Απομνημονεύματα
Bιβλίον Γ΄
Μακρυγιάννης Ιωάννης
Εκτύπωση
[ Kεφάλαιον τέταρτον ]

Ο Αρμασμπέρης διά ’μένα άφησε κακές σύστασες εις τον Βασιλέα και τους οπαδούς του, οπού άφησε εδώ και εις το Παλάτι, πάντοτες να με κατατρέχουν. Και την παραγγελίαν του την ξακολουθούν όλοι. Άνοιξαν οι πληγές του σώματός μου· και είχα εννιά γιατρούς πέντε μήνους και μ’ αποφάσισαν εις τον θάνατον. Γύρεψα απ’ ό,τι μου χρωστάει η Κυβέρνησις να μου δώσουν να ξεκονομηθώ· δεν στάθη τρόπος. Μόνον μίαν χάρη μο ’καμαν· μάθαν ότι πέθανα και κάμαν τη μουσική έτοιμη να με χώσουνε με παράταξιν. Όταν στείλαν και τους είπανε ότι ζω ακόμα, πικράθηκαν πολύ. Είδα αυτεινών την αρετή και των συνπολιτών μου την λύπη· και γιόμοζαν τα σουκάκια να μάθουν πώς είμαι.
     Αφού μίλησα του Βασιλέα διά τον Λασσάνη, της μεγάλες κατάχρησες οπού ’καμεν αυτός και οι συντρόφοι του, κι’ αφάνισε την πατρίδα, και του Σπυρομήλιου το ’δωσε την Λιβαδόστρατα εις την Φήβα κι’ άλλα, τον έβγαλε τον Λασσάνη από την ’Κονομίαν και τον έβαλε εις την Λογιστική ’πιτροπή με βαρειόν μιστόν να διορθώση της κατάχρησες, αυτός της δικές του και των φίλωνέ του· – και οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά παιδιά τους, κ’ εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους ’στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρεμένοι κι ας λένε «ψωμάκι». Οι ακαθαρσίες της Κωσταντινόπολης και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κ’ εμείς είλωτές τους. Πήραν τα καλύτερα υποστατικά, της καλύτερες θέσες τους σπιτότοπους, ’στα υπουργεία βαρειούς μιστούς· δανείζουν τα χρήματά τους δυο και τρία τα εκατό τον μήνα, παίρνουν υποθήκες – ’σ ένα χρόνο και λιγώτερον κάνει δέκα το παίρνει ένα· γίνηκαν όλοι ’διοχτήτες. Κριταί αυτείνοι, αφεντάδες αυτείνοι· όπου να πάνε οι Έλληνες όλο ξυλιές τρώνε. Η φτώχεια άξηνε· λίγον φταίξιμο να κάμη ο αγωνιστής, χάψη άλλος επί ζωγής, άλλος κόψιμον με την τζελατίνα. Όλο τέτοιες καλωσύνες έχομεν. Γιόμωσαν οι χάψες του κράτους. Και θησαύρισαν οι κριταί μας και οι αβοκάτοι μας. Το κράτος έτσι πάγει πολλά ομπρός!
