Απομνημονεύματα
Bιβλίον A΄
Μακρυγιάννης Ιωάννης
Εκτύπωση
[ Kεφάλαιον πέμπτον ]

Tην πρώτη χρονιά πολιόρκησαν τους ντόπιους Tούρκους εις το κάστρον των Αθηνών μαζί μ’ όση φρουρά ήταν, τους πολεμούσαν πολλά γενναίως. Και τους περιόρισαν εις το κάστρο και κάμαν και ρεσάλτο μέσα εις τον Σερπετζέ και σκοτώθηκαν κι’ από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο. Και τα δυο μέρη πολεμούσαν γενναίως. Ήρθε ο Ομέρπασσας Βεριόνης με μίαν δύναμιν κ’ έκαμε πολύν καιρόν ’στην Αθήνα, και διάλυσε την πολιορκίαν κ’ έπαθαν οι δυστυχείς Αθηναίγοι πολλά δεινά, σκοτωμούς, σκλαβιές και ζημιές πλήθος. Φεύγοντας ο Βεργιόνης συνάχτηκαν πάλε η χώρα και τα χωριά και πολιόρκησαν τους Tούρκους, κατοίκους και φρουρά, οπίσω ’στο κάστρο στενά. Και σώθη το νερό τους και ο ζαϊρές τους, των Tούρκων, και παραδόθηκαν με συνθήκη. Κ’ η συνθήκη έμεινε εις το χαρτί μοναχά. Ρίχτηκαν ’στους παραδομένους κ’ έσφαξαν πλήθος γυναικόπαιδα κι’ άντρες πολλούς. Γλύτωσαν και καμπόσοι δια την συνθήκη κι’ άλλοι εις τα προξενεία. Το βιον τους το ’καμαν δυο μερίδια, ένα να πάρουν εκείνοι οπού τους πολιορκούσαν και τ’ άλλο να μείνη δια το κάστρο, να πουληθή και με τα χρήματα να το ’φοδιάσουνε απ’ ούλα τ’ αναγκαία. Κουβάλησαν το βιον απάνου ’σ τα μαγαζειά, εις το κάστρο. Το δοκίμασαν ένα χέρι πρώτα οι πρόκριτοι, ήταν ο γέρο Ζαχαρίτζας κι’ ανιψιός του Νικολάκης, ήταν οι Βλαχαίγοι, ο Βρανάς κι’ άλλοι. Είχαν κι’ αρχηγόν τον Μπατζακάτζα μ’ άλλους συντρόφους του στρατιωτικούς. Τραβήσανε οι νοικοκυραίοι και οι τίμιοι άνθρωποι από αυτούς όσα δεν τράβησαν από τους Tούρκους. Τελευταία τους άφησαν κι’ όλο τους το πράμα εις την εξουσίαν τους οι νοικοκυραίγοι κ’ έφυγαν δια τα νησιά. Μαζί μ’ όσους ήταν τότε δημογέροντες ήταν κ’ ένας τίμιος νοικοκύρης, τον είχαν εις το βιον του κάστρου να το προσέχη, τον έλεγαν Χατζή Γιωργαντά Σκουζέ. Τους άφησε κι’ αυτός κρυφίως κ’ έφυγε. Και τους άφησε ελεύτερους να κάμουν τους σκοπούς τους εις το βιον του κάστρου. Αφού κάμαν ό,τι μπόρεσαν, είχαν υποψίαν από αυτόν να μην μαρτυρήση ύστερα τι λείπει, ότι ήξερε τι βιον ήταν. Να πάρουνε αυτείνοι, να δώσουν κ’ εκεινού δεν ήθελε, ότ’ ήταν τίμιος άνθρωπος. Έφυγε. Στείλαν και τον πήρανε από την Κούλουρη με δύναμη τ’ αρχηγού τους Μπατζακάτζα και με δική τους. ’Στο δρόμο το’ ’κοψαν το κεφάλι. Πιάσαν κι’ άλλους νοικοκυραίους, τους φυλάκωσαν κι’ ό,τι άλλες καλωσύνες τους υπαγόρευε η ψυχή τους τους κάναν. Τότε όλοι οι τίμιοι νοικοκυραίγοι κι’ ο Σαρρής και οι Λεκκαίγοι κι’ ο Μελέτης Χασιώτης κι’ άλλοι ενώθηκαν και με στρατήγημά τους πήραν το κάστρο και διώξαν όλους αυτούς και λευτέρωσαν και τους φυλακωμένους νοικοκυραίους από την χάψη.
     Αφού πήραν αυτείνοι το κάστρο, οι διωχμένοι πήγαν εις τον Υψηλάντη και Νικήτα και είπαν να τους παραδώσουνε το κάστρο οπού ’χαν τα κλειδιά μαζί τους, και το κάστρο το βαστούσαν άλλοι. Πήρε τα κλειδιά ο Υψηλάντης κι’ ο Νικήτας κ’ ήρθαν μ’ ασκέρια δικά τους, κι’ αυτείνοι οι φίλοι μαζί, και τήραγαν το κάστρο από κάτου την χώρα, που το βαστούσαν άλλοι κι’ αυτείνοι βαστούσαν τα κλειδιά. Τότε συναχτήκανε όλοι οι νοικοκυραίοι και οι αρχηγοί οπού ’χαν το κάστρο κι’ αποφάσισαν όλοι συνφώνως να το δώσουνε του Δυσσέα και να τον κάμουν αφέντη δικόνε τους για να λευτερωθούν από τους άλλους. Όλο το παρτίδο τους αποφασίζουν τότε και μένει ’στο κάστρο ο Σαρρής κι’ ο Γιωργάκη Λέκκας κι’ άλλοι από τα χωριά, και στέλνουν τον Μήτρο Λέκκα και Βασίλη Μελέτη Χασιώτη κ’ έρχονται γυρεύοντας κι’ ανταμώνουν τον Δυσσέα. Αφού του ξηγηθήκανε τα αίτια και του είπαν πως τον θέλουν αφέντη, αυτός γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι’ όταν το ’βρε εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι. Ήρθε εις την Γραβιά, οπού ήμαστε κ’ εμείς με τον Γκούρα ήφερε και τους στελμένους Αθηναίους δια να πάμε εις την Αθήνα. Τους αποκριθήκαμε αυτεινών και του Δυσσέα, δεν αφίνομε τους Tούρκους εις το προσκέφαλό μας και να πάμε να κλειστούμε εις ένα κάστρο και ν’ αφήσωμε να σκλαβωθούν οι άνθρωποι. Το φιλονικήσαμε πολύ. Εγώ ήμουν ανάντιος κι’ όσους είχα μαζί μου ήταν σύνφωνοι μ’ εμένα, καθώς κι’ όλοι οι Σαλωνίτες. Μας είπε ο Δυσσέας να πάμε να μεράσουμε το βιον του κάστρου και να πάρωμεν το μερίδιόν μας, ότι φυλάγαμε εμείς τα στενά και δεν πήγαν τροφές ’στους κλεισμένους Tούρκους και παραδόθη το κάστρο, και να πάρωμε το μερίδιόν μας. Του λέγω: «Μηνάχουμε σίγουρα τα κεφάλια μας κι’ ό,τι φορούμε, και γυρεύομε να πάμε και δι’ άλλα; Αφού όμως το φιλονικήσαμεν και μας είπαν κι’ αυτός, ο Δυσσέας, και οι στελμένοι την ακαταστασίαν τους, των Αθηναίγων, και τον σκοτωμό του τίμιου ανθρώπου και των νοικοκυραίων τα δεινά, κι’ από αυτά μπορεί να γένη σαν τον Αχιλλέα με της Κόρθος το κάστρο, και εις την Ρούμελη άλλο κάστρο δεν είχαμε, τότε δι’ αυτό αποφασίσαμε και πήγαμε εις την Αθήνα.
     Ηύραμε εκεί τον Υψηλάντη και Νικήτα. Στάθηκαν ολίγες ημέρες κ’ έφυγαν. Διόρισε ο Δυσσέας τον Γκούρα φρούραρχον κ’ εμένα να προσέχω του κάστρου τις βάρδιες και να φέρνω γύρα νύχτα και ημέρα. Αυτό το καψοβιόν το ’βγαλαν εις το παζάρι να το πουλήσουνε: το καλύτερο λελούδι, διαμάντι, του Δυσσέα, τ’ άλλο του Γκούρα. Δια ’φόδιασμα του κάστρου λίγα χρήματα πιάσανε. Κ’ έμεινε άδειον και ξερόν το κάστρο. Όταν ήρθαν εις την Γραβιά η επιτροπή των Αθηναίων και μας παρακινούσε ο Δυσσέας να πάμε εις την Αθήνα, μας έλεγε κιντυνεύει το κάστρο και δεν έχομε άλλο εις την Ρούμελη παρμένο και να πάμε να το ’φοδιάσουμε. Αφού ήρθαμε εις την Αθήνα, το καλύτερο πράμα οπού θα ’πιανε χρήματα, τζιβαϊρικό, μαργαριτάρι, ασήμι το ’θελαν δια λογαριασμό τους. Τ’ άλλα πουλήθηκαν χωρίς τιμή, ότι δεν άξιαζαν. Και το κάστρο αφόδιαστον. Ευτύς οπού ’ρθαν και περίλαβαν το κάστρο, έβαλαν τους ανθρώπους τους κι’ αρπάζανε ό,τι βρίσκανε και το πουλούγανε. Ο Μαμούρης ήρθε τότε εις την Αθήνα με μίαν ξύλινη πιστιόλα και εις τα χωργιά, οπού τον διόρισαν ντερβέναγα, τζάκιζε τους ανθρώπους σαν έναν τύραγνον του Αλήπασσα, οπού τον έλεγαν Ισούφ Αράπη και τζάκιζε τα κόκκαλα των ανθρώπων με το τζεκούρι, έτζι τζάκιζε κι’ ο Μαμούρης τους χωργιάτες όσοι δεν ήταν φίλοι του. Και γύμνωναν του κάστρου το βιον και των χωριών. Τότε, σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, μιαν παλιοπιστιόλα είχε, τηράτε, ρωτάτε την έχει τώρα; Ρωτάτε και δια τις τυραγνίες του. ’Στα Μισόγεια, ’στην Κερατιά, ενού δημογέροντα, Αναγνώστη Νυδραίον τον λένε, πόσες τζικουργιές το’ ’δωσε κι’ αν είδε υγείαν εις το εξής ο αγαθός άνθρωπος, κι’ άλλοι πολλοί τοιούτοι δαρμένοι και τζερεμετισμένοι.
     Ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας αφού ήρθαν ’σ αυτούς τους στραβούς ανθρώπους, οπού γύρευαν αφεντάδες και τους ηύρανε, τότε το μέρος οπού τους φώναξε, τους νοικοκυραίους και τον Σαρρή και Μελέτη Χασιώτη, ότ’ ήταν τίμιοι άνθρωποι, με τρόπον τους σκότωσαν, τους Λεκκαίους κι’ άλλους πολλούς τους κατάτρεξαν και τα πρωτεία τα είχαν εκείνοι οπού τους μοιάζαν εις την αρετή, οι Ζαχαρίτζηδες, οι Βλαχαίγοι. Έκαμε και συμπεθεριά ο Μαμούρης, πήρε την αδελφή του Βλάχου. Ήταν με αυτούς ο Βαρελάς, ήταν ένας Σουρμελής λογιώτατος, ήρθε τότε απόξω οπού σπούδαζε, μπερμπάντης, κακής διαγωγής. Οι καπεταναίοι μας αυτείνη την συντροφιά είχαν.
     Έτυχε τότε και ήρθαν δυο χριστιανοί από το Μισίρι και είχαν χρήματα κι’ άρματα καλά, ήρθαν κι’ αυτείνοι να δουλέψουν την πατρίδα, να χαρούνε την προκομμένη μας λευτερίαν. Δια να τους πάρουν τ’ άρματα και χρήματά τους οι αρχηγοί μας τους λένε ότ’ είναι τζασίτες και τους βάνουν ’στους παιδεμούς, ούτε ο Χριστός δεν δοκίμασε όσα δοκίμασαν αυτείνοι οι δυο. Και σας λέγω τους παιδεμούς να φωτιστήτε κ’ εσείς οι μεταγενέστεροι αυτείνη την αρετή, και τότε είστ’ ελεύτεροι, αν έχετε την αρετή μας, να κάνετε τα ίδια. Πρώτα τους δέσαν, το κεφάλι έσωσε τον κώλον, και ξύλο καταδίκι, κι’ άλλους τοιούτους παιδεμούς χερότερους, κι’ αλλού κοντά πήραν ένα μαντέρι και το ’βαλαν δίπλα, του μάκρου, ψηλά ως ένα μπόι, απάνου σε δυο φούρκες, κι’ απάνου εις το μαντέρι ξάπλωσαν τους ανθρώπους του μάκρου και δέσιμον καλό, κρέμονταν τα χέρια τους και ποδάρια κάτου. Κ’ εκεί οπού κρέμονταν τα χέρια και ποδάρια, πήραν και μεγάλες μπόμπες, τις μεγαλύτερες οπού ’ταν εις το κάστρο, το λιγώτερον πήγαινε η κάθε μια από σαράντα οκάδες, και κρέμασαν από τέσσερες του κάθε ανθρώπου εις τα χέρια του και ποδάρια του. Ο ένας σε καμπόσο διάστημα τελείωσε κι’ ο άλλος ετοιμάζεταν. Ήμουνε εις το παζάρι, γύρισα εις το κάστρο και είδα τον πεθαμένον και τον άλλον, τον μισοζώντανον. Τότε έκοψα τις μπόμπες και κατέβασα τον άνθρωπον και τον πήρα εις το κονάκι μου και ήφερα τον Κούρταλη τον γιατρό και τον περικάλεσα και τον περιποιήθηκε, και σακατεύτηκε, έσπασε και με καιρόν ανάλαβε, μόνον ήταν πάντα κατεβασμένος. Και τον πήρα και τον είχα μαζί μου πολλά χρόνια, τιμιώτατος άνθρωπος, νέος ως εικοσιπέντε χρονών. Αυτείνη την λευτερίαν ηύρανε, οπού ’ρθανε γυρεύοντας.
     Αφού ήρθανε οι αρχηγοί μας σε κάστρο και σε πολιτεία, οπού ηύραν ραγιάδες και μπλέξανε με την μπερμπάντικη συντροφιά των ντόπιων, κακομεταχειρίζονταν και τους συντρόφους, ό,τι τίποτας, ξύλο και διώξιμον, κ’ η πρόφαση αυτείνη να τρώνε τον μιστόν τους. Η Διοίκηση και η πολιτεία πλέρωνε μιστούς και οι πρόσοδοι όλης της Ανατολικής Ελλάδος ήταν εις την εξουσίαν τους δια να πλερώνουν αυτούς τους ανθρώπους, οπού δούλευαν την πατρίδα. Κι’ όποιος είχε δέκα, τους έκανε εκατό ’στον λογαριασμόν, και πάλε εκείνοι οι δέκα απλέρωτοι, κι’ αν θα τους πλέρωναν, κάλπικα εικοσάρια. Ηύραν μαστόρους καλπουζάνους και τους βάλαν εις το κάστρο και κόβαν μοννέδα κάλπικη. Και μάθαν αυτά τα πράματα και τους νοικοκυραίους, οπού πεθύμησαν την εξουσίαν τους και στείλαν και τους κάλεσαν δι’ αφεντάδες τους. Τους φκειάσανε καθώς ο Μεμεταλής έφκειασε τους Αραπάδες και τους είχε υποτάξη τέλεια, ξύλο λοιπόν καντάρι κι’ άλλα βασανιστήρια. Και τραβούσαν όλα αυτά οι δυστυχείς Αθηναίγοι δια να υπάρξουν μαζί με την άλλη πατρίδα ελεύτεροι. Και θυσιάζαν το εδικόν τους και υπόφερναν όλα αυτά τα δεινά.
