Εκκοκκιστήρια Β´ Ασλάνογλου Νίκος-Αλέξης
Εκτύπωση
Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
        σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην καταχνιά
        και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισοφώτιστο βράδυ
 
Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκιστήρια
        να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
        δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
        Φώτα και μηχανές μεσ’ απ’ τα τζαμωτά μάς άφηναν
        να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλιστρούσε
        και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ’ ένα σύννεφο
        άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
        σα να είχαν δακρύσει
 
Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
         Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
         σχεδόν σκορπίσει

(από το Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985)