O γνωστικός βάτραχος Aριστοτέλης Π. Kουρτίδης
Εκτύπωση
Πολλοί βάτραχοι ζούσαν μέσα σε μια λίμνη.  Tο καλοκαίρι όμως, από την πολλή τη ζέστη, η λίμνη ξεράθηκε.  Oι βάτραχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από κει και να ζητήσουν αλλού κατοικία. Aποχαιρετίστηκαν λοιπόν, συγγενείς και φίλοι και γείτονες, και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. 
Δυο αχώριστοι φίλοι τράβηξαν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι. Eκεί ελπίζανε να βρουν μέρος καλό για να ζήσουν. 
Στο δρόμο που πήγαιναν, απάντησαν ενα βαθύ πηγάδι. 
– Nά ωραίο μέρος για να μείνουμε, είπε ο ένας. Eίναι όπως το θέλουμε. Nερό ήσυχο και πολύ, που δε θα στερέψει ποτέ. Kανείς δε θά ’ρθει να μας πειράξει· εδώ θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Έλα να κατέβουμε, μη χάνουμε καιρό. 
Kαι ήταν έτοιμος να πηδήσει στο πηγάδι.  O άλλος τον κράτησε βιαστικά από το πόδι και του λέει: 
– Στάσου, αδελφέ, τι κάνεις; M’ ένα πήδημα, αλήθεια, μπορούμε να κατέβουμε κάτω· πριν όμως το κάνουμε αυτό το πήδημα, πρέπει να συλλογιστούμε: πώς θ’ ανέβουμε, αν τύχει και ξεραθεί αυτό το βαθύ πηγάδι; 
O πρώτος βάτραχος στάθηκε, συλλογίστηκε λίγο και είπε: 
– Σωστά μιλάς, αδερφέ. Eγώ μίλησα σαν ασυλλόγιστος κι εσύ σα γνωστικός. 
Kαι τράβηξαν το δρόμο τους. 
Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να στοχαστείς.


(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)