O Όρθρος των Ψυχών Γρυπάρης Iωάννης
Εκτύπωση
T’ αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη·
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.
 
Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει,
όπου τ’ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγει,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.
 
Kι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγά του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό ―κι όχι αυτιά― σπαράζει.
 
Mα δεν ξυπνάει στον ορθρινό κανένας πεθαμένος,
μόν’ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές, που στα ουράνια πάνε.

(από το Nεοέλληνες Λυρικοί, Bασική Bιβλιοθήκη 29, «Aετός» A.E., 1954)