Η γιδούλα μας Αθανάσιος Παπαχαρίσης
Εκτύπωση
Τα μικρά μου χρόνια, θυμούμαι, είχαμε μια γίδα. Μια και μοναχή. Φλώρα την ελέγαμε. Κι ήταν η Φλώρα μας στη φτώχεια μας χαρά. Αυτήν είχαμε κι αυτή χαιρόμαστε. Και να σας πω, ο καθένας κείνο πόχει, κείνο χαίρεται. Κείνο είναι καμάρι του. Κι εδώ να μου συμπαθήσετε λίγα λόγια, ίσως παραστρατισμένα: Κάποτε, που είπε ο Κύριος στους οπαδούς του: «Ευλογημένη και τρισευλογημένη η ψυχή κεινού που θα τ’ αφήσει όλα και θα μ’ ακολουθήσει εμένα με το Σταυρό στον ώμο, στη στράτα που πάω εγώ», τ’ απολογήθηκε της συντροφιάς ο ζωηρός, ο Πέτρος: «Νά, Κύριε, εμείς τ’ αφήσαμε για τη δική σου την αγάπη». Και ξέρετε τι προκοπή είχε ο Πέτρος, που του ’λεγε «τ’ αφήσαμε όλα»; Μια βάρκα κι ένα δίχτυ κι ούτε άλλο κι ούτε άλλο. Όρκο παίρνω, πως δεν είχε τίποτα άλλο. Κι όμως τα ’λεγε «τα παρατήσαμε όλα». Τι τα θέλεις, ο καθένας ό,τι έχει, κείνο λογαριάζει, κείνο καμαρώνει. Τη βάρκα του ο Πέτρος και της ψαρικής τα σύνεργα, εμείς τη γιδούλα μας κι ο εφοπλιστής τα καράβια του.
  Το βράδυ, όταν γύριζαν από τη βοσκή όλου του χωριού τα γίδια, βγαίναμε και τα τρία τ’ αδέρφια, εγώ, η Λένη κι ο Κωστούλας, και την καρτερούσαμε με ψωμί στο χέρι. Κι αυτή τραβούσε μπροστά απ’ όλο το κοπάδι, πιο μπρος κι απ’ τα γκεσέμια,* που σέρνανε τους κύπρους* τους οκάρικους.* Και, σα μας έβλεπε, άρχιζε και βέλαζε. Λες και μας καλησπερούσε. Κι εμείς την επροσμέναμε σαν αδελφός τον αδελφό. Φιλιά και χάδια. Τη φιλεύαμε ψωμί κρατημένο από το κομμάτι που μας λάχαινε να φάμε το γιόμα. Στερούσαμε τον εαυτό μας.
  Σαν έτρωε, τρέχαμε μπρος εμείς κι αυτή μας ακολούθαε πιλαλώντας με χίλια παιγνιδίσματα.
  Καμιά φορά συντυχαίναμε* τη μάνα μας στο δρόμο, καθώς γυρνούσε από το χωράφι κανενός, όπου δούλευε εργάτισσα όλη την ημέρα για ένα κομμάτι ψωμί. Και, σα μας έβλεπε τα τρία τα παιδιά της με τη Φλώρα μαζί, γιόμιζαν δάκρυα τα μάτια της. Το καμάρι των παιδιών της.
  – Μια βρήκατε, παιδιά μου, κι ο Θεός να σας δώσει χίλια. Να μην κληρονομήσετε τη μοίρα μου.
  Ύστερα εμείς τραβούσαμε μπροστά με τη γίδα, κι αυτή από κοντά. Θυμάμαι κάποτε γύρισα πίσω το κεφάλι μου, καθώς πηγαίναμε, και την είδα να σφουγγίζει τα μάτια της με την ποδιά.
  Ποιος ξέρει, μπορεί να θυμόταν του αντρός το κοπάδι, και τώρα χήρα με μια γίδα…
  Μα ένα βράδυ, που βγήκαμε και καρτερούσαμε σαν πάντα με ψωμί στο χέρι, δεν είδαμε τη γίδα μας να τραβάει μπροστά, πιο μπρος κι απ’ τα γκεσέμια, πού ’σερναν τους κύπρους του οκάρικους. Κάτι ένιωσα μες στην καρδιά μου. Δεν ξέρω· φόβο; πόνο; Ίσως και τα δυο. Πέρασε από μπροστά μας όλο το κοπάδι και πουθενά να φανεί η γίδα.
