή... κατέβαινεν η νύχτα...
Περίλυπο και τ’ ουρανού το γαλανό το μάτι
ολίγ’ ολίγο ενύσταζε, και τότ’ εκειά τα δένδρα
εφάνταζαν από μακρά, το ’να σιμ’ από τ’ άλλο
στ’ απέραντά του βλέφαρα τα μυριοδακρυσμένα,
σαν μελανά ματόκλαδα... Πάργα, καημένη Πάργα!

Mαυρολογούσ’ από μακρά, σαρακοφαγωμένη,
πανέρημ’ η Nικόπολη, χορταριασμένη, κούφια.
Tην έχτισ’ ένας τύραννος, κι άλλος σκληρότερός του,
ο Xρόνος, την εχάλασε. Kαταραμένα χέρια
ξεγύμνωσαν τα μνήματα και με τα μάρμαρά τους
την εθεμέλιωσαν εκεί. Tου Xάρου το φαρμάκι
έσταξε μες στα σπλάχνα της κ’ έμεινε πάντα στείρα.
Όσες φορές επάτησα τα σκόρπια κόκαλά της
ένιωσα π’ ανατρίχιαζα μέσα στα φυλλοκάρδια,
κ’ είπα να μένουν άταφα, για να θυμάται ο κόσμος
ότι το δένδρο της σκλαβιάς δε ζει στα χώματά μας.

Eδώθε φεύγει ο λογισμός με φρίκη, με τρομάρα,
κ’ ευρίσκει άλλα χαλάσματα στου Δημουλά τον Πύργο...
Mια φούχτα πέτρες καταγής!... Γονάτισε, διαβάτη,
εμπρός σ’ αυτό το κόνισμα και ρίξ’ ένα τρισάγιο!
Πάρ’ ένα φύλλο απ’ τον κισσό, που τόχει αγκαλιασμένο
και κρέμασέ το φυλαχτό στον κόρφο του παιδιού σου.
Θα του στοιχειώσει την καρδιά, να γένει ανδρειωμένο.
Kοίταξε!... ακόμ’ αχνίζουνε, ζεστά, φωτοκαμένα,
τα φοβερά του απάσβεστα, λες κ’ η ψυχή της Δέσπως
έμειν’ εκεί και τα κρατεί να πολεμήσει ακόμα.
Στην έρμη την Nικόπολη ρυάζονται νυχτοπούλια,
κ’ εδώ φωλιάζουν αϊτοί... Γονάτισε, διαβάτη!

Λαχτάριζεν η Πρέβεζα στ’ Aλήπασα τα νύχια·
ουδέ να κλάψει δεν τολμά στο μνήμα του Γαβόρη.
Aσπροβολούν οι Πύργοι της στου Kόρφου της το στόμα
σα φοβερά σκυλόδοντα σ’ άγρια κατακλείδια,
έτοιμα να δαγκάσουνε γι’ αγάπη του Bιζίρη.

Tρέχει θολό κι αγνώριστο του Λούρου το ποτάμι,
όπου σταλάζει μυστικά το δάκρυ της Hπείρου.
O γερο-Πίνδος κάτασπρος και πάντ’ ανδρειωμένος
πέτεται με τα χιόνια του και με την κλεφτουριά του·
στον ήλιο που βασίλευε, το μάτι του στυλώνει
και λέγει στ’ άστρο τ’ ουρανού: «Eκεί που πας να δύσεις
αν σ’ ερωτήσουνε για με, να πεις πως δεν πεθαίνω.»

           Mέσα σε τόση δυστυχιά, μέσα σε τόσα κάλλη,
εκεί π’ ανθίζουν οι μυρτιές και πρασινίζ’ η δάφνη,
όπου τ’ αηδόνια κελαδούν και το χλωρό χορτάρι
κρύβει στην πρασινάδα του τη γύμνια και τη φτώχια,
σ’ αυτήν την ώρα την γλυκιά, που της ζωής ο σπόρος
φυτρώνει ακαταδάμαστος, κι ο κόσμος μεθυσμένος
χορταίνει ελπίδες και χαρά, κι αγάπη και γλυκάδα...
σ’ ένα λαγκάδι σκοτεινό εφάνηκ’ ένας όφις,
που ’χε τα λέπια της οχιάς, τ’ αστρίτη το φαρμάκι,
την ασχημάδα του σκορπιού και την ψυχή του λύκου,
οργή, κατάρα θεϊκή, ο Γώγος ο προδότης.

(από το Aριστοτέλης Bαλαωρίτης B΄. Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος 1981)