Ο κορυδαλλός και τα σπίτια του Λαϊκό παραμύθι
Εκτύπωση
Άμα άρχισαν οι βροχές μέσ’ στο χειμώνα, ο κορυδαλλός με τη γυναίκα του, ετρύπωσαν μέσ’ στη φωλιά τους κάτω από ένα θυμάρι. Τα νερά κι η κρυάδα έπεφταν από πάνω τους κι έγιναν μουσκίδι κι ετουρτούριζαν από το κρύο. Του λέει η κορυδαλλίνα, η γυναίκα του:
  – Δεν είναι σπίτι του πλάστη μου τούτο. Πώς θα βγάλομε το χειμώνα μέσα σε τούτο το σπίτι, αντρούλη μου;
  – Μη στεναχωριέσαι, γυναίκα, της λέει ο κορυδαλλός. Δε θα τελειώσει ο χειμώνας; Άμα τελειώσει, να δεις τι θα κάμω! Θα χτίσω ανώγεια και κατώγεια.
  Τελείωσεν ο χειμώνας, ήρθε το καλοκαίρι κι εκόντευε να τελειώσει. Ο κορυδαλλός δεν κουνιόταν από τη θέση του. Του λέει η γυναίκα του:
  – Κοντεύει να τελειώσει το καλοκαίρι. Πότε θα χτίσεις τ’ ανώγεια και τα κατώγεια που είπες;
  – Δε βαριέσαι, γυναίκα, της λέει. Τι τα θέλω τ’ ανώγεια και τα κατώγεια! Δεν επεράσαμε καλά ή κακά πέρυσι; Καλά ή κακά θα περάσωμε και φέτος. Να κάτσω εγώ τώρα να χτίζω σπίτια! Αποκάτω από ένα θυμάρι θα περάσωμε πάλι…


(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, Β΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 2001