     Μίαν ημέρα πέρναγε ο Υπουργός του Πολέμου ο Σμάλτζης· δεν είχα τη νιφόρμα μου – δεν τον χαιρέτησα. Ευτύς με προσκαλεί και μου λέγει διατί δεν έχω τη νιφόρμα μου και δεν τον χαιρέτησα. Του λέγω· «Σκαλίζω τον κήπο μου να γένουν λάχανα να φάγω με τα παιδιά μου και με τόσες φαμελιές των σκοτωμένων οπού ’ναι εις το σπίτι μου. Οι αγωνισταί, οπού αγωνίστηκαν, δεν τους δώσετε ούτε ένα αριστείον· ενταυτώ όσοι ήταν μακρυά από τους κιντύνους όλους τους δικιώσετε – βαθμούς, μιστούς πλουσιοπάροχους! Κι’ αυτείνοι οπού αγωνίστηκαν περπατούνε εις τον έναν και εις τον άλλον να φάνε κομμάτι ψωμί. Έχω καμπόσους τοιούτους εις το σπίτι μου, κύριε Υπουργέ, οπού τους θρέφω να μην πάνε διά ψωμί σε κακές στράτες και τους βάλετε εις τους νόμους και τους κόψη η τζελατίνα – θα τους χρειαστούμεν καμμίαν βολά· δι’ αυτό σκαλίζω και δεν βάνω νιφόρμα, ότι κορνιαχτίζεται από το σκαλιστήρι. Κι’ όταν βγαίνω με χωρίς νιφόρμα, κι’ ο Βασιλέας να είναι δεν τον χαιρετώ – ούτε τον καταφρονώ». Αφού του είπα πολλά, τον έβαλα σε συμπάθειον και πήγε και μίλησε του Βασιλέως και μερεμέτησε καμπόσους αγωνιστάς – και πάλε περισσότερους βάλαν μην έχοντας δικαιώματα· και πάλε άφησαν τόσα λιοντάρια· και σ’ έπαιρνε η νίλα να τους βλέπης. Τότε σηκώθηκα πήγα εις τον Βασιλέα και του μίλησα. Μου λέγει· «Τους δίκιωσα» και τραβγέται. Τότε τον πιάνω πίσω. Αγανάχτησε αναντίον μου. Ματά τον πιάνω, και δάκρυσαν τα μάτια μου, και του λέγω· «Είμαι άτιμος στρατιωτικός αν σε απατώ· είναι καλύτεροι πολλοί από ’μένα, Βασιλέα!» Τότε σαν μ’ είδε οπού ’κλαψα, μπήκε σε συμπάθεια και ήρθε και μου μίλησε. Μου είπε· «Το λοιπόν μ’ απάτησαν! – Έτζ’ είναι, Βασιλέα μου, και θέλει τους ιδής». Την άλλη ημέρα τους είπα και πήγαν εις το Παλάτι και τους είδε· τους εσπλαχνίστη και τους δίκιωσε. Ότι ξύσαν το μητρώον και βάναν ανθρώπους χωρίς δικιώματα εις τους βαθμούς. Όποτε βρη την αλήθεια ο Βασιλέας, έχει δικαιοσύνη – πού αφίνει η ακαθαρσία της ανθρωπότης;
     Αυτείνοι οπού καταφάνισαν την πατρίδα βάνουν τους δούλους τους και κόλακές τους, εκείνους οπού ’χουν ίσια την αρετή κι’ αγώνες, και τους εγκωμιάζουν εις της ’φημερίδες κάθε ολίγον και φκειάνουν και ’στορίες. Φκειάνει μίαν ιστορία ο Αλέξανδρος ο Σούτζος εις το Γαλλικόν και λέγει σωτήρες της Ελλάδος τους φίλους του. Βάνει κι’ ο Κωλέτης τον Σουρμελή, στενόν φίλον του Γκούρα και της φατρίας τους, και φκειάνει ’στορίαν και κατηγοράγει ασυστόλως τον Δυσσέα, τον οχτρό του Κωλέτη, κ’ εγκωμιάζει πολύ τον Γκούρα και τους φίλους του. Με τέτοια αρετή γένεται ’στορία; Να μην του ειπής και τα καλά του και τα κακά του κάθε ενού, αλλά παθητικώς; Ρωτάτε πότε ήρθε αυτός από την Κωσταντινόπολη, ποιους είχε φατρία, τι διαγωγή έχει δείξη. Εις του κάστρου της πολιορκίες, αν οι φίλοι του έκαμαν ένα, το κάνει πενήντα· ό,τι κάναν εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του και δεν μπορεί να το χωνέψη, «το ’καμαν οι ημέτεροι» λέγει. Οι φίλοι του ’στοριογράφου έχουν όνομα, εκείνοι οπού δεν είναι της φατρίας του δεν έχουν όνομα. Εις τους «ημετέρους» βάνει τους συντρόφους του και τους δίνει μερίδιον, ή το δίνει όλο εκεινών οπό ’χουν το όνομα – γένονται και «ημέτεροι». Αφού λέγει διά τον Δυσσέα πλήθος ψευτιές, τον κατηγορεί και διά το χτίσιμο του παππά. Πες και τα αίτια, ’στοριογράφο, και το κοινό είναι κριτής ή υπέρ είτε κατά. Ένας οπού γένεται προδότης εις τους Τούρκους κι’ αφανίζει τόσα παληκάρια – και τον γενναίον αγωνιστή Σκουρτανιώτη τον Θανάση με σαράντα ανθρώπους ποιος τον πρόδωσε εις τους Τούρκους και τους κάψαν όλους σε μίαν εκκλησιά; Κι’ άλλες πλήθος προδοσιές; Κατηγοράς τον Δυσσέα ως άναντρον. Δώδεκα χιλιάδες Τούρκους με λίγη δύναμη τους πολέμησε εις το Δαδί και κιντύνεψε· και ύστερα μ’ έναν τεσκερέ του τους έδιωξε και λευτέρωσε την πατρίδα, οπού κιντύνευε να χαθή.