     Ένα Τουρκόπουλο ήξερε μίαν κρυψιώνα, οπού ’χε βιον των Tούρκων μέσα, και το Τουρκόπουλον το μαρτύρησε ενού αξιωματικού, Μήτρο Λελούδα τον λένε, βιον είχε πολύ μέσα, καθώς μου είπε ο ίδιος αυτός ο αξιωματικός. Αυτό το ’μαθε ο Γκούρας και φοβερίζει τον αξιωματικό να μην μπερδευτή σε αυτό και να μην ειπή κανενού τίποτας. Αυτός όμως μου το είπε εμένα. Εγώ καθόμουν μαζί με τον Γκούρα ’σ ένα κονάκι, εις το κάστρο, του λέγω του Γκούρα: «Το βιον αυτό να το βγάλωμε και να γένει τρία μερίδια, το πρώτο μερίδιον του κάστρου, να το ’φοδιάσουμε, τ’ άλλο το μερίδιον να πάρη ο Δυσσέας, να δώση των ανθρώπων του, και τ’ άλλο του λόγου σου, να το μεράσης των ανθρώπων των δικώνε σου, να τους ευκαριστήσετε και μη μαλλώνετε και δέρνετε τους συντρόφους κάθε τόσον. Ότι οι Tούρκοι ζύγωσαν εις τον Ρωπό και Φήβα και ’σ άλλα κοντινά μέρη. Και είναι ανάγκη να ’φοδιάσουμε το κάστρο και τους ανθρώπους να τους ψυχώσουμε, να μην το πάθωμε σαν την Κόρθο». Ενώ του μιλούσα πατριωτικώς κι’ ως φίλος του στενός, αυτός μου λέγει: «Εις αυτά δεν έχω κανέναν σύντροφον, σε κρυψιώνες και τέτοια, και να τηράξη καθείς την δουλειά του. Και να ειπής του Λελούδα να φύγη από ’δώ, να μη με κάμη άπιστον και τον σκοτώσω». Του λέγω: «Μπορεί νάχωμε αυτείνη την τύχη, εδώ που μας φέρατε, να μας σκοτώσετε ή να είμαστε είλωτές σας». Τον άφησα κ’ έφυγα κι’ από το κονάκι του και πήγα σε δικό μου. Σύναξα τους αξιωματικούς του Δυσσέα, τους μίλησα ότι εδώ οπού ’ρθαμε θα ντροπιαστούμε και θα πάρωμε και τούτους τους δυστυχείς Αθηναίους εις το λαιμό μας, οπού ξοδιάζουν και τρώμε εμείς και πλερώνουν αυτοί. Αλλά θα κιντυνέψη και γενικώς η πατρίδα, ότι το κάστρο είναι ανεφόδιαστο και ύστερα αφού ιδούμε Tούρκους, θα τ’ αφήσουμε απολέμητο να φύγωμε, και είναι αμαρτία και ντροπή μας. Πού θα ζήσουμε ύστερα από την κατηγόρια του κόσμου; Μου λένε όλοι αυτείνοι: «Ενέργα ό,τι γνωρίζεις και είμαστε όλοι μ’ εσένα». Τότε έφερα και τους αξιωματικούς του Γκούρα, το ίδιον μου είπανε και αυτείνοι. Τους σύναξα ύστερα όλους, του Δυσσέα τους αξιωματικούς και του Γκούρα, και τους όρκισα να είναι αυτό μυστικόν και ν’ αγροικηθή καθείς και με τους στρατιώτες του. Τους ξαναντάμωσα, μου είπανε ότ’ είναι όλοι σύνφωνοι. Τότε τους λέγω: «Να κάμωμε μίαν επιτροπή να τηράξη δι’ αυτό και να μιλήση και με τους μεγαλύτερούς μας. Μπήκε η επιτροπή έξι από του Δυσσέα τους αξιωματικούς κ’ έξι από του Γκούρα, κάνουν κ’ εμένα πρόεδρόν τους. Είχα ’νεργήση κ’ έγιναν οι καλύτεροι και οι δυνατώτεροι, από το ’να μέρος κι’ από τ’ άλλο, και οι πειο τίμιοι πατριώτες από αυτούς αν τύχη τίποτας, να μη μ’ αφήσουνε μοναχό μου και κιντυνέψω. Τότε παίρνω την ’πιτροπή όλη και πάμε εις τον Δυσσέα, στέλνομε, φωνάζομε και τον Γκούρα, κι’ όλοι μαζί, τους λέγω: «Οσα μας είπατε εις την Γραβιά όλα εδώ τα λησμονήσατε, το βιον του κάστρου εχάθη, αυτό είναι ανεφόδιαστον, σας μιλεί κανένας: ξύλο και διώξιμον και φοβερισμούς δια σκότωμα. Δι’ αυτά όλα συστήσαμε μίαν επιτροπή και είμαστε όσους λέπετε, μιλώ από όλους της ’πιτροπής κι’ απ’ όσους μας στείλαν, μπουλουχτσήδες και στρατιώτες. Πρώτη ζήτησή μας είναι να ’φοδιάστε το κάστρο απ’ ούλα τ’ αναγκαία, ότ’ οι Tούρκοι μας τρογυρίζουν κι’ απολέμητο κάστρο δεν το δίνομε. Αν θέλετε να το ’φοδιάσετε εσείς, σε οχτώ ημέρες να είναι έτοιμο δια πόλεμον κι’ από αύριον θ’ αρχίσετε να μπάσετε νερό, ξύλα, δαδί και ζαϊρέδες, ειδέ και δεν θέλετε, το εφοδιάζομε εμείς με τους Αθηναίους, κι’ όποτε κάμη χρεία, κλειόμαστε κι’ από τα δυο μέρη και πολεμούμε, και δεν το παραδίνομε των Tούρκων απολέμητο. Τώρα, καθώς βρίσκεται, το παίρνουν οι Tούρκοι χωρίς ντουφέκι. Να μας δώσετε ως το βράδυ απάντησιν δι’ αυτό. Και τους στρατιώτες άλλη βολά δεν έχετε το δικαίωμα να τους δέρνετε και να τους διώχνετε και να τους φοβερίζετε δια σκότωμα, αν φταίξουν, τους παιδεύει η ’πιτροπή». Και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Το βράδυ πήγαμε, υποσκέθηκαν όσα τους είπαμε. Κι’ εφόδιασαν το κάστρο κ’ έδωσε ο Δυσσέος χίλιους μαμουτιέδες εξ ιδίων του, ότι δεν έσωσαν τα χρήματα, και του λείπουν ως σήμερα και τους ζητάγει η φαμελιά του. Τότε αρχίσαμε να είμαστε ήσυχοι κι’ αγαπημένοι.
     Όλοι οι Αθηναίγοι με ζήτησαν να κατεβώ εις την χώρα ως πολιτάρχης. Με κατέβασαν με σαράντα ανθρώπους κάτου, ήταν και η επιθυμιά τους να λείψω από το κάστρο. Αφού κατέβηκα κάτω εις την πολιτεία, τότε οι φίλοι πήραν το Τουρκόπουλον οπού ’ξερε την κρυψιώνα και το φοβέρισαν να μη μαρτυρήση εκείνο το μέρος οπού ’ταν η κρυψιώνα, αλλά να ειπή ψέματα και να μαρτυρήση άλλο μέρος. Τότε προσκάλεσαν τους δημογέροντας και πήραν αργάτες και πήγαν κ’ έσκαψαν όλο το κάστρο, και ’σ εκείνο το μέρος, οπού ήταν ο θησαυρός, δεν τους πήγαιναν να σκάψουν. Με καιρό όμως φάνηκε άδειος ο τόπος, τι ήταν μέσα, τι δεν ήταν κανένας δεν ξέρει.
     Όταν κατέβηκα εις την χώρα, γκιζερούσαν οι κάτοικοι και οι στρατιώτες με τα ντουφέκια εις τον νώμον, έβαλα ντελάλη ν’ αφήσουνε όλοι τ’ άρματα κι’ αναλαβαίνω να τους φυλάγω εγώ. Δεν άκουσαν, ούτε του πέρασε κανενού από την ιδέα του να μένη ξαρμάτωτος. Βαριώνταν αναμεταξύ τους, πληγώνονταν, τους διάταξα άλλη μια φορά, δεν άκουγαν. Τότε κάτι παντίδοι βάρεσαν με το μαχαίρι έναν νοικοκύρη. Τους έπιασα και τους έδωσα ένα στυλιάρι καλό και τους έβαλα χάψη. Όσο οπού γιατρεύτηκε ο πληγωμένος κάθονταν κάψη. Ύστερα πλέρωσαν τα έξοδα της γιατρειάς του και τους απόλυσα.
     Αυτά οπού είδανε – δεν τους άρεσε η ευταξία. Συναχτήκανε όλοι οι συντρόφοι και γύρευαν αιτίες τότε να χτυπήσουνε δολερώς εμένα. Εγώ είχα πάγη εις τους δημογέροντες ένα βράδυ, κι’ αυτείνοι έπιασαν ένα μέρος ’στο Κάτου σαντιρβάνι, οπού ’ναι το τζαμί και καφφενέδες, είχαν πιάση όλα τα πόστα γύρω, να περάσω, να με βαρήσουνε. Αφού ακολουθούσε αυτό, ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας γύρευαν αφορμή δια όλους αυτούς, τους παληκαράδες Αθηναίους. Τότε θα γίνεταν έναν κακόν ’στην πολιτείαν από την ανοησίαν αυτεινών των ανθρώπων. Πάγω μόνος μου εκεί οπού ’ταν συνασμένοι να με βαρήσουνε. «Ηρθα τους λέγω. και κάμετέ με, ό,τι αγαπέτε. (Δεν μιλούσε κανένας). Καφετζή, πάρε μίαν μπότζα ρακί, κέρασέ τους να κάμουν κέφι. (Έπιαν το ρακί). Τους λέγω, αδελφοί, η παλαβιά χάνει κ’ εκείνον οπού οδηγάη να την κάμουν κ’ εκείνους οπού θα τη ’νεργήσουνε. Δεν βλέπετε, δυστυχισμένοι, πού καταντήσετε από την ανοησίαν σας; Σκοτωθήκετε εις αυτό το κάστρο κι’ αφανιστήκετε δια να γίνετε σκλάβοι αλλουνών. Αυτά πάθετε από την ανοησίαν την δική σας κι’ από ’κείνους οπού σας οδηγούσαν. Αυτοί σας ορμηνεύουν και τώρα και κάνετε άτιμα πράματα, και σκοτώνεστε αναμεταξύ σας, κι’ όποιος θέλει την ησυχίαν σας τον φοβερίζετε. Ορίστε οπού ’ρθα μόνος μου, ρίξετε, βαρήτε με... Τηράτε, δύστυχοι, να μην σας μάθη ο Δυσσέας κι’ ο Γκούρας, και γυρεύουν πρόφασιν να σας ρημάξουν». Πήραν την ευκαρίστησιν και σηκώθηκαν κ’ έφυγαν. Και με περικάλεσαν να μην μαθευτή αυτό, ότ’ ήταν πιωμένοι και τα ’καμαν όλα.
     Το ’μαθαν εκείνοι και στέλνουν και χαψώνουν από αυτούς καμπόσους κ’ έναν αγωνιστή, Σαράντη Μπανάνα τον λένε. Τον πήραν και το’ ’καμαν μαρτύρια και το’ ’βαλαν και γκιουλέδες καμένους εις τον λαιμόν και φαίνονται τα σημάδια ως σήμερον. Το ’μαθα εγώ και πήγα και τον έσωσα.