  Του κάκου τα μαυλίσματά* μας. Δεν ακούγονταν η Φλώρα. Στερνά και πού, νά κι ο πιστικός. Τη Φλώρα την έφερνε στον ώμο. Πάγος στην καρδιά μου. Τι να ’χε η γιδούλα μας; Την είχε δαγκάσει φίδι στο στήθος.
  Ο πιστικός την πήγαινε στο σπίτι μας. Κι εμείς κοντά του, κλαίοντας και τα τρία.
  Στο δρόμο, που περνούσε απόξω από το σπίτι μας, σε μιας τουφεκιάς μάκρος του παλιού καιρού, είδαμε τη μάνα μας. Γυρνούσε από τη δουλειά μ’ ένα ζαλίκι* ξύλα. Στάθηκε στο δρόμο όπως ήταν φορτωμένη, ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατα και κοίταξε αμίλητη, σα χαζή –να με σχωρέσεις, μάνα μου. Πριν της πούμε τίποτα, τα κατάλαβε όλα μοναχή της. Τόσα χρόνια, μια ζωή ολάκερη στη φτώχεια, τα μάντευε όλα τα κακά.
  – Μάνα τη γίδα την έφαε το φίδι.
  – Όπου ο φτωχός κι η μοίρα του, είπε κι αναστέναξε από μέσα από την καρδιά της.
  Την κατέβασε από τον ώμο του τη γίδα ο πιστικός. Μα δε στάθηκε στα πόδια της ορθή. Ξαπλώθηκε καταγής κι έγειρε το κεφάλι της δίπλα, τ’ ακούμπησε στο χώμα. Και βόγκαε σαν άνθρωπος. Ένα βογκητό κοντό σαν κομμένο κλάμα. Την ακούσαμε και μας ραΐστηκε η καρδιά –κι άλλα τόσα κλάματα και τα τρία τ’ αδέρφια.
  – Να σου πω, Χαραλάμπαινα, της λέει ο πιστικός της μάνας μου, την πρόφτακα και της άρμεξα το φαρμακωμένα γαίμα. Δε θα πάθει τίποτα. Ας κάνει έτσι, μην τη φοβάσαι. Δυσκολεύτηκε καθώς την έφερνα στον ώμο και της άναψαν οι πόνοι. Πόσα μού ’τυχαν εμένα, μα τίποτα δεν έπαθαν. Έγιαναν πάλε. Ρίξ’ της κλαδί, και σε κάνα δυο ώρες, σαν της διαβούν οι πόνοι, θ’ αρχέψει να τρώει. Μέρωσε τα παιδιά σου που βάλανε τη φωνή, σα γατάκια νηστικά που νιαουρίζουν.
  Πήρε δυο αυγά για τον κόπο του ο πιστικός κι έφυγε. Κι η μάνα μου σήκωσε τη γίδα στην αγκαλιά της και την επήρε μέσα στο σπίτι. Την έβαλε σε μιαν άκρη και της έριξε πρινάρι, αν ήθελε να φάει. Κι ύστερα καταπιάστηκε να ησυχάσει εμάς, να πάψουμε τα κλάματα. Εγώ, να σας πω την αλήθεια, έπαψα. Δεν ξέρω, ίσως στερεύουνε γρήγορα τα δάκρυά μου. Με βρήκανε συμφορές και συμφορές αργότερα σα μεγάλωσα, στον αγώνα της ζωής, και δεν έβγαλα ούτε ένα δάκρυ.
  Ωστόσο να με συμπαθήσετε, γιατί σας είπα κάτι που δε σας ενδιαφέρει. Το ’φερε η κουβέντα. Μα η Λένη πού να πάψει! Σιγόκλαιε.
  Άναψε φωτιά η μάνα μου. Φλεβάρης ήταν. Έριξε δαδί στη φωτιά να φέγγει. Πήρε ένα κομμάτι μπομπότα (αραποσίτικο ψωμί), αποδοσίδι* της δουλειάς της όλη την ημέρα, και δυο τρία κρομμύδια και πήγε κοντά στη φωτιά με τον Κωστούλα στην αγκαλιά.
