Ο Υάκινθος Αλεξάνδρα Δέλτα-Παπαδοπούλου
Εκτύπωση
Μια μέρα που γύριζε ο Απόλλων στη γη, συνάντησε ένα αγόρι. Πιάνοντάς το από το σαγόνι τού σήκωσε το πρόσωπο και κοίταξε βαθιά στα ζωηρά μαύρα του μάτια.
          ― Πώς σε λένε; ρώτησε και χαμογέλασε.
          ― Υάκινθο, είπε το αγόρι. Και σένα;
          ― Τι να το κάμεις τ’ όνομά μου, απάντησε ο Απόλλων. Είμαι φίλος σου, αυτό σου αρκεί.
          Και το αγόρι ούτε φαντάστηκε ότι ήταν θεός ο καινούργιος του σύντροφος.
          Από τότε μέρα δεν περνούσε που να μη συναντηθούν οι δυο τους, και γρήγορα τους ένωσε μεγάλη φιλία. Ο Απόλλων ιδιαίτερα αγαπούσε το ανοιχτόκαρδο και ξένοιαστο παιδί της γης, και με ακούραστη καλοσύνη τού δίδασκε να παίζει τη λύρα, να τραγουδάει, να χορεύει.
          Του μάθαινε όμως και παιχνίδια διάφορα και γυμνάσια, να ρίχνει το δίσκο και το ακόντιο, να τοξεύει, να τρέχει, να πηδάει. Όσες φορές όμως ήθελε ο Υάκινθος να μετρηθεί με το φίλο του, πάντα έβγαινε δυνατότερος και επιτηδειότερος ο Απόλλων.
          Μια μέρα, ενώ γυμνάζονταν οι δυο, έπιασε ο Απόλλων το δίσκο, και εκεί που τον γυρνούσε για να τον ρίξει με ορμή, του έφυγε από τα χέρια και πέταξε λοξά και όχι μακριά.
          Έτρεξε ο Υάκινθος να τον πιάσει, μα ο δίσκος χτύπησε σε πέτρα, αναπήδησε και πέτυχε το αγόρι στο μέτωπο. Ο Υάκινθος σωριάστηκε χάμω.
          Όρμησε κοντά του ο Απόλλων, μα δεν πρόφτασε να τον βαστάξει. Γονάτισε πλάι του και του σήκωσε σιγά το όμορφο κεφάλι, αλλά ο Υάκινθος δεν τον κατάλαβε, ούτε κούνησε.
          Άδικα τον αγκάλιαζε ο θεός, τον χάιδευε, τον φώναζε με τα πιο τρυφερά ονόματα. Ο Υάκινθος δεν τον άκουγε πια. Πολλή ώρα έμεινε εκεί ο θεός γυρεύοντας να τον φέρει πίσω στη ζωή, μη θέλοντας να πιστέψει ότι εκείνος ο ίδιος έτσι άθελα τον είχε σκοτώσει.
          Και όταν επιτέλους κατάλαβε πως του έφυγε για πάντα ο φίλος του, δε βάσταξε η καρδιά του να τον θάψει.
          Του φάνηκε τόσο ήρεμος, τόσο όμορφος ξαπλωμένος στο χορτάρι! Έμοιαζε να κοιμάται, και μόνο το ματωμένο του μέτωπο μαρτυρούσε τι είχε γίνει. Έσκυψε απάνω του και μ’ ένα του τελευταίο φιλί τον μεταμόρφωσε σε ζωηρό, δροσάτο λουλουδάκι.
 
Σήμερα το λέμε ζουμπούλι, μα το λουλούδι δεν άλλαξε, και κάθε φορά που το χαϊδεύει ο ήλιος, ανοίγουν τα φύλλα του και τρέμουν τα καμπανάκια του, σα να θέλει να ευχαριστήσει το μεγάλο του φίλο για την καινούργια ζωή που του χάρισε.


(από το βιβλίο: Αλεξάνδρα Δέλτα-Παπαδοπούλου, Μύθοι και θρύλοι, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, 1977)