     Ένας έκλεψε έναν γρούπον με χρήματα κ’ εκείνος οπού τα είχε χάση ήρθε και μου είπε τον κλέφτη. Τον φώναξα και του είπα με το καλό να του δώση τα χρήματα πίσου, και να του δώσω και το παχτζίσι του. Δεν στάθη τρόπος να τα μαρτυρήση, τον παίδεψα, δεν μαρτύραγε. Λέγω των αξιωματικών μου: «Θα τον δέσω εις το κλαρί και θα βγάλω το το μαχαίρι πως θα τον κόψω. Εσείς θα μου κάμετε ριτζά κ’ εγώ θα σας βαρέσω από ’να δυο ξυλιές και θα σας βγάλω όξω από το σαράγι, δια να ιδή αυτός οπού βαρώ εσάς τους αξιωματικούς ν’ απολπιστή από ριτζάδες, κι’ αν έχη κάμη την κλεψιά, να την μαρτυρήση». Ακολουθήσαμε αυτό, τον έδεσα εις το κλαρί και του είπα: «Να μου δώσεις τα χρήματα και να σου δώσω τα βρετικά σου, ότι τάβρες, δεν τα ’κλεψες, και να φάμε ψωμί μαζί και να πας εις την δουλειά σου». Αυτός δεν στέργεταν με κάναν τρόπον, να μη μαθευτή ότ, είναι κλέφτης. Τότε έβαλα ’σ ενέργεια όλα αυτά, βάρεσα τους αξιωματικούς από ’να δυο ξυλιές, χωρίς βλάβη, να ιδή αυτός, τους έβγαλα έξω κ’ έκλεισα την πόρτα, μείναμε οι δυο μας. Τότε, αφού βλέπει το μαχαίρι οπού ’λαμπε: Να πάγω να σου τα δώσω, καπετάνε, και να μου δώσης τα βρετικά! φωνάζει. – Και τα βρετικά σου δίνω και ψωμί θα φάμε μαζί κ’ ύστερα θα πας εις την δουλειά σου, άμα θα σ’ απολύσω, και τοιούτως ορκίστηκα». Πήρε τους ανθρώπους της φρουράς οπού το’ ’δωσα, πήγε σε μίαν κοπριά, τα ’χε χωμένα και μαγαρισμένα από πάνου. Τότε κατά τον όρκο μου, «Οσο να σ’ απολύσω, του είπα, θα τρώμε μαζί». Εγώ είχα ανάγκη να τον βαστήσω μαζί μου πέντ’ έξι ημέρες, να μάθω γνώση αυτόν, να μη ματακλέψη ξένα χρήματα, και να λάβουν προσοχή κ’ οι άλλοι. Το παζάρι εις την Αθήνα, οπού συνάζονται τα χωριά κι’ άλλος κόσμος και ψωνίζουν, γίνεται την Δευτέρα, τον κλέφτη τον έπιασα την Τρίτη, τον είχα ανάγκη έξι ’μέρες ως την Δευτέρα. Τον πήρα, αφού έλαβα τα χρήματα σωστά και τα ’δωσα του ανθρώπου οπού τα ’χασε, και φάγαμε ψωμί κατά την συνφωνίαν μας. Του φκειάνω κ’ ένα γκιουλέ ως πέντε οκάδες και βάνω απάνου εις τον γκιουλέ αυτά: «οποιος θέλει να κλέβη καθώς η αφεντειά του, ας τηράγη τον ίδιον, κι’ ας κλέβη όποιος αγαπάη». Του πέρασα εις τον λεμόν τον γκιουλέ, και τα γράμματα απάνου, τον πήγα εις την μέση το παζάρι, οπού ’ναι η καμάρα του παζαριού, το’ ’δωσα μόνος μου εκατό ξυλιές και καμπόση ώρα κρεμασμένος από τα χέρια ότι εκείνα έκλεψαν. Τον κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Το δειλινό μισή ώρα κρεμασμένος και δέκα ξυλιές όσο οπού ’ρθε η Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, έπιαμε ως αδελφοί, το’ ’δωσα και τ’ αγώγι και τον έδιωξα. Εις τ’ Ανάπλι τον αντάμωσα και μόκαμε ένα τραπέζι και μου συχώρεσε την μάννα και τον πατέρα, ότι έγινε τίμιος άνθρωπος και καζάντησε από την δουλειά του. Και τ’ αργαστήρια των Αθηναίων μέναν ανοιχτά την νύχτα και κλεψιές δεν ματάγιναν.
     Ήταν και κάτι αρχοντόπουλα κι’ αγαπούσαν τις γυναίκες, στανικώς πιάσαν ένα κορίτζι να το διατιμήσουν. Πήγα και τους έπιασα, την είχαν κρυμμένη σε μίαν κασσέλα μέσα, μαζί με την κοντόσα, και την φοβέριζαν να μην μιλήση, ότι την σκοτώνουν. Εψάξαμε, τις ηύραμε μέσα, και σε μια σακκούλα ηύραμε αρκετά χρήματα. Πήρα την σακκούλα και τους λέγω: «Εσείς νοικοκυρόπουλα είστε, να βοηθήσετε κ’ εσεις να λευτεροθή η πατρίδα, ή παντίδοι; Να σας πιάση στανικώς την αδελφή σας τόσες ημέρες να κάνη ένας το κέφι του καλά σας έρχεται; Δεν τον σκοτώνετε τον αίτιον; – Ναι, έλεγαν. – Εγώ δεν σας πειράζω, ούτε θέλω να μαθευτήτε. Το κορίτζι να το δικιώσετε. Όπου βρήτε γυναίκα οπού σας θέλη μοναχή της, να πάτε ελεύτερα, στανικώς σκοτωνόμαστε». Παίδεψα την κοντόσα.1 Πήρα τρία γρόσια από την σακκούλα οπού ’χα βρη, την δική τους, και τους την έδωσα πίσου. Δεν ματακολούθησε τίποτας άτιμον. Κι’ ασφαλίστη ο τόπος ησυχίαν, τιμή και πλούτη. Και ήταν η μεγαλυτέρα ευταξία και ειρήνη. Και είχαν πολύ αγάπη ’σ εμάς όλοι οι Αθηναίοι κ’ εμείς μεγάλο σέβας εις αυτούς τους πατριώτες.
     Μίαν βραδειά τρώγαμε ψωμί εις το κάστρο με τον Γκούρα και φαμελιάν του, έστειλε και με ζήτησε οπού τρώγοντας, ήρθε ο Δυσσέας. Βήκε η γυναίκα σε καμπόσο όξω. Λέγει ο Δυσσέας: «Κάτι θα μιλήσουμε. – Αν έχετε μυστικά, του λέγω, βγαίνω κ’ εγώ έξω να σας αφήσω μόνους σας. – Όχι, μου λέγει, θα μιλήσουμε οι τρεις» Ανοίγει το παλεθύρι, μου λέγει: «Τήρα κάτου Μακρυγιάννη». Εγώ υποπτεύθηκα να μην ρίξουν κάτου από το κάστρο. Του λέγω: «Τι να τηράξω, τον τόπο τον ξέρω από μακρυά. – Τήραξε, τι βλέπεις; μου είπε. – Σπίτια, του λέγω. – Και κάτου, παρακάτου βλέπεις τις ελιές και τα περιβόλια. Όλα δικά μας είναι, δια ’κείνο σας ήφερα εις την Αθήνα. – Του λέγω, ας είσαι καλά, καπετάνε, οπού μας θυμάσαι. – Έχασες τα δικά σου, μου είπε, παίρνεις άλλα περισσότερα. Δια να τα πάρωμε όμως χρειάζεται να κάμωμε ένα πράμα, να παστρέψωμε καμμιάν εικοσιαριά αγκάθια από τούτους τους γκαγκαραίους. Όποτε θέλης εσύ, γίνεται. – Να ιδούμε αν είναι καλό, του είπα, να το στοχαστούμε πρώτα. Αυτά τ’ άτομα ευτύς κατεβαίνω κάτου και χωρίς να με νοιώση κανένας, όσους γνωρίζεις μου δίνεις έναν κατάλογον, στέλνω από ’ναν άνθρωπον, φωνάζει τον κάθε έναν, πηγάδια εις το Σαράι είναι πλήθος, τον ρίχνω και ύστερα τον άλλον και δεν θα πάρη χαμπέρι ένας τον άλλον, ούτε θα μας νοιώση κανένας. – Αυτό είναι καλό, μου λέγει, και να το ακολουθήσης. – Του λέγω, το ακολουθώ. Όμως θα κάμωμε πατρίδα μ’ αυτά, θα λευτερωθούμε έτζι; Αυτά είναι τυραγνικά πράματα και δεν σου φέρνουν υπόληψη. Χάνεται τ’ όνομά σου. Δεν θα ειπούνε ότι ο Γκούρας το ’καμε, ούτε ο Μακρυγιάννης, «τόκαμε ο Δυσσέως», θα ειπούνε. Εσύ εισαι ο αρχηγός μας και δια σένα θα ειπούνε. Ξέρεις τι σε συβουλεύω; Να πάρης χίλιους, δυο χιλιάδες ασκέρι – να είμαι ο χερότερος εγώ – και να πας να πολεμήσης δια την πατρίδα, να την σώσης, και εσύ να δοξαστής και να σε λένε ευεργέτη, κατά τ’ όνομα οπόχεις. Και τέτοια θέλω να κάνης εσύ κι’ όχι ν’ ακώ τυραγνικά πράματα. Κι’ αυτά να μη ματά τα ειπής. Κ’ εγώ βιον δεν θέλω». Τότε λέγει ο Γκούρας: «Βρε, τί σε πονεί το κεφάλι σου και μιλείς με τον Μακρυγιάννη; Αυτός καμμίαν ’πιτροπή θέλει να φκειάνη ν’ ανακατώνη τους ανθρώπους και με τους Αθηναίους του έχει το είναι του. – Σύντροφός σας, του λέγω, είμαι εις τα καλά, να λευτερώσουμε την πατρίδα, δι’ αυτείνη πήγαν να με σκοτώσουν τόσες φορές κι’ άφησα την κατάστασή μου και χρήματά μου κ’ έχω ομολογίες παλιές περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Κι’ αφού έχασα όλα αυτά, όταν παίρνετε εσείς μιστόν κάθε μήνα από τους πολίτες, εδώ και εις το Σάλωνα, εγώ κάθομαι εις τη μπάντα μου και παίρνω από ’να ντεσκερέ. Σας κρένω ’λικρινώς κι’ ως αδελφός σας, ότι από σας λευτερώνεται η πατρίς κι’ από σας χάνεται. Και την ’πιτροπή την έκαμα δια την δόξα την εδική σας, κι’ άλλη βολά θα το ιδήτε, τώρα δεν φαίνεται. Κι’ αυτά οπού μου είπετε να μην τα ειπήτε κανενού σηκώθηκα κ’ έφυγα.