     Βλέποντας αυτούς τους δυο μεγάλους πολιτικούς, Μαυροκορδάτο και Κωλέτη, ότι ο ένας ηύρε τον πατριώτη του Σούτζο κ’ εγκωμιάζει αυτόν και την συντροφιά του, ο άλλος τον Σουρμελή, τότε ο τρίτος πολιτικός της Ελλάδος ο Μεταξάς ηύρε κι’ αυτός τον δικόν του, ηύρε τον Κάρπον οπού ’ρθε από την Ρουσσίαν την πρώτη χρονιά της απανάστασής μας, ήρθε εις τον Δυσσέα και τον γύμναζε αρετή ρούσσικη, αγαθότη, σεμνότη, πατριωτισμόν τοιούτον. Από τότε οπού ’ρθε αυτός ο σεβάσμιος παππάς από την Ρουσσία κ’ έμεινε πλησίον του Δυσσέως, άρχισε αυτός να κατατρέχη τους συντρόφους του στρατιωτικούς και να μην έχη πίστη, αλλά μεγάλη υποψία, να μην έχη μάτια να τους δη, ούτε αυτοί τον Δυσσέα. Διαίρεση και εις τους προκρίτους της Λιβαδειάς και κατοίκους. Όταν ήθελε ο Δυσσέας να βάλη ’σ ενέργεια την παιδεία δι’ αυτούς κατά συνβουλή του Κάρπου, έτοιμος αυτός ο άγιος Καρπός της Ρουσσίας, πήγαινε ως λυσσιασμένο σκυλί κι’ αφάνιζε τους κατοίκους κατά διαταγή του Δυσσέως. Έναν προεστόν του Ταλαντιού Αλέξαντρον ο Κάρπος έσπειρε τον κακόν καρπόν εις το κεφάλι του Δυσσέα αναντίον του Αλεξάντρου κ’ έλαβε διαταγή και πήγε και σκότωσε μ’ άλλους μαζί τον προεστό του Ταλαντιού. Και μ’ αυτές της μεγάλες δούλεψες ο άγιος Κάρπος έκοψε τα γένια του, αρνήθη τον όρκον του, έγινε λοχαγός του ταχτικού, έγινε και ’στοριογράφος του Μεταξά, του τρίτου πολιτικού της Ελλάδος, του Ρόδιου και συντροφιάς, κ’ εγκωμιάζει τον Δυσσέα με τρόπον να κλέβη των αλλουνών αγώνες και θυσίες. Ώστε όποιος δεν είναι εις την σημαία του Μαυροκορδάτου φατριαστής κι’ Αγγλιστής, Κωλέτη και Γαλλιστής, Μεταξά και Ρουσσιστής και είναι Έλληνας διά την πατρίδα του και θρησκεία του, αυτά παθαίνει· όποιος έτρεξε και τρέχει εις το καλό, αυτείνες οι συντροφιές και οι ’στοριογράφοι τους τους πλακώνουν να μην φαίνωνται πουθενά· θέλουν τους αγώνες τους να παραστήνουν δικά τους κατορθώματα κι’ αρετή δική τους, και την δική τους αρετή την δίνουν εκεινών, ότι την βλέπουν ότι δεν είναι καλή κι’ ωφέλιμη – όταν την κάνουν την γκολπώνονται, κι’ όταν βρωμάγη την σιχαίνονται, και την βρώμα την αποδίνουν αλλουνών.
