Απομνημονεύματα
[ Eισαγωγή ]
Μακρυγιάννης Ιωάννης
Εκτύπωση
1829 Φλεβαρίου 26, Άργος.
 
Eίμαι διορισμένος από την κυβέρνηση του Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Ο σταθμός μου είναι εδώ εις Άργος. Κάθομαι και αγροικιώμαι με την Κυβέρνηση και παντού εις τις επαρχίες μ’ αρχές κι’ αξιωματικούς και όποτε κάνει χρεία, φέρνω και γύρα σε όλα τα μέρη αυτά δια την γενική ησυχία και ξακολουθώ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν εδώ.
     Και για να μην τρέχω εις τους καφφενέδες και σε άλλα τοιούτα και δεν τα συνηθώ – (ήξερα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγη εις δάσκαλο από τα αίτια οπού θα ξηγηθώ, μην έχοντας τους τρόπους) περικαλούσα τον έναν φίλον και τον άλλον και μ’ έμαθαν κάτι περισσότερον εδώ εις Άργος, οπού κάθομα άνεργος. Αφού λοιπόν καταγίνηκα ένα δυο μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα οπού βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου, όσα έπραξα εις την μικρή μου ηλικία και όσα εις την κοινωνία, όταν ήρθα σε ηλικία, και όσα δια την πατρίδα μου, οπού μπήκα εις της Εταιρίας το μυστήριον δια τον αγώνα της λευτεριάς μας και όσα είδα και ξέρω οπού ’γιναν εις τον Αγώνα, και σε όσα κατά δύναμη συμμέθεξα κ’ εγώ κ’ έκαμα το χρέος μου, εκείνο οπού μπορούσα.
     Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς κοινωνίας και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργειά τους και να χάνουν τις πολυτίμητες στιμές εις αυτά. Αφού όμως έλαβα και εγώ ως άνθρωπος αυτείνη την αδυναμίαν, σας ζητώ συγνώμη εις το βάρος οπού θα σας δώσω.
     Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψη την αλήθεια, καθώς έγιναν τα γραφόμενα, οπού θα σημειώσω. Όλοι οι αναγνώστες έχετε χρέος πρώτα να ’ρευνήσετε δια την διαγωγή μου, πώς φέρθηκα εις την κοινωνία και Αγώνα, και αν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση και εις τα γραφόμενά μου, αν ατίμως φέρθηκα, μην πιστεύετε τίποτας. Και αφού μάθετε ότι φέρθηκα τιμίως και ιδήτε σημειωμένα έγγραφα και απόδειξες, αρχή και τέλος, από διαφόρους, από κυβέρνησες και από αρχές και από άλλους πολλούς, όθεν χρημάτισα εγώ με τους αδελφούς μου συναγωνιστάς, οπού μ’ αξίωσε ο Θεός να έχω εις την οδηγίαν μου, όλο καλύτερούς μου εις τον αγώνα και εις υπηρεσίες, όθεν διατάχτηκα.
     Με δεκοχτώ ανθρώπους πρωτοκινήθηκα εις τον αγώνα, ως τους χίλιους τετρακόσιους μ’ αξίωσε ο Θεός να ’χω εις την οδηγίαν μου. Ποτέ δεν μολύθηκαν τ’ αρχεία της πατρίδος μου, ούτε εις την κυβέρνησιν, ούτε εις επαρχίες, ούτε εις άτομα, οπού αγωνιστήκαμεν εις την Ρούμελη, Πελοπόννησον και νησιά και Σπάρτη, δεν είναι πουθενά κατηγορία παραμικρή δια εμάς. Ευκαριστήρια θα ιδήτε απ’ ούλα τα μέρη πλήθος εδώ μέσα σημειωμένα, και παντού εις το κράτος και εις τ’ αρχεία της κυβέρνησης φαίνονται αυτά. Και μ’ όσους ανθρώπους μ’ αξίωσε ο Θεός και διοίκησα, διάφορες ακαταστασίες και αρπαγές ηύραν την πατρίδα, αρχή και τέλος, δοξασμένο να είναι το πανάγαθον όνομα του Θεού, εμάς δεν μας άφησε να μολυθούμεν.
     Και αυτές τις χάριτες πρέπει να τις χρωστάγη η πατρίς εις τους αξιότιμους και αγαθούς και γενναίους πατριώτες τους συναγωνιστάς μου, οπού ’χα εις την οδηγίαν μου εις τον αγώνα, οπού συνεισφέραμεν και εμείς κατά δύναμιν εις τις ανάγκες πατρίδος. Είναι η αρετή και ο πατριωτισμός, οπού έδειξαν, αυτείνων των καλών πατριώτων, όχι εμένα. Ότι εγώ δεν είχα αυτείνη την αρετή, ούτε την έχω ακόμα, καθώς εις τους πολέμους, και τώρα εις την ’πηρεσίαν είναι αυτείνοι οι καλύτεροί μου.
