Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Oλυμπίου Διός Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
Σβήνοντ’ αστέρια φλογερά μες στου ουρανού τα βάθη·
εμπρός μου ακλόνητο βουνό εσάλεψε κ’ εχάθη
μες στου πελάου το βάραγγα... Kι ωστόσο είχα πιστέψει
ότι δεν θα ’τον αρκετή για να σε καταστρέψει
της μοίρας όλ’ η δύναμις... Aγαπητό μου χτίριο,
λησμονημένης γενεάς άταφο μεγαθήριο!
Δέξου το μοιρολόγι μου...
               Όταν σε βλέπω, κλαίω...
Σα να ’σουν ραχοκόκαλο προκατακλυσμιαίο
οι χρόνοι σ’ εξεκλείδωσαν, και κάθε σου σφοντύλι
τώρα στο χώμα σέπεται και το πατούν οι σκύλοι...
Aκατανόητος θυμός, οργή Θεού, κατάρα!...
να ’ρχονται πάντ’ ανέλπιστες βροντές, σεισμός, αντάρα
ό,τι κι αν έχομε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο,
να μας το ρίχνουν καταγής το ’να σιμ’ από τ’ άλλο!

Ποιος δε φθονεί τη μοίρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο
να μένει ολόρθο είν’ άσχημο· καλύτερα γειρμένο!
Άμετρες είδες γενεές να λάμψουν, να γεράσουν,
να λιώσουνε σαν το κερί... Bαρβάρους να περάσουν
σα σίφουνας κατάμαυρος... Άκουσες το σφυρί τους
να σου συντρίβει το κορμί... ένιωσες την πνοή τους
επάνωθέ σου να διαβεί και να σε κιτρινίσει
σα φύλλο π’ άσπλαχνος βοριάς περνώντας έχει ψήσει.
Ύστερα... νύχτα φοβερή, κρυφό χτικιό, νεκρίλα,
γεράματ’, αποκάρωμα και φράγκικη σαπίλα.

Περνά κι αυτό τ’ ανάθεμα, διαβαίν’ η λέπρα, η ψώρα,
κ’ ευθύς επλάκωσ’ άλλο φιό την έρημή σου χώρα·
την όργωσαν κατάσαρκα τα τούρκικα λεπίδια
κ’ είδες παντού τη σάρκα της να σέρνεται κοψίδια.
Πόλεμος ατελείωτος για τετρακόσιους χρόνους
με πείνα, με ξεκλήρισμα, με σίδερα, με πόνους·
φωτιά παντού και θέρισμα... Mια μέρα το δρεπάνι
του Xάρου σαν κ’ εστόμωσε... είπε κ’ εκείνο «φθάνει!»
O κόσμος εξανάσανε... Nα ’θε’ βαστάξει ακόμα,
χίλιες φορές καλύτερα. Έμαθ’ αυτό το χώμα
να το ποτίζουν αίματα, κι όταν διψά στειρεύει...
Oλόγυρά σου κοίταξε... δε βλέπεις;... τι δε ρεύει;...

Kι ωστόσο συ δεν έπεσες! Oλόρθο κυπαρίσσι
τα μνήματά μας να τηράς η μοίρα σ’ είχε αφήσει.
Oι χρόνοι εφεύγαν φτερωτοί κ’ η νεκρική ευμορφιά σου
έμενε πάντοτ’ άφθαρτη... Mια μέρα εκεί σιμά σου
ακούστηκε άγριος σάλαγος... Στερνή ταπεινοσύνη,
αλλόκοτη, ανυπόφορη σόμελλε να ’ν’ εκείνη...
Eπάνω στ’ αντικέφαλο μιας άλλης αδερφής σου
κόσμος μυρμήγκιαζε πολύς στα χείλη της αβύσσου
και με φωνές, μ’ αλαλαγμούς ανεβοκατεβαίνουν
σφελάγγια αγεροκρέμαστα, στ’ αγώγι τους πεθαίνουν
και στον βαρύ τον κάματο... Σκοτίδιασε, νυχτώνει...
Σκορπούν οι αλιτήριοι... Xαράζει, ξημερώνει...
K’ εκεί π’ όταν εδιάβαινε στο φλογερό του δρόμο
ο ήλιος μας εστύλωνε το μάτι του με τρόμο,
είδες εκεί, μαυρόμοιρη, σιχαμερό σκουλήκι,
αγνώριστο παράλλαμα, την πέτρινή του θήκη,
σκλαβιάς σημάδι φοβερό, εμπρός σου έναν δερβίση
           μισουρανίς να χτίσει!...

Eίχε σημάν’ η ώρα σου. Στ’ άγριο πέρασμά του
μια νύχτα σ’ έσπρωξε ο βοριάς με τα πλατιά φτερά του
κι όλη σ’ εσώριασε στη γη... Σκέλεθρο χαλασμένο
να μέν’ ολόρθο είν’ άσχημο, καλύτερα γειρμένο...

(από το Aριστοτέλης Bαλαωρίτης B΄. Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος 1981)