|
Τα δελφίνια | Φανή Παπαλουκά |
|
Ήταν μια φορά ένα μικρό δελφίνι.
Ζούσε με το κοπάδι του στ’ ανοιχτά της θάλασσας ξένοιαστο κι ευτυχισμένο, κι ήταν η χαρά και το καμάρι της μάνας του. Όλη μέρα έπαιζε με τα κύματα, και πότε πηδούσε ψηλά στον αέρα, πότε βυθιζόταν βαθιά στα νερά. Το σταχτόμαυρο κορμί του γυάλιζε σαν ατσάλι στον ήλιο κι η σβελτάδα του δεν είχε ταίρι. Όλο το κοπάδι των δελφινιών το ήξερε και το αγαπούσε. Ήταν το χαϊδεμένο τους, «το μικρό μας δελφίνι», όπως το έλεγαν.
Όμως το «μικρό μας δελφίνι» είχε ένα ελάττωμα, και το ελάττωμά του αυτό έδινε κιόλας πολλές σκοτούρες στη μητέρα του και πολλές τιμωρίες στο «μικρό μας δελφίνι».
Ήταν περίεργο. Ήθελε όλα να τα μάθει, όλα να τα δει. Εκεί που έπλεε ήσυχα μ’ όλο του το κοπάδι, κι έλεγαν τ’ άλλα δελφίνια με θαυμασμό: δες, το «μικρό μας δελφίνι» έβαλε μυαλό! ξάφνου το έχαναν. Το κοπάδι σκόρπιζε τότε να το βρει, κι η μητέρα του ανησυχούσε, συγχυζότανε, την έπιανε η καρδιά της, κι ύστερα, όσο να ’ναι, ντρεπόταν και τ’ άλλα δελφίνια που μουρμούριζαν:
– Πάλι τα ίδια!
Στο τέλος βέβαια κάθε φορά το έβρισκαν το «μικρό μας δελφίνι» ή γύριζε και μόνο του.
– Τι έκανες πάλι; το ρωτούσε η μητέρα του.
Κι εκείνο έπαιρνε το πιο αθώο ύφος του κόσμου κι εξηγούσε τόσο φυσικά:
– Είδα ένα μεγάλο ξερονήσι στη θάλασσα.
– Ε, κι ύστερα;
– Σκέφτηκα νά, τι να ’ναι άραγε από πίσω…
Πάλι τα ίδια και πάλι τα ίδια…
Άδικα προσπαθούσε να του βάλει μυαλό η μητέρα του, άδικα δοκίμασαν οι γεροντότεροι του κοπαδιού να του εξηγήσουν τους κινδύνους που υπήρχαν. Πότε βρισκόταν μια βαθιά, φαγωμένη απ’ τη θάλασσα κουφάλα, πότε…έχει τόσα παράξενα και θαυμαστά ο κόσμος!
Κάποτε όμως το «μικρό μας δελφίνι» χόρτασε τη θάλασσα και του μπήκε στο νου να γνωρίσει και την ξηρά. Μέρες ολόκληρες πάλευε να διώξει την καινούρια του επιθυμία. Είχε ακούσει τόσες φορές τ’ άλλα δελφίνια να λένε: «Η ξηρά είναι άλλος κόσμος, δεν είναι για μας». Μα το μικρό μας δελφίνι δεν μπορούσε να ησυχάσει. «Είναι άλλος κόσμος! Καλά, μα τι κόσμος;» αναρωτιόταν, και το μυαλουδάκι του δεν μπορούσε να δώσει απόκριση.
Ήξερε ακόμα πως στην ξηρά βασίλευε ένα παντοδύναμο θηρίο, ο άνθρωπος. Το «μικρό μας δελφίνι», βέβαια, τον φοβόταν τον άνθρωπο, όμως ήθελε τόσο πολύ να δει την ξηρά! Και μια μέρα δεν άντεξε άλλο. Κει που έπλεε μ’ ολόκληρο το κοπάδι, αντίκρισε από μακριά μιαν αμμουδιά. Καμώθηκε τότες πως κουράστηκε, έμεινε επίτηδες ξωπίσω, το κοπάδι σιγά σιγά ξεμάκραινε, κι όταν έφυγε αρκετά μπροστά, το «μικρό μας δελφίνι» όρμησε σαν τρελό για την ξηρά.
Όταν έφτασε κοντά, έκοψε το δρόμο του και γλίστρησε να κρυφτεί πίσω από ένα βράχο. Τότε έβγαλε το κεφάλι του απ’ το νερό. Τι όμορφη που ήταν η ξηρά! Οι βαρκούλες, κόκκινες, λουλακιές, ξαπόσταιναν τραβηγμένες στη στεριά, τα δίχτυα απλωμένα στέγνωναν στον ήλιο, στο βάθος μια σειρά φρεσκοασβεστωμένα σπιτάκια.
Το «μικρό μας δελφίνι» ξεθάρρεψε, άφησε το σώμα του ελεύθερο, κι ένα κύμα το έβγαλε έξω στην αμμουδιά…
– Τι ήσυχα που είναι όλα, μουρμούρισε.
Δυο τρεις άνθρωποι πιο κει, καθισμένοι κατάχαμα, μπάλωναν τα δίχτυα τους. Σήκωσε το δελφίνι μας το κεφάλι του να δει. Άλλοι κουβέντιαζαν όσο δούλευαν, άλλοι σιγοτραγουδούσαν.
