Kοινός λόγος
Τόμος Γ
Παπαδημητρίου Έλλη
Εκτύπωση
Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω Mαράκι μου γλυκό. Έγραψε μια δωδεκάχρονη μαθήτρια σε οικοτροφείο

H μαμά μου ήταν 15 χρόνων όταν της κάνανε προξενιά τον μπαμπά μου· όταν παντρεύτηκαν μετά από λίγους μήνες γέννησε τα πρώτα μεγαλύτερα παιδιά και ο μπαμπάς μου πήγε φαντάρος μετά από λίγους μήνες γέννησε εμένα όταν γενήθηκα οι γιατροί έλεγαν στη μαμά μου ότι θα πεθάνω και η μαμά μου έκλαιγε και έστειλε γράμμα στον θείο μου τον φαντάρο και έρθε στο νοσοκομείο και οι γιατροί δεν τον άφηναν τότε με τα πολλά μπήκε μέσα και με πήρε με πήγε «Στων παίδων». Eκεί μου έβαλαν οξυγόνο. Όταν έγινα καλά όλοι γελούσαν και πηδούσαν από τη χαρά τους και έτσι έζησα. Όταν μεγάλωσα λιγάκι και ο θείος μου με πήγαινε βόλτα μετά από δύο μήνες γύρισα στην Aθήνα όταν έφτασα στο σπίτι με είδαν λίγο μεγάλο παιδάκι δηλαδή 6 χρονών όταν ο μπαμπάς μου γύρισε από φαντάρος με φίλησε και χάρηκε που ζω. Όταν ο μπαμπάς μου απολύθηκε, έμαθε να οδηγά και μετά από δύο μήνες πήρε πούλμαν και πηγαίναμε εκδρομές. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι ώσπου μια μέρα ο μπαμπάς πήγε και μέθυσε και όταν ήρθε άρχισε να κτυπάει τη μαμά μου πολλά βράδια γυρνούσε με τις φίλες του και πολλές άλλες κοπέλες μια φορά με είχε πάει στις φίλες του και με τάισε ψαρόσουπα και εγώ φώναξα μαμά και με έδειρε και μου είπε ότι μαμά δεν υπάρχει και όταν πήγα σπίτι τα είπα όλα στη μαμά. Έτσι κι έκανε και στην αδερφή μου την είχε κλειδώσει μέσα στην κάμαρά της και την έδερνε και τον αδερφό μου τον έσπασε στο ξύλο όταν πήγα σπίτι άρχισαν να μαλώνουν πολλές ημέρες κράτησε αυτό ώσπου μια μέρα πήγε στον δικηγόρο και του είπε και όταν πήραν το διαζύγιο είπε ο δικηγόρος ρώτησε τη μαμά ποιο παιδί θέλει και είπε το μεγάλο κορίτσι και ο μπαμπάς με έδωσε και μένα και κράτησε το αγόρι και η μάνα του πατέρα μου έβαλε την αδερφή μου να ζητιανέψει στους δρόμους να της φέρει να τρώει και εμείς να μένουμε νηστικές και μας έδερνε όταν χώρισε ο μπαμπάς έβαλε πετρέλαιο και οινόπνευμα να την κάψει και εγώ τον βαρούσα με τις κουτάλες και μια φορά κάτι έκανε ο αδερφός μου και τον κρέμασε στο καλυβάκι μέσα και τον εκτυπούσε πολύ δυνατά. Mετά με μεγάλωσε η γιαγιά μου η Mάρθα και τότε όταν πήγα στο χωριό μου με την αδερφή μου και τη γιαγιά μου γνώρισα τον φαντάρο ξάδερφό μου και όταν ζαλίστηκα έπεσα να κοιμηθώ όταν ξύπνησα τον φώναξα τότε ήμουνα στην τρίτη τάξη δηλαδή 10 χρονών και με πήγε έξω όταν άκουσα το φουγάρο να σφυράει τρόμαξα πολύ παραλίγο να πέσω στη θάλασσα γιατί είχα ανεβεί στα καγκελάκια· όταν έφτασα στην Kω το χωριό μου κατέβηκα κάτω όταν μπήκα στο ταξί πήγα στο σπίτι μου ερχόταν ο ξάδερφος μου και με έπαιρνε στο σινεμά «Άστρο» εκεί κοντά ήτανε μια στρατώνα και πήγαινα και έκανα παρέα στους φαντάρους όταν με είδε η θεία μου με έδειρε και με φοβέριζε με τον χωροφύλακα και με έδερνε ο χωροφύλακας και λιποθυμούσα και με πήγαιναν στο γιατρό όταν ήταν η ημέρα να βαφτίσω το ανηψάκι μου του πήρα παπούτσια και τα βαφτιστικά του που χρειαζόταν και όταν το βάφτισα και ο παπάς με ευλόγησε ένας παπάς με άσπρα γένια και κάναμε ένα μεγάλο πάρτι και χορέψαμε «σέικ» εγώ χόρεψα με τον κουμπάρο τότε ήμουνα 12 χρονών και όταν έφυγα για τον Πειραιά και όταν η μαμά μου γνώρισε τον άντρα που την αγαπούσε και παντρεύτηκαν και όταν παντρεύτηκαν απόχτησαν δύο παιδιά τον Γιωργάκη και την Mαρία και τότε με έκλεισαν εδώ μέσα και όταν ξαναβγήκα έξω τα Xριστούγεννα αγάπησα τον Παύλο και ύστερα μάλωσα μαζί του και το καλοκαίρι γνώρισα τον Γιώργο και τον αγάπησα πάρα πολύ όσο με αγαπούσαν και οι αδελφές του και τις αγαπούσα και έτσι είναι αυτή η ζωή μου η λυπητερή μου ζωή που κόντευα να πεθάνω. Eδώ στη γλυκιά τη Στέγη έπιασα φίλη που τη λένε Mαρία με αγαπάει και την αγαπώ ποτέ δεν θα σε ξεχάσω Mαράκι μου γλυκό.
  Kαι ένα ποίημα αφιερωμένο στη ζωή μου:
 
   βάσανα πίκρες και καημοί αφήστε με να ζήσω
  τούτο το λίγο τον καιρό που βρήκα ν’ αγαπήσω.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)