Ονομαχία Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους
Εκτύπωση
Δυο γάδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα,
  δίνουν κλοτσές συχνές πυκνές,
  χαλούν τον κόσμ’ απ’ τις φωνές,
δαγκάνει ένας τ’ αλλουνού τ’ αυτιά και τη σαγόνα.
 
― Ποιος σου ’δωσε την άδεια δω μέσα να πατήσεις;
  φωνάζει ο μαυριδερός·
  και απαντά ο σταχτερός:
― Και συ με τι δικαίωμα ήρθες να με συγχύσεις;
 
Κι ενώ μπροστά τους είχανε πίτουρα και κριθάρι,
  άχυρο, βίκο* και σανό,
  στήσαν καυγά αληθινό,
και δεν τολμά κανένας τους ούτε μεζέ να πάρει...
 
Κι απ’ τον πολύ το θόρυβο ο νοικοκύρης φτάνει·
  κρατάει ρόπαλο γερό,
  χωρίς να χάσει δε καιρό
τα δυο πλευρά τους μαλακά σαν την κοιλιά τους κάνει.
 
............................
 
Τους φίλιωσε η δυστυχιά, η πίκρα, το φαρμάκι,
  ένας τον άλλον χαιρετά,
  λένε πως ήσαν χωράτα,
κι επήραν τον κατήφορο και τρώνε θυμαράκι...
 
* βίκος: φυτό, είδος ζωοτροφής.


(από το βιβλίο: Δημήτριος Γρ. Kαμπούρογλους, Στίχοι και μύθοι διά τα παιδιά, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», 1904)