     Οι Tούρκοι είχαν παραδοθή εξ αιτίας του νερού. Κοντά εις τα τείχη του κάστρου ήταν ένα πηγάδι σκεπασμένο και οι στραβοί δεν το ’βλεπαν. Το ηύρανε οι Έλληνες και στάθη ο Δυσσέας κι’ όλοι εμείς και συνάξαμε τους δύστυχους Αθηναίους κι’ αγωνίστηκαν τόσες μήνες και πλέρωναν κ’ έγινε μια ντάπια φοβερή κ’ έγινε ένα με το κάστρο και το νερό μπήκε μέσα. Ήταν ’σ αυτό πηγάδι και μία εκκλησιούλα, το νερό του γλυφό, όμως γερό. Αν έλειπε αυτό το πηγάδι, θα το παθαίναμεν εμείς χερότερα από τους Tούρκους.
     Τον Δυσσέα τον ζήλευαν όλοι οι αρχηγοί και τον κατάτρεχαν εις την Αθήνα. Οι Αθηναίοι κι’ άλλοι καμπόσοι από άλλες επαρχίες τον χεροτόνησαν αρχιστράτηγον της Ανατολικής Ελλάδος. Τότε τον ζήλευαν περισσότερον οι οχτροί του. Είναι αλήθεια, ήταν γνωστικώτερος από τους άλλους, όμως όποτε εύρισκε άνθρωπον να του μιλήση φρόνιμα και πατριωτικώς, τον κατάτρεχε. Άκουγε κι’ αυτός κι’ ο Γκούρας το κακό. Κ’ εκείνοι οπού τους πλησιάζαν έκαναν με το μέσο το δικό τους τα κακά τους θελήματα.
     Ένας παπάς από τα χωριά της Φήβας ήταν φίλος των Tούρκων πολύ αγαπημένος, κ’ έκανε τον άγιον εις τους Ρωμαίους και πήγαινε σε όλα τα ορδιά και πολιτείες και νησιά κ’ έβλεπε και μάθαινε όλα τα μυστικά των Ελλήνων και πάγαινε και τα πρόδωνε των Tούρκων. Κι’ από τις προδοσές αυτεινού πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν από τους Tούρκους. Τον μάθαν έπειτα οι Έλληνες, τον μαρτύρησαν χριστιανοί οπού ’ταν πλησίον εις τους Tούρκους, και τον πιάσανε και τον φέρανε εις την Αθήνα εις τον Δυσσέα και τον έχτισε ζωντανό, και χτισμένος τελείωσε. Και πήραν μέτρα οι τοιούτοι εις το εξής.
     Τον Οκτώβριον μήνα, τα 1822, οι πρόκριτοι Ταλαντιού, Λιβαδειάς κι’ όλα εκείνα τα μέρη γράφουν εις τον Δυσσέα, οπού ’ταν εις την Αθήνα, και του λένε: «Δώδεκα χιλιάδες Tούρκοι και περίτου ήρθαν και έπιασαν τους τόπους μας, χώρες και χωριά. Αυτό μαθαίνοντας εμείς από τις βάρδιες οπού ’χαμε ’σ τα στενά, αφήσαμε όλο το βιον και ζωντανά μας, και με τα παιδιά μας πιάσαμε τα βουνά, και τώρα οπού αρχινάγει ο χειμώνας θα χαθούμε όλοι από το κρύο, την γύμνια και πείνα, και δεν βαστάμε αυτό, κ’ επίτηδες σου στέλνομε να κοπιάσης μίαν ώρα αρχύτερα, ότ’ είμαστε χαμένοι και η παρουσία σου θα μας παρηγορήση και θα μας σώση». Ευτύς όπου τόλαβε ο Δυσσέος το γράμμα αυτό, σύναξε όλους τους Αθηναίους από χώρα και χωριά και τους το διάβασε. Και τους λέγει: «Να συναχτούμε από την Αθήνα κι’ απάνου να πάμε εκεί οπού ’ναι και οι άλλοι, οι δικοί μας άνθρωποι, τ’ ορδί, και να γίνωμε ένα σώμα να τους πολεμήσωμε. Αλλοιώς αν κάμωμε, οι Tούρκοι είναι πολλοί κ’ έχουν και τα χωριά και χώρες πιασμένες κ’ έχουν και ζαϊρέδες. Και δεν θ’ αφήσουνε ποδάρι ως την Αθήνα, όλα αυτά τα μέρη θα τα πλύνουν. Και θα βγούνε κι’ από Έγριπον, οπού ’ναι μία μεγάλη δύναμη, και θα μας αφανίσουνε. Και δια ’κείνο κινήθηκαν τον χειμώνα και μας πήραν όλες τις τροφές κ’ εμάς μας έρριξαν εις τα βουνά και δεν θα νταγιαντήσουμε». Οι καϊμένοι οι φιλόπατροι οι Αθηναίοι, χώρα και χωριά, αποφάσισαν κ’ έδωσαν τρακόσους Αθηναίους κι’ ο Σαρρής κεφαλή τους μ’ άλλους αξιωματικούς. Θα ’διναν πολλά περισσότερους, όμως φυλάγαμε κι’ άλλα πόστα εδώ δια τους Εγριπαίους Tούρκους. Και με μεγάλον ζήλον και πατριωτισμόν συνάχτηκαν ευτύς και διόρισε κι’ ο Δυσσέας ανθρώπους δικούς του με τον Γιωργάκη Λεπενιωτάκη, γενναίον και καλόν πατριώτη. Και συνάχτηκαν αυτοί, κι’ όλοι μαζί, με τους Αθηναίους, κίνησαν τον ίδιον μήνα και πήγαν εις της Λιβαδειάς τα μέρη. Ανταμώθηκαν και με τους άλλους δικούς μας εκεί. Οι Tούρκοι έγιναν δυο κολώνες, μια κινήθη από την Γραβιά και η άλλη από τον Ζεμενό Αράχωβας και μπήκαν εις το Σάλωνα συνχρόνως. Οι Tούρκοι είχαν γελάση τους Έλληνες, ότι έβγαλαν και λέγαν ότι θα κινηθούν δια Φήβα κι’ Αθήνα, και οι Έλληνες είχαν την προσοχή τους αυτούθε, και μ’ αυτείνη την ευκαιρίαν μπήκαν οι Tούρκοι απολέμητοι και με λίγην ζημίαν τους (κλέφτικο χτύπημα). Κεφαλές των Tούρκων ο Μεμέτ πασσάς κι’ ο Τζελαλεντίμπεγης κι’ άλλοι σερασκέρηδες. Οι Έλληνες πιάσανε όλοι τον Αγιλιά, μια ώρα μακρυά από το Σάλωνα, θέση δυνατή. Πήγαν οι Tούρκοι τρεις φορές και πολέμησαν εις τον Αγιλιά, και τις τρεις φορές τους χάλασαν οι Έλληνες.
     Οι Tούρκοι μάθανε ότι όλες οι επαρχίες οι γειτονικές ’κονόμησαν τις φαμελιές τους και συνάζονταν όλοι τώρα να πάνε να πολεμήσουνε συνχρόνως τους Tούρκους εις το Σάλωνα. Αυτό μαθαίνοντας οι Tούρκοι, κάψαν όλα τα χωριά του Σαλώνου και το Σάλωνα και φύγαν κρυφίως από το μέρος της Γραβιάς και πέσαν εις τον κάμπον άβλαβοι, και πήγαν πάλε εις τις θέσες τους οι Tούρκοι Λιβαδειάς, Μπουντουνίτζας, όλα αυτά τα μέρη του κάμπου.
     Ο Δυσσέος ήταν ακόμα εις την Αθήνα και τόγραψαν το πάεισιμον των Tούρκων εις Σάλωνα, και κινήθη δια Σάλωνα με πολλά ολίγους, και εις τον δρόμον έμαθε το φευγάκι τους. Ο Δυσσέας έμεινε εις της Λιβαδειάς τα μέρη και γράφει των ανθρώπωνέ του να πάνε εις το Δαδί ν’ ανταμωθούν. Πάγει κι’ ο Δυσσέας εκεί (χωριόν της Λιβαδειάς εις τα πρόποδα του Παρνασού, κεφαλοχώρι, ως πέντε ώρες από την Λιβαδειά). Αφού πήγε ο Δυσσέας εις το Δαδί, συνάχτηκαν και οι άνθρωποί του και οι Λιβαδίτες κι’ Αθηναίγοι. Ο Δυσσέας με τους ανθρώπους του τράβησε και πήγαν πανουκέφαλα του χωριού, εις το μοναστήρι η Παναγιά (γερώτερη η θέση εκείνη δια πόλεμον), και εις το Δαδί έμεινε ο Σαρρής με τους Αθηναίους. Άλλοι λένε ότι έμεινε μόνος του ο Σαρρής, άλλοι ότι παθητικώς τον άφησε ο Δυσσέας, ότι τον κατάτρεχε κι’ αυτός κι’ ο Γκούρας να τον σκοτώσουνε (και τον σκότωσαν ύστερα).
