Ο Ορφέας και η λύρα του Γιώργος Γεραλής
Εκτύπωση
Πάντα γλυκό ήταν το τραγούδι του Ορφέα και πάντα η λύρα του μάγευε. Μα όταν εγύρισε κάποτε από ένα ταξίδι απίστευτο, τότε τραγούδησε με μιαν αλλιώτικη ομορφιά.
          Ζούσε στη Θράκη, τη βορινή ελληνική χώρα με τους ειρηνικούς κάμπους και τα ψηλά, αγέρωχα βουνά. Κι ήταν παιδί του βασιλιά της χώρας. Τ’ όνομα του πατέρα του ―κι ας είναι γραμμένο κάπου στα πανάρχαια βιβλία― λησμονήθηκε, όπως τόσα και τόσα ονόματα βασιλιάδων.
          Για ν’ απομείνεις στην ανάμνηση των ανθρώπων, δε φτάνει μια κορόνα χρυσή κι η πλανερή λάμψη της. Η σκόνη των καιρών σκεπάζει τους εφήμερους θρόνους. Μα η δόξα της λύρας είναι αιώνια.
          Οι άνθρωποι είπαν μόνο, κι αυτό μπορείς να το θυμάσαι κι εσύ: «Ο Ορφέας ήταν παιδί των Μουσών».
          Κι ήταν ένα αληθινά ευτυχισμένο παιδί. Γιατί χαιρότανε την ποίηση, που σε ταξιδεύει με τα δυνατά φτερά της στους αφάνταστους κόσμους· και τη μουσική, που κάνει τον κόσμο ένα όνειρο. Αγαπούσε τη μελέτη ή την ήσυχη συνομιλία με φίλους στοχαστικούς. Κι ακόμα πιο πολύ, αγαπούσε τη μοναχική περιπλάνηση μέσα στη γλυκιά φύση.
          Και του κάμπου τα πουλιά και του δάσους τ’ αγρίμια τον τριγυρίζανε χαρωπά, καθώς έπαιζε τη λύρα και τραγουδούσε.
          Τραγουδούσε πόσο είναι όμορφο ν’ ανασαίνεις το δροσερό αέρα της νύχτας και της μέρας το ξανθό φως. Πόσο κοντά σε κάθε πλάσμα βρίσκεται η χαρά. Φτάνει να θες να τη νιώσεις.
          Έπειτα υμνούσε τα ευγενικά αισθήματα, το σέβας στους θεούς και την αγνότητα της ψυχής, και τέλειωνε ―γιατί ήταν είκοσι χρονώ― με τη χαρά της αγάπης.
          Τότε οι νύμφες των δασών, οι χαριτωμένες Δρυάδες, που τα μάτια τους είναι σκοτεινά σαν το βαθύ βράδυ και τα μαλλιά τους δροσοβολούν από πάχνη και νιότη, σταματούσαν τα παιχνίδια και τα τρεχαλητά και, φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη, γνέφανε η μια στην άλλη: «Σιγά, ν’ ακούσουμε».
 
 
Ευρυδίκη
 
Όλες οι νύμφες των δασών, όλες οι δεντροκόρες είναι όμορφες. Μα εκείνη... Γιατί αν στα μάτια της χώρεσε όλη η κατάστερη νύχτα, φως αυγινό λούζει την ψυχή της, έτοιμη πάντα για δάκρυα ―ή της χαράς ή της λύπης.
          Κι ο Ορφέας αγάπησε την Ευρυδίκη και την πήρε, βασιλοπούλα, στο παλάτι της Θράκης.
          Μα η χαρά τους δεν ήταν τα μαρμάρινα δώματα και οι χρυσοστόλιστες αίθουσες και οι λαμπρές ακολουθίες.
          Μέσα στα ηλιόφωτα δάση οι μέρες τους διάβαιναν σαν και πρώτα.
          ― Πόσο πιο όμορφη είσαι με την κορόνα της χαραυγής ή της δύσης!
          ― Πόσο πιο όμορφη με βλέπει η αγάπη σου! αποκρινόταν εκείνη και πάλι γελούσε κι έκλαιγε χωρίς αιτία.
          Και τα ζωντανά του δάσους, πουλιά κι αγρίμια, ολοένα τους κύκλωναν, αχόρταγα για τραγούδι και χάδι.
          Το τραγούδι του Ορφέα ποτέ δε σώπασε. Μα το χέρι εκείνης, που ήξερε τόσο τρυφερά να χαϊδεύει, ήρθε μια ώρα πικρή και νεκρώθηκε.
          Φαρμακερό φίδι το δάγκωσε κι απόμεινε αιματοράντιστο κρίνο ακουμπισμένο σ’ ένα στήθος ακύμαντο. H σκιά του θανάτου σκέπασε την Ευρυδίκη. Η χλομή ομορφιά της στολίζει τώρα το βασίλειο του Πλούτωνα.
          Τότε σκοτείνιασε η καρδιά του Ορφέα κι είδε την πλάση νεκρή. Είδε τα δέντρα φαντάσματα σταχτερά μέσα στο βουρκωμένο φως και τα πουλιά πετρωμένα στα κλώνια. Και τα ελάφια σιμά στις πηγές να κλαίνε μια μαρμάρινη θλίψη. Και των πουλιών το τραγούδι ερχόταν από έναν άλλο καιρό, και σ’ έναν άλλο καιρό ταξίδευε, ακατανόητο, βιαστικό και πνιγμένο.
          «Άλλο δεν ακούω παρά την τρομαγμένη φωνή της. Άλλο δε βλέπω παρά τα βασιλεμένα της μάτια».
          Κι είπε ο Ορφέας:
          ― Θα κατεβώ στον Άδη. Ίσως η λύρα και η αγάπη να μαλακώσουν τους υποχθόνιους θεούς. Να γίνει ό,τι ποτέ δεν ξανάγινε.
 
