Αρνάκι και λύκος Αχιλλεύς Παράσχος
Εκτύπωση
Μια φορά κι έναν καιρό
σε ποτάμι δροσερό
έν’ αρνάκι το καημένο
είχε πάει ξενοιασμένο.
Όμως τύχη του κακή,
ένας λύκος φτάνει εκεί!…
 
«Σ’ έπιασα! του είπε ευθύς,
κλέφτη, θα τιμωρηθείς!
Ήρθες εις τον ποταμό μου
και μου πίνεις το νερό μου».
Και τ’ αρνάκι το καημένο
απεκρίθη τρομαγμένο.
 
«Μά της μάνας μου το γάλα,
ούτε μια δεν ήπια στάλα!»
«Τις ψευτιές να τις αφήσεις
μήπως και μετανοήσεις.
Και αν το ’πιες, το ποθούσες».
«Όχι, είπε το αρνάκι,
έβλεπα το λιβαδάκι».
 
«Όμως πέρσι ένα βράδυ,
μ’ έβριζες μες στο κοπάδι».
«Πέρσι, είπε το καημένο,
μα δεν ήμουν γεννημένο».
«Καλά λέγεις, εγώ σφάλλω·
το αδερφάκι σου το άλλο…»
 
«Αδερφάκι σού ομώνω
πως δεν έχω, είμαι μόνο».
«Σ’ όλα δίνεις αποκρίσεις.
Τρέχα να δικηγορήσεις…»
Και το στόμα του ανοίγει
και το δύστυχο το πνίγει!


(από το βιβλίο: Σπύρος Kοκκίνης, Σχολική ποιητική ανθολογία, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου και Σιας A.E. 1974)