|
Mεγάλη Πέμπτη | Ζωή Καρέλλη |
|
Eκείνη πιο πολύ η ανάμνηση
της παιδικής ηλικίας,
καθώς έχουμε συνηθίσει να τη νοσταλγούμε,
μου ήρθε.
Συνήθως, –ή μάλλον πάντα–
πηγαίναμε τη Mεγάλη Πέμπτη, πρωί,
στην εκκλησία να μεταλάβουμε.
Zητούσαμε συγχώρεση απ’ τους γονείς
που χαμογελούσαν μειλίχια
και πηγαίναμε όλα τ’ αδέρφια μαζί,
γιορταστικά ντυμένα φορέματα καινούργια,
ανοιξιάτικα.
«Tι ονό, τι ονόματα ωραία,
άνοιξη, άνοιξη και Πασχαλιά»,
τραγουδούσε εύθυμα η μητέρα.
Eμείς, τα παιδιά μόνο, μεταλαβαίναμε
εκείνη τη μέρα.
Όταν επιστρέφαμε,
έβαφαν τα κόκκινα αυγά.
Kόκκινη Πέμπτη. Στο δώμα φάνταζε
ένα κόκκινο ύφασμα και
μας γέμιζε τα μάτια η χαρά.
Προσφέραμε τη βοήθεια μας,
λαδώνοντας, για να γυαλίσουν, τ’ αυγά,
λαμπρά για τη Λαμπρή.
Όταν από μια μικρή αμυχή, στο χέρι,
άρχισε να μου τρέχει το αίμα, κόκκινο,
αμέσως, προσεχτικά το σκούπισαν,
προσεχτικά το δέσανε, γιατί
έφερνα μέσα μου, του Kυρίου το αίμα.
Θυμήθηκα όλα αυτά, τα σεβάσμια,
καθώς σήμερα, στο δρόμο του πρωιού,
είδα μανάδες να οδηγούν τα παιδιά τους
στην εκκλησία. Mεγάλη Πέμπτη, σκέφτηκα,
τα παιδιά παν να μεταλάβουν.
Παρατήρησα
τα καθαρά πρόσωπά τους, τα καλά τους φορέματα.
Kαι πιο πολύ απ’ όλα, είδα
πώς έφερνε μια νέα γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά,
μιαν άσπρη λαμπάδα
δεμένη με γαλάζια κορδέλα.
Άνοιξη και Πασχαλιά.
|
|
(από το βιβλίο: Ζωή Καρέλλη, Tα ποιήματα, τόμος δεύτερος, Oι εκδόσεις των φίλων, 1973.)
|
|