Πώς ο Λιας είδε κάτι που οι άλλοι δεν μπορούσαν να δουν Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη
Εκτύπωση
Μια μέρα, ο Λιας είδε θαύμα! Μην ταράζεστε, παιδιά μου. Είναι αλήθεια πως πολύ σπάνια παρουσιάζονται θαύματα στον άνθρωπο, αλλά φαίνεται πως ο Λιας θα ήταν από αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους. Αυτά τα πράγματα μπορούμε να τ’ ακούσουμε, ποτέ όμως να τα κρίνουμε. Βουλή Θεού, λοιπόν, ήταν να δει ο Λιας θαύμα! Και μάλιστα σ’ αυτή την ηλικία μισή μερίδα άνθρωπος! Όχι, δεν κοιμήθηκε το βράδυ στην εκκλησιά για να ’ναι αγιασμένος, ούτε του ’χαν βάλει σκόρδο τη νύχτα κάτω από το μαξιλάρι του. Είδε θαύμα στα κάλα καθούμενα, μέρα μεσημέρι κατακαλόκαιρα, την ώρα που ο παππούς ροχάλιζε στο χαγιάτι. Κι όπως εσείς ξέρετε, όταν οι μεγάλοι ροχαλίζουν τα μεσημέρια στο χαγιάτι, οι μικροί έχουν χρέος να τριγυρίζουν στον κήπο ή στα κελάρια ή στην ανάγκη και λίγο παραέξω, στον δρόμο για να δουν αν τα πράγματα είναι όλα στη θέση τους.
  Έτσι ο Λιας έφτασε μέχρι το κοτέτσι. Και πραγματικά όλα ήταν στη θέση τους. Οι φωλιές είχαν τ’ αυγά τους, κι ο κόκορας, κρατημένος στο ένα πόδι του, λαλούσε στα κεραμίδια. Όλα εν τάξει εκτός από ένα. Στη μεγάλη καλάθα, όπου βρισκόταν η πιο περιποιημένη φωλιά, στρογγυλόκαθόταν μια κότα αποφασισμένη να μην το κουνήσει από εκεί ούτε ρούπι.
  Νά τα μας! Είμαστε τώρα υποχρεωμένοι, σκέφτηκε ο Λιας, να σεβαστούμε και την κυρία κότα. Και τι κάνει εδώ παρακαλώ; Βέβαια, αν είχε λίγη ευγένεια, ο Λιας θα ’πρεπε να σκεφτεί πως η κυρία κότα, ζαλισμένη από τον ήλιο, απλώς μεσημέριαζε. Ο Λιας όχι μόνο δεν είχε την ευγένεια αυτή, αλλά πήρε κι ένα ξύλο και ζουλούσε την κότα στα φτερά. E, λοιπόν, τι καταλαβαίνετε! Η μάχη ήταν αναπόφευκτη, κι ο Λιας δεν έπρεπε να παραπονιέται για ό,τι είδε παραπέρα μια και πήγαινε γυρεύοντας.
  Τσίμπα ο Λιας με το ξύλο, τσίμπα η κότα με το ράμφος, το πράμα έφτασε στο απροχώρητο. Μα και να το κουνήσει η καλή από κει που ήταν, δεν το ’λεγε. Το μόνο που άφησε στο Λια να δει σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, ήταν τα πολλά αυγά που είχε η φωλιά κάτω απ’ την κοιλιά της. Είδατε τόπο που βρήκε η ανάποδη για να πάει να μεσημεριάσει! Τι να πει κανείς με τις ιδιοτροπίες μερικών μερικών.
  Και να ’ταν αυτή μόνο η αναποδιά της! Ενώ στην αρχή ριχνόταν με μανία μια στο ξύλο του Λια, μια στα δάχτυλά του, ξαφνικά άρχισε να τσιμπάει τ’ αυγά της φωλιάς.
  Ο Λιας κατατρόμαξε! Και φυσικά δεν ενδιαφέρθηκε για τ’ ασπράδια των αυγών, που θα πήγαιναν χαμένα, όσο για τους κρόκους, που του άρεσαν. Η κυρία κότα όμως ήξερε τι έκανε. Επειδή μισούσε πολύ το Λια εκείνη τη στιγμή, που ήταν το πιο κακό παιδί της ημέρας, ήθελε να το εκδικηθεί χύνοντας τα κροκάδια.
  Όμως τότε ακριβώς έγινε να δει ο Λιας θαύμα! Απ’ το ένα αυγό, που με το τσίμπα τσίμπα το ’κανε θρύψαλα η κυρία κότα, αντί να χυθεί ο κροκός που περίμενε ο Λιας, ξεπήδησε ένα ολόκληρο πουλάκι! Αληθινό; Ρωτάτε; Αληθινότατο! Αφού έκανε και τσίου τσίου! Και περπάτησε, και τσίμπησε με το μουσούδι του ένα ψίχουλο, και για πόδια του είχε δυο οδοντογλυφίδες!
  Ο Λιας κουτρουβάλησε, σαν να κοιμόταν ορθός έξω απ’ το κοτέτσι: Είδα θαύμα! Ένα όμως δεν καταλάβαινε, που κι εγώ επίσης δεν καταλαβαίνω και που κι εσείς –θα δείτε– θα ’χετε δίκιο να μην το καταλαβαίνετε. Πώς το θαύμα παρουσιάστηκε στον Λια, που ήταν το πιο κακό παιδί της ημέρας, αφού πείραζε την κυρία κότα που μεσημέριαζε ήσυχα; Εδώ πια έχουμε μπερδευτεί όλοι μας. Στα κακά παιδιά και περίεργα είναι σωστό να παρουσιάζονται τα θαύματα, ή στα καλά και υπάκουα που κοιμούνται τα μεσημέρια; Βλέπω αδικία! Μεγάλη αδικία, παιδιά μου!
  Τέλος πάντων ο Λιας έτρεξε παντού να πει πως είδε θαύμα. Τράβηξε τον παππού απ’ το μπαστούνι, τη μάνα απ’ την ποδιά, τη θείτσα απ’ τη φουστάνα, και τους έσυρε στη φωλιά. Πράγμα όμως περίεργο! Κανείς δεν τον πίστευε πως είδε θαύμα. Καμάρωναν το πουλάκι, χαμογελούσαν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, αλλά να πιστέψουν αυτό που τους έλεγε μπουρδουκλώνοντας απ’ τη βία τα λόγια του ο Λιας, πως δηλαδή το πουλάκι βγήκε απ’ τ’ αυγό μπροστά του, αδύνατον! Η σειρά ήταν πολύ απλή: Η κότα μεσημέριαζε. Ο Λιας σκάλισε την κότα που μεσημέριαζε. Η κότα θύμωσε. Η θυμωμένη κότα τσίμπησε τ’ αυγό θέλοντας να του χύσει τον κροκό. Απ’ το τσιμπημένο όμως αυγό βγήκε ένα πουλί.
  Αυτά όλα τα καταλάβαιναν, αφού τους τα εξηγούσε τόσο καθαρά ο Λιας, μα δεν τα πίστευαν, αφού καθόλου δεν απορούσαν. Δεν ξέρω αν έκανε καλά ο Λιας που επέμενε να τους τα λέει και να τους τα ξαναλέει. Εγώ νομίζω πως αν έβλεπα θαύμα, θα το κρατούσα για τον εαυτό μου, και πεντάρα δεν θα ’δινα αν οι άλλοι με πιστεύουν ή όχι.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)