     Αφού λοιπόν έμεινε ο Σαρρής και οι άλλοι αξιωματικοί Αθηναίγοι εις το Δαδί, ο τόπος εκτεταμένος, λίγοι οι άνθρωποι, τους ρίχτηκαν οι Tούρκοι πολλοί και με το πρώτο τους έρριξαν εις φυγή. Σκοτώθηκαν Έλληνες καμμιά δεκαπενταριά, πιάσαν και τον Σαρρή ζωντανόν.
     Με τον χαλασμόν αυτεινών ψύχωσαν οι Tούρκοι πολύ, ρίχτηκαν και εις το μοναστήρι και ζώσαν τον Δυσσέα στενά οπού ’ταν πολλά ολίγοι εκεί και οι Tούρκοι πολλοί. Τόκαμαν πολλά γερούσια του Δυσσέα με τους ολίγους οπού ’χε εις το μοναστήρι. Τους βάστηξαν οι Έλληνες γενναίως. Τους πήραν όμως μίαν θέσιν, σκότωσαν τον Μήνιο Κατζικογιάννη καπετάνο της Φήβας, λάβωσαν και τον Αλέξη Ταργατζίκη, γενναίον πατριώτη και τίμιον. Τότε ρίχτηκαν οι Tούρκοι μ’ ορμή να πιάσουν τον Δυσσέα, τζάκισαν οι άνθρωποί του και μπήκαν εις φυγή και κιντύνεψε από την τρίχα ο Δυσσέας, έφυγε ξυπόλυτος. Τέλος κι’ αυτός και οι άνθρωποί του σώθηκαν και πήγαν εις την Αράχωβα. Και εις την Αράχωβα πήγε κι’ ο Νάκο Πανουργιάς με του Σαλώνου τους ανθρώπους και κατέβηκαν με τον Δυσσέα εις την Αγιά Ρουσαλή. Οι Tούρκοι ήταν εις Βελίτζα κι’ ολόγυρα ’σ αυτά τα μέρη.
     Τότε ο Δυσσέας, αφού είδε τους Tούρκους δυνατούς πολύ και οι Έλληνες αδύνατοι και κρύγοι, ότι σκόρπησαν με τις φαμελιές τους οι περισσότεροι και χειμώνας, και θα τους κατασκλαβώσουνε και θα πάνε οι Tούρκοι ως την Αθήνα, και μπορούσε και εις την Πελοπόννησο, ότ’ ήταν κι’ άλλοι πολλοί Tούρκοι εις Έγριπον, τότε, δια να προλάβη όλα αυτά τα κακά, τους άρχισε τους Tούρκους ο Δυσσέας μ’ ομιλίες, πως θα προσκυνήση, κ’ έστειλε τον γραμματικόν του και τους είπε να πάψουν τον πόλεμο και να μιλήσουνε. Οι Tούρκοι ακολούθησαν αυτό. Κι’ ο Δυσσέας τους ήφερνε γύρα, κ’ έστειλε παντού σε όλους τους γειτόνους του να ’ρθούνε με δύναμες, και έδινε καιρόν και παραμερούσαν οι αδύνατοι μ’ ό,τι ζωντανά τους μέναν εις τα ψηλώματα. Τότε ο πασσάς κι’ ο Τζελαλεντίμπεγης, φίλος του Δυσσέα από τον Αλήπασσα, ζήτησαν ν’ ανταμωθούν ’σ ένα μέρος μ’ αυτόν. Ανταμώθηκαν, του είπανε να προσκυνήση ο Δυσσέας μ’ όλους τους κατοίκους κι’ ό,τι θέλη του γίνεται από τον Σουλτάνο. Δολερώς ο Δυσσέας τους υποσκέθηκε αυτά, με ψευτιές. Τους ζήτησε πρώτα ασφάλειαν δική του και των κατοίκων. Μείναν οι Tούρκοι σύνφωνοι εις αυτό, ό,τι συνφωνίαν θέλη κάνουν, δια την σιγουρτά τους όμως να προσκυνήσουνε οι κάτοικοι κι’ ο Δυσσέας. Μείναν σύνφωνα και τα δυο μέρη. Φκειάνουν οι Tούρκοι ένα συνφωνητικόν, το δίνουν να το υπογράψη ο Δυσσέας. Αφού το διάβασε, λέγει των Tούρκων: «Αυτό δεν σημαίνει, να το υπογράψω ’γω μόνος μου, θέλει να είναι και όλοι οι κάτοικοι, να κάμωμε σίγουρα πράματα, να μην έβγω ψεύτης ούτε εις τον Σουλτάνο, ούτε εις του λόγου σας. Και δια να γένουν αυτά πρέπει να συναχτούν οι κάτοικοι εδώ, να θαρρύνουν. Λοιπόν να φύγετε οι Tούρκοι δια το Ζιτούνι και σας δίνω ρεέμια». Και βάλαν και μια διορίαν εις αυτό, όσο να τελειώση. Και τους έδωσε τρία ασήμαντα ρεέμια, τους είπε ο Δυσσέας τι να λένε των Tούρκων, τι μεγάλοι άνθρωποι και σημαντικοί είναι. Και με ταύτο μείναν ευκαριστημένοι οι Tούρκοι και πήγαν όλοι εις το Ζιτούνι και κάθισαν κάνα δυο μήνους εκεί. Και διαλύθηκαν. Φύγαν και τα ρεέμια κρυφά και ήρθαν εις τον Δυσσέα. Και οι κάτοικοι συνάχτηκαν πίσου εις τον τόπο τους και τήραγαν την δουλειά τους. Είχε μιλήση ο Δυσσέος των Tούρκων ό,τι ζωντανά, καματερά κι’ άλλα, πήραν των κατοίκων να τ’ αφήσουνε οπίσου, να θαρρύνουν οι κάτοικοι δια να προσκυνήσουνε. Κι’ άφησαν πολλά. Αυτούς λένε ανθρώπους σημαντικούς, και καλό κάν’νε και κακό. Είναι όμως λιγώτερον το κακό αυτεινών και πολύ το καλό, σώνουν πατρίδα, ’στο καλό, ’στο κακό, βλάβουν άτομα. Ο άνθρωπος είναι και δια το καλό και δια το κακό. Όταν κάνη λίγο κακό και μεγάλο καλό, ο Θεός τον συχωράγει.
     Όταν ανταμωθήκαμε με πολλούς αξιωματικούς του Δυσσέα και κατοίκους, οπού ήταν όλοι παρόν, μου τα είπαν αυτά κι’ από γράμματα που μόστειλαν τα γράφω όλα. Μάλιστα ένας αξιωματικός του Δυσσέα αγαπημένος του, γενναίος, τίμιος (τον είχα ορκισμένον μέλος της ’πιτροπής) μου είπε κι’ αυτός αυτά, τον λέγαν Χρήστο Τζάμη, και μου είπε, όταν ήταν ο Δυσσέος εις την Αθήνα, είπε του Γκούρα να προσέχη από ’μένα να μην του πάρω το κάστρο με την ’πιτροπή μου. Και με πρόσεχαν πολύ. Θα μ’ έπαιρνε μαζί του ο Δυσσέος, κι’ ως αγαπημένος των πολιτών μ’ άφησε δια την ησυχίαν.
     Ο Σαρρής, οπού ’ταν σκλάβος, έφυγε από μέσα από την χάψη με τα σίδερα εις τα ποδάρια, από την Λάρσα. Άξιον και γενναίον παληκάρι, γλύτωσε από τους Tούρκους, τον φάγαν οι άλλοι, τον σκότωσαν. Τον κιντύνευαν και πρωτύτερα να τον σκοτώσουν κ’ έβαλαν κ’ εμένα να τον σκοτώσω. Εγώ ως παληκάρι τον σεβόμουν και τον αγαπούσα ως αδελφό μου και του το είπα κ’ έφυγε δυο τρεις μήνες εις τα νησιά. Το ’μαθαν αυτείνοι ότι του είπα εγώ κ’ έφυγε. Σε τρεις μήνες γύρισε πίσου εις την πατρίδα του. Μ’ έστειλαν εμένα και βήκα δια δουλειά εις τα χωριά, ήρθα και τον ηύρα σκοτωμένον. Και του πήραν και τον βιον του. Υστερώτερα βρέθη σκοτωμένος κι’ ο Μελέτης Βασιλείου Χασιώτης, οπού ’ρθε εις την Γραβιά να μας πάρη εις την Αθήνα. Πολέμαγαν να σκοτώσουνε και τους Λεκκαίους και σώθηκαν εις την Πελοπόννησο. Και ’περασπίζομουν εγώ τις φαμελιές τους. ’Νεργούσαν και δια ’μένα με τρόπον να με σκοτώσουνε. Πάντοτες είχα το νου μου. Κι’ ο Θεός με γλύτωσε.
