Ο Φαέθων Αλεξάνδρα Δέλτα-Παπαδοπούλου
Εκτύπωση
Από τη χρυσή πύλη του ουρανού κοίταζε ο Φαέθων με λαχτάρα τον πατέρα του τον Ήλιο, που ανέβαινε στο φωτεινό του άρμα και περνούσε με μεγαλείο τον ουρανό.
          Ποθούσε ν’ ανέβει κι εκείνος μια μέρα στο άρμα, να πιάσει τα γκέμια, να νιώσει τη δύναμη των αλόγων και να τα δαμάσει με τα χέρια του. Ήθελε να δει τα άλογα ν’ αφρίζουν και ν’ αγριεύουν, κι εκείνος με σιδερένια δύναμη να τα βαστά.
          Όταν γύριζε το βράδυ ο Ήλιος, πετιόταν ο Φαέθων στο λαιμό του και τον παρακαλούσε:
          ― Πατέρα, άφησε αύριο να οδηγήσω εγώ το άρμα σου!
          Μα ο Ήλιος κουνούσε το κεφάλι.
          ― Είσαι μικρός ακόμα, έλεγε.
          Και ο Φαέθων δάγκανε τα χείλια του και σκυθρωπός χάιδευε τα ιδρωμένα άλογα.
          Μα ο Ήλιος αγαπούσε το γιο του και πονούσε να τον βλέπει λυπημένο. Μια μέρα δε βάσταξε πια.
          ― Πήγαινε, είπε. Σήμερα ας οδηγήσεις εσύ το άρμα μου.
          Το έλεγε με δισταγμό και ανησυχία, ο Φαέθων όμως δε βαστιόταν πια, του φαινόταν ότι η χαρά τον έπνιγε.
          Πήδησε στο άρμα, άρπαξε τα γκέμια και μαστίγωσε τα άλογα. Ξαφνιασμένα ορθώθηκαν τα ζώα, έπειτα με ορμή χύθηκαν στον ουρανό σέρνοντας το άρμα πίσω τους. Γρήγορα όμως ένιωσαν πως το χέρι που τα βαστούσε δεν ήταν του Ήλιου το στιβαρό χέρι, και αγριεμένα τίναξαν τα κεφάλια τους χλιμιντρίζοντας δυνατά. Από τα ρουθούνια τους πετούσαν φλόγες και τα πέταλά τους έβγαζαν σπίθες.
          Με το γόνατο στηριγμένο εμπρός του στο χρυσό τοίχωμα του άρματος, γύρευε ο Φαέθων να βαστάξει τ’ άλογα. Ο άνεμος σφύριζε στ’ αυτιά του, τα μαλλιά του τον έδερναν στο πρόσωπο, μα εκείνος με σφιγμένα τα δόντια τραβούσε τα γκέμια για να δαμάσει την ορμή των ζώων.
          Ήταν άξιος γιος του Ήλιου.
          Όλη τη δύναμή του τη μάζεψε, τα χέρια του σκάλωναν στα λουριά, το σώμα του γερμένο πίσω αγωνιζόταν να συγκρατήσει τ’ άλογα, μα εκείνα, πιο δυνατά από τον Φαέθοντα, είχαν πια παρατήσει το συνηθισμένο τους δρόμο, και μια κατέβαιναν τόσο χαμηλά, που έκαιγαν τη γη και μαύριζαν τους ανθρώπους, και μια πάλι πετιόνταν τόσο ψηλά, που πάγωνε η γη και σκεπαζόταν από χιόνια.
          Είδε ο Δίας από τον Όλυμπο το κακό που γινόταν, φοβήθηκε μη καταστραφεί ο κόσμος, και οργισμένος πέταξε τον κεραυνό του απάνω στο άρμα.
          Τα άλογα πετάχτηκαν ολόρθα, ξετρελαμένα από το χαλασμό γύρω τους, και σταμάτησαν απότομα, με τα ρουθούνια διάπλατα, τα μάτια κατακόκκινα, δαμασμένα από το φόβο.
          Το σώμα όμως του αγοριού συντριμμένο και αγνώριστο γλίστρησε από το άρμα κι έπεσε στον Ηριδανό ποταμό, το σημερινό Πάδο της Ιταλίας.
          Σαν είδαν οι αδελφές του πως τον σκέπασαν τα νερά, άρχισαν θρήνους και κλάματα, και, μοιρολογώντας, ανεβοκατέβαιναν την όχθη του ποταμού γυρεύοντας το πτώμα του Φαέθοντα. Τόσο τις λυπήθηκε ο Δίας που τις μεταμόρφωσε σε ψηλές λεύκες.
          Και όταν φυσά ο άνεμος σειούνται ακόμα σήμερα οι λεύκες και στενάζουν και τρέμουν τα φυλλαράκια τους από τον πόνο.


(από το βιβλίο: Αλεξάνδρα Δέλτα-Παπαδοπούλου, Μύθοι και θρύλοι, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, 1977)