Ο θάνατος του ισόθεου Γιώργος Γεραλής
Εκτύπωση
Η θλίψη του Αχιλλέα για το θάνατο του Αντίλοχου ξέσπασε σε μια φρενιασμένη επίθεση. Φοβερό ήταν το μακελειό. Τα ρέματα του Σκαμάνδρου και του Σιμόη γέμισαν από πτώματα Τρώων. Παραζαλισμένος από την τόση ορμή των Ελλήνων, ο στρατός του Πριάμου το ’βαλε στα πόδια. Όπου φύγει-φύγει.
          Τους κυνήγησε ο Αχιλλέας ως τις καστρόπορτες. Εκείνη τη στιγμή ο θεϊκός Απόλλωνας ―έτσι λέει ο μύθος― κατέβηκε από την ολύμπια κατοικία του με μορφή πολεμιστή και πρόσταξε τον ήρωα να σταματήσει.
          Χαμογέλασε ο ισόθεος περιφρονητικά και συνέχισε το κυνηγητό των εχθρών. Τότε, μπροστά στις Σκαιές πύλες, τέντωσε το τόξο του ο Πάρις κι έριξε. Το βέλος, σαν οδηγημένο από μιαν υπεράνθρωπη δύναμη ―ήτανε τάχα ο περιφρονημένος θεός που το οδηγούσε;― βρήκε τον ήρωα στο μόνο φθαρτό σημείο του κορμιού του: στη φτέρνα.
          Κι έπεσε ο ασύγκριτος.
          Γύρω από το πτώμα του Αχιλλέα έγινε τρομερή μάχη. Τέλος, ο Οδυσσέας κι ο Αίαντας, αφού πολέμησαν μανιασμένα, καταφέρανε να κερδίσουν το σεπτό σκήνωμα και να το φέρουν στο ελληνικό στρατόπεδο.
 
Ανέβηκε πάλι από τα βάθη της θάλασσας η θλιμμένη Θέτιδα και μοιρολόγησε τον ακριβογιό της. Μαζί της, κλάψανε γοερά και οι αδερφές της οι νεροκόρες. Η θεά Αθηνά άλειψε το νεκρό σώμα με τη θεϊκή αμβροσία, για να το φυλάξει απ’ τη φθορά ως την ώρα της ταφής.
          Δεκάξι μέρες κλαίγανε οι Έλληνες τον ισόθεο σύντροφο και τη δεκάτη εβδόμη μέρα, αφού πια χορτάσανε το κλάμα, τον ανεβάσανε στη νεκρική πυρά.
          Σε μια χρυσή λήκυθο, δώρο του Ηφαίστου, αποθέσανε την τέφρα του. Κι η λήκυθος θάφτηκε σ’ ένα ακρωτήρι ψηλό, στην ακτή του Ελλησπόντου. Δίπλα στον αγαπημένο του Πάτροκλο αναπαύθηκε ο Αχιλλέας.
          Κι ακόμα η Θέτιδα θρηνολογούσε.
 
Όμως, αν η υλική του ύπαρξη τέλειωσε, οι θεοί φυλάγανε μια δεύτερη, μυστική ζωή για τον ασύγκριτο ήρωα.
          Κι οι ποιητές των Ελλήνων τραγουδήσανε την παράδοξη μοίρα του.
          Στη νήσο Λευκή, που βρίσκεται ―βρίσκεται;― στη βορεινή θάλασσα, στο έβγα του Δούναβη ποταμού, ζει ο Αχιλλέας την άλλη ύπαρξή του, τη μυστική.
          Κι οι ναυτικοί που περνούσαν απ’ τ’ ακρογιάλια εκείνα, αν ήταν μέρα ακούγανε κλαγγές όπλων και ασπίδων, αλλά δε βλέπανε τίποτα. Αν ήταν νύχτα, ακούγανε τραγούδια. Ήταν ο Αχιλλέας με τους αγαπημένους συντρόφους του, που ζούσανε πάντα τη ζωή των ηρώων. Κι αν σου πούνε κάποτε πως δεν υπάρχει πουθενά της γης η νήσος Λευκή, κι ούτε υπήρξε ποτέ, μην πιστέψεις τ’ αστόχαστα λόγια. Πάντα υπάρχει, πέρα από κείνα που βλέπουν τα γήινα μάτια μας, μια κρυμμένη αλήθεια και μια αιώνια ομορφιά.
 
Μετά το θάνατο του Αχιλλέα, τα περίφημα όπλα του ήρωα δόθηκαν, έπαθλο ανδρείας, στο βασιλιά της Ιθάκης, τον Οδυσσέα.
          Ο Τελαμώνιος Αίαντας, που διεκδικούσε κι αυτός τη μεγάλη τιμή να κερδίσει την αρματωσιά του ισόθεου, έπαθε μια φοβερή κρίση.
          Έξω φρενών, ρίχτηκε, νύχτα, πάνω στα κοπάδια που προορίζονταν για τη διατροφή του στρατού, κι έσφαζε τους αρχηγούς των Αχαιών, που του αρνηθήκανε την τιμή που του άξιζε. Έπειτα, όταν ήρθε στα συγκαλά του και κατάλαβε την πλάνη του, ντροπιασμένος, έδωσε τέλος στη ζωή του μ’ έναν τρόπο φριχτό. Έμπηξε το σπαθί του στη γη κι έπεσε απάνω. Κι ήτανε το σπαθί, (θυμάσαι;) δώρο του Έκτορα.


(από το βιβλίο: Γιώργος Γεραλής, Ιλιάδα, Εκδόσεις «Κένταυρος» Ο.Ε., 1962)