     Αφού ήταν ο Μαμούρης έξω ντερβέναγας (και τζάκιζε του φίλους του με το τζεκούρι, οπού τον έφεραν εδώ), είχε και κολτζήδες εις τα χωριά οπού περιέρχονταν. Πήγαν εις το Μενίδι αυτείνοι, μέθυσε ο αξιωματικός, γράφει του Γκούρα ότι οι Μενιδιάτες θα κάμουνε επανάστασιν αναντίον του. Τότε στέλνει με φωνάζει σουρουπώνοντας να πάγω ’στο Μενίδι. Μόδωσε κι ανθρώπους, πήρα και τους δικούς μου να πιάσω τους αίτιους οπού θα μου ειπή ο αξιωματικός, να τους δέσω, κι’ αν δεν σταθούν, σκότωμα και κάψιμον όλο το χωριόν. Πήρα τους ανθρώπους όπως διατάχτηκα και πήγα την νύχτα. Βλέπω απ’ όσους ανθρώπους μου ’χε δομένους ο Γκούρας είχαν και ζώα καμπόσοι και σακκιά. Κοντά εις το χωριόν τους ρωτάγω: «Τάχουμε, μου λένε, να φορτώσουμε πλιάτσικα. Τι ’ναι αυτείνοι, τους λέγω, οπού θα – Τ’ είναι εκείνοι, τους λέγω, όπού θα γυμνώσουμε, Tούρκοι; Αυτείνοι είναι Έλληνες, συναγωνισταί μας, κι’ αν πορευτούμε τοιούτως, τι Ρωμαίικον θα κάμωμε; Δεν σώθηκαν οι Tούρκοι ακόμα και θα μας κάμουν πλιάτσικα εμάς. Και τι στοχάζεστε, θα μπορέσουμε να γυμνώσουμεν τους Μενιδιάτες; Αυτό είναι τόσα ντουφέκια, κεφαλοχώρι. Ν’ ακούσετε εμένα ως μεγαλύτερον, κι’ όπως ιδώ εγώ τα πράματα, θα σας οδηγήσω, ότι δεν σκοτώνομαι εγώ μ’ Έλληνες, τους αδελφούς μου». Τους κακοφάνη καμποσουνών, τους είπα: «Σύρτε μόνοι σας κ’ εγώ γυρίζω πίσω». Τότε κλίναν να μ’ ακούσουνε. Άμα έφτασα ’στο χωριό, δια νυχτός πήγα εις το κονάκι του αξιωματικού, τον παίρνω κρυφά και του λέγω: «Τ’ είναι το λάθος οπού ’καμες κ’ έγραψες αυτά τα ψέματα του Γκούρα και μ’ έστειλε να ξετάξω και να σε πιάσω; – Ήμουν μεθυσμένος, μου λέγει, κ’ έκαμα αυτό το λάθος. – Δο’ μου το ενγράφως να πάγω να του κάμω ριτζά, να του μιλήσω εγώ να σε συχωρέση». Το παίρνω ενγράφως, βάνω μάρτυρες κι’ όσους ήταν εκεί, έστειλα και εις το χωριόν με τρόπον κ’ έπιασα καμμιά δεκαριά χωριάτες, τους πήρα δια νυχτός χωρίς να μάθη κανένας, τους ήφερα εις την Αθήνα, τους διάταξα τι να ειπούνε του Γκούρα κι’ ότι τους αφάνισα από το ξύλο και παιδεμούς κι’ από το πολύ δέσιμον. Κι’ όταν παρουσιαστούν εις τον Γκούρα, να φωνάζουν αναντίον μου. Τους αφίνω εις το Κονάκι, στέλνω του Γκούρα και σμίγομε οληνύχτα, του δίνω το γράμμα, το διαβάζει, του μιλώ και καμπόσα, του λέγω: «Τους ανθρώπους τους έχω δεμένους όλους και να σου τους φέρω και κάμε τους ό,τι θέλης. – Σε περικαλώ, μου λέγει, κάμε ό,τι μπορέσης και μ’ ό,τι τρόπον να τους στείλης πίσου, να μη μαθευτή αυτό». Πήγα, ηύρα τους ανθρώπους, τους έλυσα και την ίδια νύχτα πήγαν εις τα σπίτια τους.
     Έρχονται και του λένε ένα παρόμοιον σε καμπόσον καιρόν δια την Χασιά, το χωριόν, ότι οι Χασιώτες σήκωσαν κεφάλι. Πήγανε ο Μαμούρης κι’ ο Κατζικογιάννης, ότι εγώ έφυγα από τα τοιούτα, και πιάνουν τους ανθρώπους και τους αφανίζουνε, και τους πήραν το βιον τους, πάτησαν κορίτζα και τόσα άλλα κακά.
     Όταν ήρθε ο Κιτάγιας, ηύρε ανθρώπους φορτωμένους λιθάρια εις τα χωριά, οπού τους τυραγνούσαν αυτείνοι δια χρήματα, και τους ξεφόρτωσε ο Κιτάγιας και στουπίρησε κι’ αυτός, οπού ήταν Tούρκος. Και δι’ αυτά προσκύνησαν τα χωριά της Αθήνας και βαστάχτη ο Κιτάγιας και σκοτώθηκαν τόσος κόσμος κι’ αφανίστη ο τόπος όλως διόλου και ξανά τον αγοράσαμε πίσω από τους Tούρκους. Αν δεν προσκυνούσαν οι χωριάτες, δεν μπορούσαν οι Tούρκοι να κάμουν τίποτας. Αυτείνοι ξέραν όλους τους τόπους και παίρναν τους Tούρκους και πήγαιναν κι’ αυτείνοι μαζί και πολεμούσαν και νταγιάνταγαν τους Tούρκους από ζαϊρέ, και τους ψύχωναν και τους οδηγούσαν σε όλα τα μονοπάτια. Αυτό είναι το ιστορικόν.
     Τοιούτοι άνθρωποι θέλουν να πλουτήνουν, όταν δεν είναι καιρός δια πλούτη, αλλά είναι καιρός ν’ αγωνιστούν και ύστερα έρχονται τα πλούτη και η δόξα μαζί. Εμείς τους συντρόφους μας τους δένομε και τους φορτώνομε λιθάρια κ’ έρχονται οι Tούρκοι και τους ξεφορτώνουν. Εμείς τους τίμιους φίλους μας και καλούς πατριώτες τους σκοτώνομε, τους παντίδους τους σεβόμαστε, κι’ αφίνομε το Στραβοσουρμελή να κλέβη την ντογάνα, να μας δίνη κ’ εμάς και να τρώγη και αυτός, και να γράφη ψευτιές κ’ επαίνους. Και με τους κόλακας και κλέφτες κι’ απατεώνες βέβαια η πατρίς κιντύνεψε και θα κιντυνέψη. Τα σημειώνω κ’ εγώ εδώ ίσως εσείς οι μεταγενέστεροι, σαν ιδήτε την αρετή μας, θα είστε ’λικρινώτεροι δια την πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία. Όταν δι’ αυτά τον άνθρωπον δεν τον τύπτη η συνείδησή του, αλλά τα δουλεύη ως τίμιος και τα προσκυνή, είναι ο πλέον ευτυχής και πλέον πλούσιος.
     Τον αδελφό μου το Γκούρα τον έπιασα μια ημέρα και του είπα, ως αδελφός του ’λικρινής, καμπόσες διάτες, ό,τι μο’ ’κοβε το κεφάλι μου. Του είπα: «Εδώ εις την Αθήνα είναι πλούτη και δόξα συντροφεμένα, είναι κι’ ατιμία κι’ αρπαγή, κι’ όποιο απ’ αυτά αγαπάγη μπορεί να πάρη ο καθείς, και καταξοχή εσύ οπού μπορείς να ωφελήσης και να ζημιώσης εις την θέσιν οπού ’ναι η πατρίδα. Η πατρίς μας (του είπα) έχει μεγάλον αγώνα κ’ έχει την ανάγκη μας να την δουλέψωμε τώρα και να μας δοξάση, όταν ησυχάση, αναλόγως τον καθέναν κατά την θέσιν οπού βρίσκεται και την ικανότη οπού έχει και την αρετή οπού θα δείξη. Τώρα η πατρίς είναι εις αυτείνη την κατάστασιν, κ’ εδώ εις την Αθήνα φαίνεται και η δούλεψη του κάθε ενού και η κατάχρηση, ότι καθημερινώς έρχονται ξένοι άνθρωποι και παρατηρούνε τους σημαντικούς ανθρώπους, αν πατριωτικώς δουλεύουν ή δολερώς. Κι’ από αυτά φωτίζονται οι ξένοι, αν δουλεύωμε δια λευτεριά, μας βοηθούνε οι φιλάνθρωποι, κι αν δουλεύωμε δια ληστείαν, μας μουτζώνουν. Κι’ αν φερθής πατριωτικώς καταξοχή εσύ, οπού ’σαι κεφαλή εδώ, να η δόξα σου, να η ευτυχία της πατρίδος – να και η δυστυχία αυτεινής κ’ εμάς, αν φερθής αλλοιώτικα». Κάμποσον καιρό με άκουσε. Ύστερα εκείνοι που τον τρογύριζαν είχαν ανάγκη να βαίνουν να ψήνη αυτός το σφαχτό κι’ αυτοί χαζίρι να το τρώνε. Πιάστηκα δι’ αυτά, μαλλώσαμε, ήρθε να με πολεμήση, κλείστηκα κάτου εις το σπίτι μου, ήρθαν και οι Αθηναίοι, πολλοί, μ’ εμένα να μου βοηθήσουν, αν μ’ ακολουθήση τίποτας. Δεν ήθελα να βάλω τους ανθρώπους σε κακή θέση, και ύστερα να πάθουν αυτείνοι για ’μένα. Ήρθε ο Ζαχαρίτζας ο Νικολάκης κι’ άλλοι, τους κατάλαβαν ύστερα ότι ούτε φίλους σέβονται, ούτε οχτρούς.