     Έβαλε κι’ο Κολοκοτρώνης τον Πρωτοσύγκελλο Αρκαδιάς και τον εγκωμιάζει πόσον ηρωγισμόν έδειξε εις την επανάστασή μας. Μιαν παρατήρηση κάνω του Πρωτοσύγκελλου ’στοριογράφου ονομαζομένου Φραντζή· λέγει διά τους Ρουμελιώτες πολλά αναντίον τους εις τον αγώνα και εις τον εφύλιον πόλεμον. Θα βρεθούν άλλοι προκομμένοι ’στοριογράφοι ν’ αποδείξουν αυτά και τον αίτιον της φατρίας, και τότε το κοινό πληροφοριέται την αλήθεια. Ως πατριώτης Ρουμελιώτης κι’ αυτόφτης ξηγήθηκα τα αίτια, όταν διατάχτηκα αναντίον του εφύλιου πολέμου, και δεν τα ’παναλαβαίνω.
     Έφκειασε μια ιστορία κι’ ο Περραιβός κ’ εγκωμιάζει τους Σουλιώτες, του λόγου του και τη συντροφιά του. Λέγει διά ’μένα, όταν ήρθαμεν εις τον Ανάλατον υπέρ των πολιορκημένων των Αθηνών, ότι τους έσφαλα εγώ. Έχει δίκιον ο Περραιβός· μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι αυτείνοι εις τον Φαληρέα, πεζούρα και καβαλλαρία, κι’ άφησαν όλες τους της θέσες και κανόνια και νερό και τα πήραν οι Τούρκοι. Τώρα εγκωμιάζεται αυτός ο ίδιος.1
     Και διά της εικονογραφίες οπού άρχισα από τα 1836 και εις τα 1839 της τελείωσα –διατί της έφκειασα; Ν’ αποδείξω αυτεινών της ψευτιές και χαμέρπειες τους κατά δύναμιν· και του Κάρπου να τ’ αποδείξω ψέμα εκείνο οπού λέγει εις το ’στορικόν του, ότι πήρα το πυρ και το σίδερον και πήγα αναντίον των Πελοποννησίων. Όταν έφυγα από τον Δυσσέα – από την αρετή του Δυσσέα και αυτεινού, οπού γύμναζε τον Δυσσέα όταν ήρθε από την Ρουσσίαν – πήγα εις το Βουλευτικόν σώμα και στάθηκα μ’ αυτό και γλυτώσαμεν εις τ’ Άργος τ’ αρχεία του Βουλευτικού και ύστερα έμεινα σύνφωνος με το Βουλευτικόν και τους πολεμήσαμεν εις Τροπολιτζά κι’ ολούθεν όλους αυτής της συντροφιάς και δυνάμωσαν οι νόμοι. Κι’ ο κουρεμένος Κάρπος λέγει ότι πήρα το πυρ και το σίδερον! Και εις τους Μύλους τ’ Αναπλιού το ίδιο, κρύβει την αλήθεια και λέγει ότ’ ήμουν με δεκαπέντε ανθρώπους. Εις τ’ αποδειχτικόν του Μεταξά, οπού θα ιδήτε εδώ, φαίνεται δεκαπέντε ήταν ή τρακόσοι ή λιγώτεροι. Μ’ όλον οπού λέγει κι’ ο Μεταξάς ότι ως αρχηγός ήταν ο Υψηλάντης. Όταν ιδήτε εις τα πρωτόκολλα του Στρατιωτικού διαταγή να με διατάττη να πάγω εις την οδηγίαν του Υψηλάντη εις τους Μύλους ή εκεινού ότ’ έχει διαταγή να λάβη εμένα είμαι ψεύτης εγώ· ειδέ είναι αυτείνοι όλοι. Μου είπε ύστερα ο Μεταξάς να μ’ αλλάξη τ’ αποδειχτικόν, όμως να τον βγάλω ψεύτη δεν τ’ άλλαξα. Να κυτάξη όποιος έχει περιέργεια κι’ ανφιβολία τα πρωτόκολλα. Ως διά τ’ αντραγαθήματα του Κάρπου εις τους Μύλους, του κάνουν την απάντησιν εις την ’φημερίδα άλλοι και φαίνεται πόσο συμμέθεξε.