 
O Oρφέας στον Άδη
 
          ―Μη γελιέσαι απ’ την όψη μου, τραγούδησε στον οδηγό των ψυχών. Η καρδιά μου, σου λέω, είναι νεκρή. Πέρασέ με το σκοτεινό ποτάμι.
          Στις σιδερένιες πύλες, ο φοβερός Κέρβερος αποκοιμήθηκε με τον ήχο της μαγικής λύρας.
          Ο Ορφέας προχώρησε στα άφεγγα μονοπάτια της υπόγειας χώρας. Γύρω του, μόλις ξεχώριζε ψυχές βασανισμένες από βαριά κρίματα. Είδε τον Σίσυφο, άλλοτε τρανό βασιλιά της Κορίνθου και τώρα ταπεινό υποτακτικό, ν’ αγκομαχάει καθώς πολέμαγε να ανεβάσει σ’ ένα ύψωμα μια πελώρια πέτρα. Κάθε φορά που ζύγωνε στην κορφή, η πέτρα τού ξέφευγε και κατρακυλούσε. Ένα μαρτύριο, δίχως τέλος.
          Eίδε τον Τάνταλο, άρχοντα σε αμνημόνευτα χρόνια, xορτασμένον από πλούτο και δύναμη, να ’χει στεγνώσει τ’ αχείλι του για μια στάλα νερό. Στεκόταν μέσα σ’ ένα ποτάμι. Τα νερά έφταναν ως το γόνυ του, μα αποτραβιόνταν μόλις ο δύστυχος έσκυβε να πιει.
          Είδε τις φιδομάλλες Ερινύες με τα ακοίμητα μάτια και τη φαρμακερή ψυχή να τυραννούν τους κριματισμένους. Είδε, τέλος, τον Πλούτωνα, τον ανελέητο βασιλιά, καθισμένο σε θρόνο από πετρωμένη λάβα, και πλάι του τη χλομόθωρη Περσεφόνη, τη βασίλισσα των σκιερών λιβαδιών.
          Γονάτισε μπροστά τους και, κρούοντας τη λύρα, τραγούδησε:
          ― Ω θεοί, που κυβερνάτε το σκοτεινό και σιωπηλό κόσμο!
          » Όλοι έρχονται κάποια μέρα κοντά σας, όσοι υπάρχουν και όσοι θα υπάρξουν.
          » Κάθε πλάσμα στους θνητούς πολυαγάπητο μια ψυχή κλείνει μέσα του, που κάποτε δική σας θα γίνει. Ένα χρέος που ποτέ δε μένει ανεξόφλητο. Μα ας έρθει πρώτα ο καιρός του.
          » Όμως εκείνη που μου πήρατε έφυγε τόσο νωρίς. Μπουμπούκι που κόπηκε απ’ το κοτσάνι του πριν λουλουδίσει.
          » Δώστε μου πίσω τη γλυκιά Ευρυδίκη! Αφήστε την να τελειώσει τις μέρες της!
          » Λίγο καιρό θα διαβούμε στη γη, κι έπειτα, βασιλιά των σκιών, θα ’μαστε δικοί σου ―για έναν καιρό ατελεύτητο, για πάντα.
          Έτσι τραγούδησε ο Ορφέας κρούοντας τη λύρα του. Κι από την αρμονία της μουσικής κι από το φως της αγάπης του, χάρη ευλογητική απλώθηκε στην αγέλαστη κι αδάκρυτη χώρα.
          Ο Σίσυφος ανέβασε, επιτέλους, την πέτρα στην κορφή του λόφου, σκούπισε το μέτωπό του κι έπειτα κάθισε κι έκλαψε.
 
