Το πρωινό ντύσιμο Γεωργία Ταρσούλη
Εκτύπωση
Κάτσε, χρυσό μου, φρόνιμα, να σε πλύνω! είπε η μαμά.
  – Παιδί μου, πρέπει να σταθείς ήσυχο, έκανε το νερό.
  – Αν δεν τριφτείς καλά με το σαπούνι, δε θα βγουν οι μουντζούρες! είπε ο τρίφτης.
  – Το ένα αυτί το σκουπίσαμε, τώρα η σειρά του άλλου! έκανε το προσόψι.
  – Λίγο βούρτσισμα ακόμη και θα είμαστε χτενισμένοι! είπαν η βούρτσα και το χτένι.
  – Πρώτα το ένα χεράκι κι ύστερα το άλλο! συμβούλεψε το πουκάμισο.
  – Όσο πάνε, τα γαμπάκια μας παχαίνουν! αναστέναξαν οι κάλτσες.
  – Ό,τι αξίζει όλο το ντύσιμο, αξίζουν τα παπούτσια! καμάρωσαν τα μαύρα γυαλιστερά μποτάκια.
  – Τώρα φόρεσέ με δίχως να ξεχτενιστείς! είπε το κόκκινο πουλοβεράκι.
  – Και το τελευταίο εγώ! έκανε το μακρύ βελουδένιο παντελόνι.
  – Τώρα δε μένει παρά να σου σκουπίσω τη μυτούλα! πρόσθεσε το κάτασπρο μαντιλάκι.
  – Έτοιμοι! έτοιμοι! φώναξαν όλα μαζί.
  – Τίποτε δεν είναι έτοιμο, αν δε φιλήσω εγώ το παιδάκι μου! είπε η μανούλα και έδωσε ένα ζεστό ζεστό φιλί στο μαγουλάκι.


(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)