     Είναι και τώρα εις την ’πηρεσία, εις την οδηγία μου, οι γενναίγοι και αγαθοί αξιωματικοί Μισολογγιού με τον αγαθόν και γενναίον αρχηγόν τους Μήτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εις τον αγώνα του Μισολογγιού. Είναι πολλοί γενναίγοι και αξιότιμοι νησιώτες και Πελοποννήσιοι, αγαθοί αγωνισταί, είναι Ρουμελιώτες. Είναι οι αγαθοί και φιλόπατροι νοικοκυραίοι και αξιωματικοί Αθηνών, οπού αγωνιζόμαστε εις το κάστρο των Αθηνών και αλλού εις τους αγώνες πατρίδος. Και η αρετή αυτείνων όλων των καλών πατριώτων – η αγαθότη πρώτα του Θεού – μας γλύτωσε απ’ όσα βλάβουν την πατρίδα.
     Η αφεντειά σας, αγαθοί αναγνώστες, σας περικαλώ, αν και θέλετε να μάθετε την αλήθεια, ’ρευνήσετε όλα αυτά οπού θα ιδήτε, αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Ένα σας περικαλώ, όλους τους αξιότιμους αναγνώστες, δεν έχετε το δικαίωμα να φέρετε καμμίαν κρίση ούτε υπέρ, ούτε κατά, αν δεν το διαβάσετε όλο – και τότε είστε νοικοκυραίοι να κάμετε ό,τι κρίση θέλετε ή υπέρ, είτε κατά.
     Όταν το διαβάσετε όλο, αρχή και τέλος, τότε να κάμετε την κρίση για όσους φέραν δυστυχήματα εις την πατρίδα και εμφύλιους πολέμους δια τα ατομικά τους νιτερέσια και την ’διοτέλειά τους και από αυτούς έπαθε και παθαίνει ως σήμερον η δυστυχισμένη πατρίδα και οι τίμιοι αγωνισταί. Θα σημειώσω γυμνή την αλήθεια και χωρίς πάθος.
     Αλλά η αλήθεια είναι πικρή και όσοι κάμαμεν το κακό μας κακοφαίνεται, ότι και το κακό το θέλομε και το νιτερέσιον να το κάνωμε και καλούς πατριώτες θέλομε να μας λένε. Και αυτό δεν γίνεται, ούτε θα το κρύψω εγώ και να μείνη κρυμμένο, ότι η πατρίς ζημιώθη, διατιμήθη και όλο ’σ αυτό κατανταίνει, ότι μας ηύρε όλους θερία. Και τα αίτια του κακού θα τα ειπούνε κ’ ιστορίες και ’φημερίδες καθημερινώς τα λένε. Και δεν σημαίνουν τα δικά μου, και πρέπει να τα γράφουνε προκομμένοι κι’ όχι απλοί αγράμματοι, και να τα γλέπουν οι νεώτεροι, και οι μεταγενέστεροι να ’χουν περισσότερη αρετή και πατριωτισμόν.
     Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι’ αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αμελή αυτά, και ο προκομμένος πρέπει να φωνάζη ως προκομμένον αλήθεια, το ίδιον και ο απλός. Ότι κρικέλλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος, και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρη το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ, να λέγη εμείς.
     Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας. Οι άρχοντές μας, οι αρχηγοί μας έγιναν και οι ντόπιοι και οι φερτικοί, όμως τίποτας δεν τους αναπεύει. Ήμασταν φτωχοί, εγίναμεν πλούσιοι. Ήταν ο Κιαμίλμπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Tούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Tούρκων. Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του ήρθαν από την Ζάκυθο, δεν είχαν ούτε πιθαμή γης, τώρα φαίνεται τι έχουν. Το ίδιον και εις την Ρούμελη, Γκούρας και Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαίγοι, Στάικος και οι άλλοι, Τζαβελαίγοι και άλλοι πολλοί. Και τι ζητούνε από το έθνος; Μιλλιούνια ακόμα δια τις μεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται, όλο νόμους και φατρίες δια το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν.
     Όσα έπαθε η πατρίς δια τους «νόμους» και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Tούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. Όλα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια ’μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. Ότι έχω το μερίδιό μου, ’σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. Ότ’ ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά.
     Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν μου σήκωσε την ζωή μου και ευκαριστώ και την πατρίδα μου οπού με τίμησε βαθμολογώντας κατά την τάξη, κατά τις περίστασες, ως τον βαθμόν του στρατηγού και ζω ως άνθρωπος μ’ εκείνο οπού ευλόγησε ο Θεός χωρίς να με τύπτη η συνείδησή μου, χωρίς να γυμνώσω κανέναν ούτε μίαν πιθαμή γης.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)