«Η μητέρα δε θα ξέρει καλά» σκέφτηκε το δελφίνι και πλησίασε πιο πολύ. Οι άνθρωποι είναι καλοί. Κι έπιασε να κοιτάζει γύρω του άπληστα… Μα ξαφνικά ζαλίστηκε, σαν να μην ένιωθε καλά… Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το νου να φύγει, να γυρίσει πάλι στη θάλασσα, μα δεν μπορούσε. Το σώμα του έγινε μεμιάς βαρύ, το κεφάλι του αντίθετα λαφρύ, κι όλο ελάφραινε, σα να άδειαζε. Τότε τρόμαξε, σκέφτηκε τη μητέρα του, το κοπάδι του, κι η καρδιά του σφίχτηκε. Γύρω άκουγε τώρα ένα βουητό, κι ένιωθε από πάνω σκυμμένους πολλούς ανθρώπους. Άνοιξε τα μάτια του με κόπο. Είδε κόσμο μαζεμένο και τα ξανάκλεισε. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
«Τώρα ήρθε το τέλος μου» σκέφτηκε «οι άνθρωποι, τα πιο μεγάλα θηρία, με βρήκανε.»
– Δέστε ένα δελφίνι, άκουσε μια φωνή να λέει κοντά του.
– Τι όμορφο που είναι, είπε μια άλλη.
Κι ένα μικρό παιδάκι έσκυψε και το χάιδεψε στη ράχη.
– Πού να βρέθηκε;
– Μα θα πεθάνει, αν το αφήσουμε. Ακόμα ζει. Άντε όλοι μαζί να το σπρώξουμε στη θάλασσα.
Έπιασαν τότε όλοι μαζί οι άνθρωποι και το ’σύραν σιγά σιγά και μαλακά στο νερό. Το «μικρό μας δελφίνι» ένιωσε αμέσως καλύτερα, και σε λίγο ακόμα καλύτερα, ώσπου συνήλθε εντελώς. Έβγαλε τότε το κεφάλι του μια στιγμή απ’ το νερό, είδε τους ανθρώπους στην παραλία να το κοιτούν και του ήρθε να κάνει δυο τρία πηδήματα για να τους χαιρετήσει. Ύστερα βυθίστηκε και χάθηκε…
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας βρήκε το κοπάδι του. Η μητέρα του κόντευε να πεθάνει απ’ την αγωνία της. Μόλις το είδε, έτρεξε απάνω του, κι ούτε βρήκε τη δύναμη να το μαλώσει.
– Που ήσουνα πάλι; το ρώτησε μόνο.
– Στην ξηρά, στους ανθρώπους, αποκρίθηκε περήφανα το «μικρό μας δελφίνι». Tο κοπάδι αυτή τη φορά τα ’χασε. Aμέσως μαζεύτηκε τριγύρω του ν’ ακούσει.
– Nαι, στους ανθρώπους, ξανάπε το «μικρό μας δελφίνι», και ξέρετε τι έχω να σας πω, οι άνθρωποι δεν είναι όπως λέτε· είναι καλοί, πολύ καλοί μάλιστα. Δεν έχουν κακιά καρδιά, πονούν για το πάθημα του άλλου και ξέρουν να τον βοηθούν.
Το κοπάδι των δελφινιών σάστισε ν’ ακούει τέτοια λόγια και το «μικρό μας δελφίνι» κάθισε κειδά και τους διηγήθηκε τη μεγάλη περιπέτεια. Όταν τέλειωσε, ο αρχηγός του κοπαδιού, το πιο μεγάλο και δυνατό δελφίνι, έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μες τη μέση.
– Αδέλφια μου, είπε, όσα μας διηγήθηκε το «μικρό μας δελφίνι» είναι θαυμαστά. Αφού λοιπόν οι άνθρωποι έχουν τόσο καλή καρδιά, εμείς τα δελφίνια δεν πρέπει να υστερήσουμε· πρέπει να τους ανταποδώσουμε το καλό που έκαναν, πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας.
– Σωστά μιλάς, μα τι καλό μπορούμε να κάνουμε εμείς τα δελφίνια στον άνθρωπο; απόρησε ένα δελφίνι.
– Μπορούμε, είπε τότε ο αρχηγός, και το ύφος του έδειχνε πως ήξερε κιόλας τι θα πει.
Τότε έγινε μεμιάς απόλυτη ησυχία.
– Να ειδοποιήσουμε αμέσως τ’ αδέλφια μας σ’ όλες τις θάλασσες. Από σήμερα, όποιο καράβι πλέει στο πέλαγος, να το ακολουθεί πάντα ένα κοπάδι δελφινιών. Όταν τυχαίνει και πιάνει φουρτούνα και πέφτουν οι άνθρωποι ναυαγοί στη θάλασσα, όπως είδαμε τότες φορές, να βρίσκονται πάντα κοντά τους τα δελφίνια, να τους παίρνουν στη ράχη τους και να τους βγάζουν στη ξηρά…
Το κοπάδι των δελφινιών θαύμασε την όμορφη ιδέα του αρχηγού τους, αμέσως δέχτηκε με χαρά την πρόταση και με μεγάλους πήδους σκόρπισε, να πάει την είδηση σ’ όλα τα δελφίνια της θάλασσας.
Έτσι το «μικρό μας δελφίνι», με την περιέργειά του, έγινε αφορμή ν’ αρχίσει από εκείνη τη μέρα μια όμορφη φιλία, που ακόμα κρατάει ώς σήμερα. Γι’ αυτό, όταν ξανοιγόμαστε στο πέλαγος, βλέπουμε ένα κοπάδι δελφινιών ν’ ακολουθεί πιστά το καράβι μας στο δρόμο του…
|
|
(από το βιβλίο: Φανή Παπαλουκά, Iστορίες σαν παραμύθια, Eκδοτικός οίκος «Aστήρ» Aλ. και E. Παπαδημητρίου, 1974)
|
|