Ο Τάνταλος χόρτασε τη δίψα του, αδειάζοντας χούφτες νερό τη μια πάνω στην άλλη, και κάθε φορά κοίταζε γύρω του και γελούσε, ένα γέλιο τρελό, τρανταχτό.
          Και για πρώτη φορά από τότε που χύθηκε στην καρδιά του ανθρώπου το φαρμάκι της αμαρτίας και η τύψη, οι φριχτές Ερινύες ένιωσαν στο στυγνό πρόσωπό τους την ελεητική δροσιά που κατεβαίνει απ’ τα μάτια.
          ―Δώστε μου πίσω τη γλυκιά Ευρυδίκη.
          Δάκρυα κυλούσαν ακόμα και στο χάλκινο πρόσωπο του Πλούτωνα κι η χλομή Περσεφόνη, η βασίλισσα των σκιερών λιβαδιών, έγειρε απάνω του και παρακάλεσε:
          ― Ας του γίνει η χάρη, αυτή που ποτέ δεν ξανάγινε. Την αγαπά τόσο πολύ!
          ― Ναι.
 
 
Aιωνιότητα
 
          ― Δε θα γυρίσεις να την κοιτάξεις, του είπαν, προτού φτάσετε στο φως του απάνω κόσμου. Αλλιώς, θα τη χάσεις για πάντα. Πήγαινε κι αυτή θα σ’ ακολουθεί.
          Ο Ορφέας ένιωσε στον ώμο του το χέρι εκείνης κι η καρδιά του φτεροκόπησε σαν μεθυσμένο πουλί.
          Η κατάμαυρη πύλη ανοίχτηκε. Τη διάβηκαν σιωπηλοί. Σιωπηλοί κι ανείδωτοι διαβήκαν και το σκοτεινό Αχέροντα με τα φαρμακερά νερά. Από δω αρχίζει η πορεία προς το σύνορο που χωρίζει το έρεβος απ’ το φως.
          Είναι ο δρόμος πολύς; Κάθε δρόμου το μάκρος μετριέται με τη λαχτάρα.
          Έτσι προχωρούσαν πάντα στα σκιερά μονοπάτια, ανάμεσα απ’ το λιβάδι των ασφόδελων. Ο Ορφέας μπροστά κι εκείνη ένα βήμα πίσω, με το χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του. Το σκοτάδι γίνεται ολοένα και πιο αραιό. Έπειτα μια αδύναμη λάμψη. Αχνοφέγγει. Μια αχτίδα χτύπησε στα μάτια του Ορφέα.
          Το αίμα τραγούδησε στις φλέβες του πιο γλυκά κι από τη λύρα. Δεν κρατήθηκε.
          «Πόσο πιο όμορφο θα ’ναι το φως στα δικά της τα μάτια».
          Γύρισε να την κοιτάξει. Μα της Ευρυδίκης το πρόσωπο ήταν ακόμα στο σκοτάδι.
          Είδε μόνο το σχήμα της, θαμπό, να χάνεται. Άπλωσε με απελπισία τα χέρια του. Δεν άγγιξε τίποτα. Η Ευρυδίκη είχε πάρει ξανά το δρόμο για την άφεγγη χώρα. Άκουσε μια σβησμένη φωνή:
          ― Χαίρε.
 
Πάντα γλυκό ήταν το τραγούδι του Ορφέα και πάντα η λύρα του μάγευε. Μα όταν γύρισε κάποτε από το ταξίδι το απίστευτο, τότε τραγούδησε με μιαν ανείπωτη ομορφιά, με μια θαυματουργή χάρη. Γιατί είχε γνωρίσει τον πόνο.
          Τα παλιά ποιήματα ιστορούνε το θαύμα. Λένε πως ακόμα και τις πέτρες κινούσε ο Ορφέας με τη λύρα του, έσερνε κοντά του τα δέντρα κι άλλαζε το δρόμο των ποταμών.
          Όλα αυτά, βέβαια, θέλουν να πουν:
          Μια δύναμη βαθιά και συμπονετική κυβερνάει την πλάση. Κι ό,τι άψυχο σου δείχνεται μπορεί να κλείνει μέσα του μια ψυχή μυστική και μια λαχτάρα αφανέρωτη για αρμονία κι αγάπη.
 
Ο Ορφέας δεν έγινε ποτέ βασιλιάς, ή στη Θράκη ή αλλού. Περιπλανήθηκε σε χώρες πολλές και βασίλεψε στις καρδιές των ανθρώπων.
          Κάποτε ήρθε η ώρα να πληρώσει το κοινό χρέος. Τότε αντάμωσε ξανά την Ευρυδίκη και μπόρεσε άφοβα να την κοιτάξει στα μάτια. Κι έμεινε πλάι της για πάντα.
          Οι θεοί πήραν τη μαγική λύρα του Ορφέα και την έστησαν στον ουρανό. Κάθε νύχτα τραγουδάει την αγνότητα και την αγάπη.
          Καθώς ξέρεις, όλα τα άστρα το ίδιο τραγουδάνε.


(από το βιβλίο: Γιώργος Γεραλής, Eλληνική μυθολογία II. Oι ήρωες, Kαστανιώτης 1999)