     Τότε, να μην γένη κάνα δυστύχημα, πήρα καμμιά εκατόν πενηνταριά ανθρώπους και πήγα εις την Κούλουρη να περάσω εις την Διοίκησιν, ν’ ακούσω τις διαταγές της. Έστειλε ο Γκούρας εις την Κούλουρη να με γυρίσουν οπίσου, μου μίλησαν οι Αθηναίοι, οι Φηβαίγοι, οι Λιβαδίτες, δεν γύρισα. Με περικάλεσαν, ήρθε κι’ ο Νικήτας με Πελοποννήσιους. Γύρευαν να βγούνε έξω και να μην πάγω εγώ με στρατέματα μέσα εις την Πελοπόννησο και δειλιάζουν όσ’ ήταν με τον Νικήτα να βγούνε εις την Ρούμελη. Τότε δια να μη γένη και αυτό, σηκώθηκα και πήγα κι’ ανταμώθηκα με τον Δυσσέα. Πιάσαμε την Βελίτζα. Έρχονταν ένα πλήθος Tούρκοι με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, με γκαμήλια, μ’ άλλα φορτηγά και ρίξαν ορδί το βράδυ εις τον κάμπο της Λιβαδειάς, εις του Κατίκου το χάνι, να μείνουν εκεί. Τους ριχτήκαμε την νύχτα και τους δώσαμε ένα ντουφεκίδι και τους πήραμε γκαμήλια πλήθος, άλογα και ζαϊρέδες. Και κατασκορπίστηκαν οι Tούρκοι. Ύστερα πιάστη ο Δυσσέας με τους συντρόφους του δια τους μιστούς, ήθα τον σκοτώσουνε. Τους έφυγε και κόλλησε εις την σπηλιά του. Μ’ έστειλαν όλοι οι σύντροφοι και του μίλησα, δεν θέλησε να κάμη τίποτας. Κι’ αναχώρησαν δια το Σάλωνα, και μείναμε πολλά ολίγοι μ’ αυτόν. Κι’ αυτός έκατζε εις την σπηλιά κ’ εμείς βάναμε έναν γεροντότερον κεφαλή, Μαργετίνη τον έλεγαν, και βαρούσαμε κλέφτικα τους Tούρκους οπού ’ρχονταν με ζαϊρέδες δια μέσα. Ύστερα πήγαμε εις την Πέτρα και ρίξαμε ορδί πανουκέφαλα κι’ όταν διάβαιναν Tούρκοι με ζαϊρέδες, τους χτυπούσαμε. Και σταθήκαμε καμπόσον καιρόν εκεί.
     Γράφουν του Δυσσέα φίλοι του από την Αθήνα ότι τον Γκούρα τον γύρισε ο Κωλέτης και οι άλλοι και είναι αναντίος του. Με φωνάζει ο Δυσσέας και μου λέγει αυτό και να πάρω τους ανθρώπους μου και να μου δώση κι’ άλλους δικούς του να πάγω εις την Αθήνα, να κάμω και παρτίδο μυστικόν εκεί, να είμαστε αναντίον του Γκούρα. Κι’ αν μπορέσωμε, να του πάρωμε και το κάστρο. «Αυτά δεν μπορώ να τα κάμω εγώ, του λέγω, δεν ’πιτηδεύομαι, ν’ ανοίξη κάνα δυστύχημα ’στην Αθήνα να κιντυνέψουν οι αθώοι, οπού τους κυβέρνησε ο παγιωμός μας εις την πατρίδα τους, οπού όσα τραβούν μ’ εμάς δεν τράβησαν με τους Tούρκους». Μου έπεσαν, «Δεν θέλω να πάγω!» Να μην ειπώ κανενού τίποτας, – το βάσταξα μυστικόν, «Εγώ μου λέγει τότε ο Δυσσέας, στέλνω τον Στάθη Κατζικογιάννη» (τον είχε και συγγενή). Πηγαίνοντας εις την Αθήνα, τον γύρισε ο Γκούρας και οι συντρόφοι του με το πνεύμα τους. Και τον πάντρεψε ο Γκούρας και τόδωσε και την γυναικαδέλφην του γυναίκα. Αυτά μαθαίνοντας ο Δυσσέας, απολπίστη, και δούλευε αναντίον του πολιτική Βλάχικη (δολεροί συνβούλοι του Γκούρα, από τους συντρόφους του Κωλέτη και συντροφιά). Τότε έρχεται ο Δυσσέας εις την Πέτρα και μας πήρε όλους και πήγαμε εις την Κούλουρη. Ήταν εκεί το Βουλευτικόν σώμα κ’ Εκτελεστικόν. ’Γγίχτηκε ο Δυσσέας με τους ανθρώπου του εκεί δια τους βαθμούς. Γύρευαν να τον σκοτώσουνε, ότι τους αδίκησε. Έπεσα εκεί, τους μίλησα και ησύχασαν.
     Ήθελα να φύγω από κοντά του. Τότε ήταν ο Τουμπάζης εκεί και σύναζε ανθρώπους δια την Κρήτη. Με σύστησαν εμένα εις αυτόν, μου είπε να με κάμη αρχηγόν της εκστρατείας εις την Κρήτη και να συνάξω χίλιους πεντακόσιους ανθρώπους, να μου δώση χρήματα να τους συνάξω. Του υποσκέθηκα, μίλησα με πολλούς αξιωματικούς του Δυσσέα κι’ αλλουνών. Με μαρτύρησαν εις τον Δυσσέα, μου παραπονεύτηκε κι’ αυτός και οι άλλοι ότι θα τους πάρω τους ανθρώπους. Πήγαν εις την Διοίκησιν και μίλησε του Τουμπάζη η Διοίκηση, κ’ έμεινε δια το παρόν.
     Τότε η Διοίκηση κι’ ο Δυσσέας έστειλαν τον Νικήτα κ’ εμένα και πήγαμε εις Κόρθο να μιλήσουμε των Tούρκων οπού βαστούσαν το κάστρο της Κόρθος, να μας το δώσουν. Οι Tούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι, οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφίνει ’φοδιασμένο και φεύγει, είναι Tούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Tούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γάμησε το κέρατο με τα κανόνια και μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφίνει όλα και πάγει να ’βρη τους συντρόφους του οπού τον διορίσαν.
     Ο Νικήτας πήγε δια τ’ Ανάπλι κ’ εγώ γύρισα και είπα αυτά εις την Διοίκηση και ύστερα πήγα εις την Αθήνα. Σε καμπόσες ημέρες ακολούθησε μία ταραχή εις την Κούλουρη αναντίον της Κυβερνήσεως. Ο Δυσσέας έστειλε εμένα να τους βοηθήσω, εγώ πήγα και ησύχασα τα πράματα υπέρ της Κυβερνήσεως. Του κακοφάνη του Δυσσέα. Τότε σηκώθηκα κ’ εγώ μίαν νύχτα, πήρα τους ανθρώπους μου κι’ άλλους καμπόσους αυτεινού και του Γκούρα και δια νυχτός πήγα εις τον Δράκον κι’ από κεί έπιασα ευτύς καΐκια και μπαρκαριστήκαμε και πέρασα εις την Πιάδα τα 1823 Οκτωβρίου 25. Εβήκα εις την Πιάδα. Έστειλε ο Δυσσέας κοντά μου να γυρίσω κι’ ό,τι θέλω να μου δώση, ότ’ ήταν αδύνατος. Του είπα εκείνου οπού ήρθε να του ειπή να κάτζη με τον Κάρπον του. Αυτός ήταν ένας παπάς (ήρθε από την Ρουσσία), όλους τους ανθρώπους τους ανακάτωνε εις τον Δυσσέα. Το’ ’διωξε όλον τον ταϊφά του, δόλιος και αιμοβόρος, οπού το’ ’λεγες να κάμη κάναν Tούρκον χριστιανόν, αυτόν τον Tούρκευε χερότερα. Αφού κυβέρνησε τ’ ασκέρι του Δυσσέα και τον έκαμε νοικοκύρη με τις διάτες του, μπήκε ύστερα εις το ταχτικό κ’ έκοψε τα γένια του. Μ’ ανακάτεψε εις την Αθήνα με τον Δυσσέα, και κοντέψαμε κάποτε να σκοτωθούμε οι δυο μας εις το παζάρι δια το ψωμί, το ταΐνι, κι’ αν δεν μο’ ’δινε τα ταΐνια, (ότι τα μέραζε μόνος του ο Δυσσέας) θα σκοτωνόμαστε εξαιτίας αυτεινού του ποταπού. Κι’ από αυτά έφυγα.
 
 
ΣHMEIΩΣH
 
1. Ύστερα έκαμε παρόμοια και την κρέμασε ο Γκούρας.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)