  – Άστε, παιδιά, να φάμε. Κι η γίδα, μη φοβάστε, θα γιάνει ίσαμε αύριο.
  Μα πού η Λένη· δεν έπαψε το κλάμα.
  – Σώπα, παιδί μου Λένη, τι κλαις και κλαις; Σου είπα, θα γιάνει. Σώπα κι άιντε να φάμε.
  Σηκώθηκε, την πήρε στην αγκαλιά της. Την κάθισε σιμά της. Της έδωκε ψωμί. Την εφίλησε.
  – Σώπα, παιδάκι μου.
  Η Λένη δεν άκουε. Το δικό της αυτή.
  – Μα… να… κι αν… μας ψο…φή…σει η Φλώ…ρα;…
  – Σώπα, παιδάκι μου, άσε με να φάω μια στάλα φαρμάκι… Δε φτάνει που είμαι σκοτωμένη από τη δουλειά, έχω και την γκρίνια σου, κοτζάμ κορίτσι. Σύχασε, κι αν είναι να ψοφήσει, ώρα της καλή. Πολλά έπαθα, ας πάθω και τούτο ακόμα. Βουβάσου τώρα να μην κλαίει και το παιδί. Δεν παθαίνει τίποτα η γίδα.
  Για τον Κωστούλα έλεγε, που όσο έβλεπε τη Λένη να κλαίει, άλλο τόσο αυτός φώναζε. Μικρό παιδάκι μαθέ, πέντε χρονώ.
  Είδε που πείσμωσε τη μάνα της η Λένη και σώπασε. Μαζώχτηκε σε μιαν άκρη, κι εκεί αποκοιμήθηκε, δίχως να φάει, με το ψωμί στο χέρι.
  Σαν αποφάγαμε, σηκώθηκε η μάνα μου. Κι άμα την είδε π’ αποκοιμήθηκε, έστρωσε και την έβαλε στο στρώμα. Την εφίλησε κι είπε σιγανά:
  «Κακοκέφαλο, μ’ έκανες και σε μάλωσα και δεν έφαες κιόλα, να σκάσω… Κι εγώ σας μεγαλώνω με το αίμα μου, κακοκέφαλο».
  Πλαγιάσαμε να κοιμηθούμε.
 
 
Τη νύχτα, δεν ξέρω κατά τι ώρα, ξύπνησα. Στο παραγώνι κάποιος φύσαε ν’ ανάψει φλόγα. Σε λίγο έλαμψε μια φλόγα, και νά η Λένη μ’ ένα δαδί αναμμένο στο χέρι.
  Χαμηλά, στην άλλη άκρη του σπιτιού, η γίδα στέκονταν ορθή μπροστά στο πρινάρι κι έτρωε. Κι όπως έλαμψε η φλόγα του δαδιού, έστρεψε και κοίταξε τη Λένη και σιγανοβέλασε μια φορά, σα να ’θελε να της μιλήσει.
  Σαν την είδε η Λένη τη Φλώρα που έτρωε: «Τρως, γιδούλα μου;» της είπε· «φάε, φάε. Είσαι καλά τώρα; Δεν πονείς; Φλώρα μου, έγιανες;»
  Την εσίμωσε και τη φίλησε στα μάτια.
  – Λένη, είναι καλά η Φλώρα;
  Και πετάχτηκα από το στρώμα.
  Ξύπνησε κι η μάνα μου, ξύπνησε κι ο Κωστούλας, και σαν τι χαρές που κάναμε!
  Κι η μάνα μου έδωκε της Λένης να φάει που ’χε αποκοιμηθεί νηστική.
 
 
* το γκεσέμι: κριάρι ή τράγος που πάει μπροστά.
* ο κύπρος: μεγάλο κουδούνι.
* οκάρικος: που ζυγίζει μια οκά (1282 γραμμάρια).
* συντυχαίνω: συναντώ, ανταμώνω.
* το μαύλισμα: κάλεσμα ζώων.
* ζαλίκι: φόρτωμα.
* αποδοσίδι: ανταμοιβή.


(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)