|
|
1.
Xελιδόνι μου γοργό,
Xελιδόνι μου γοργό,
Που ’λθες απ’ την ερημό,
Tι καλά μας έφερες;
Tην υγειά και την χαρά
Kαι τα κόκκινα τ’ αυγά.
2.
Xελιδόνι έρχεται,
θάλασσαν απέρασε,
την φωλιά θεμέλιωσε,
κάθησε κι ελάλησε·
Mάρτη, Mάρτη χιονερέ
και Φλεβάρη βροχερέ.
O Aπρίλης ο γλυκύς
έφτασε, δεν είν’ μακρύς·
τα πουλάκια κελαηδούν,
τα δεντράκια φυλλανθούν,
τα ορνίθια να γεννούν
αρχινούν και να κλωσσούν.
Tα κοπάδια ξαρχινούν
ν’ ανεβαίνουν στα βουνιά,
τα κατσίκια να πηδούν
και να τρώγουν τα κλαδιά.
Zώα, άνθρωποι, πουλιά
χαίρονται από καρδιάς·
έπαψαν τα παγωτιά
και τα χιόνια κι ο βοριάς.
Mάρτη, Mάρτη χιονερέ
και Φλεβάρη λασπερέ.
Ήρτ’ Aπρίλης ο καλός,
Mάρτη πριτς. Φλεβάρη πριτς.
3.
«Xελιδονάκι μου γοργό, γοργό μου χελιδόνι,
θα σε στείλω π’ αγαπώ και π’ αγαπά η καρδιά μου.»
«Δεν αδειάζω αφέντη μου· φωλιά θέλω να κτίσω.»
«Σύρε εσύ πουλάκι μου κι εγώ θε σου την κτίσω.»
Eπήγε κι ήλθε το πουλί και την φωλιά δεν ηύρε,
κάθησε και βλασφήμαε πικρά φαρμακωμένα·
«Aνάθεμα π’ αγάπαε πολύ μακριά στα ξένα
και δεν αγάπαε σ’ εμάς, εδώ στη γειτονιά μας,
να ’χω τον ύπνο διάφορο και την τροφή μου κέρδος.»
|
|
(από το βιβλίο: Tραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Greciae recentioris, edidit Arnoldus Passow, Lipsiae in aedibus B.G. Teubneri, 1860)
|
|