     Τον Μάρτιον μήνα τα 1839 – η Κυβέρνηση αποφάσισε να γένεται μια εθνική γιορτή· και την αποφάσισε να γένεται κάθε χρόνο του Βαγγελισμού και να γιορτάζη εκείνη την ημέρα γενικώς το κράτος – η Κυβέρνηση, κι ο γλάρος Γλαράκης εις τα πράματα της Γραμματείας τους Εσωτερκού ως κρεατούρα ρούσσικη, αυτές οι γιορτές δεν τους δίνουν χέρι ν’ ακούγωνται και θέλησαν εκείνη την χρονιά και την έσβυσαν· δεν άφησαν να γένη τίποτας. Καμπόσοι άνθρωποι κι’ όλα τα παιδιά του σκολειού, του Γυμνάσιου, θέλησαν να κάμουν ένα μνημόσυνον όσων σκοτώθηκαν. Προσκάλεσαν πολλούς, προσκάλεσαν κ’ εμένα. Η εξουσία βγάζει αναντίον μου ότι θα κάμω επανάσταση και θα σκοτώσω εκείνους οπού έγιναν αίτιγοι να χαλάση η γιορτή και με χιλιάδες τρόπους σώθηκα.
     Είχα φκειάση και της εικονογραφίες· θέλησα να δοθούν εις τον τύπον κ’ έγειναν πλήθος συντρομηταί απόξω το Κράτος κι’ από μέσα κι’ από τα Εφτάνησα.2 Είχα δυο ζωγράφους οπού δούλευαν από τα 1836 ως τα 1839· τους είχα μυστικώς και τους πλέρωνα και τους φαγοπότιζα κ’ έφκειασαν 125 εικονογραφίες. Και έκαμα ένα τραπέζι μεγάλο· και πήρα εις το τραπέζι τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους φιλέλληνας τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και υπουργούς και δικούς μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους πενήντα ανθρώπους· ήταν σε όλο το σπίτι οπού τρώγαν. Αφού αρχίσαμεν τα γιομάτα, έπια υπέρ των ευεργέτων μας Δυνάμεων, του Βασιλέα μας και Βασίλισσάς μας και της πατρίδος. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα της εικονογραφίες και της θεώρησαν. Έστειλα είκοσι πέντε εικονογραφίες του Βασιλέως κι’ απ’ άλλες τόσες του Άγγλου του Πρέσβυ, του Γάλλου και του Ρούσσου, αφού πρώτα της θεώρησαν εις το σπίτι μου οι αγωνισταί κι’ όσοι άλλοι ήταν εις το τραπέζι και παρατήρησαν της θέσες όθεν έγινε ο κάθε πόλεμος και τους αρχηγούς Έλληνες και Τούρκους.
     Αφού χτύπησα εις τον τύπον της ιστορίες των ασυνείδητων, τότε πειράχτηκαν πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί. Τότε βρίσκω κ’ έναν, Ησαΐαν τον έλεγαν, ήταν στενός φίλος του Καποδίστρια· τον είχε δάσκαλον ο Κυβερνήτης εις τ’ Αναπλιού το σκολείον. Αυτόν τον αγαθόν Ησαΐα εγώ δεν τον γνώριζα· μου τον σύστησαν φίλοι. Έρχεται ο Σαΐγιας εις το σπίτι μου και συνφωνούμεν να του δώσω της εικονογραφίες να πάη εις Παρίσια να της τυπώση. Αφού συνφωνήσαμεν, πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα αυτό και τον περικάλεσα και μο ’δωσε της 25 εικονογραφίες οπού του είχα δώση (αυτές κι’ όσες έδωσα των Πρέσβεων της είχα ζωγραφίση εις χαρτί μεγάλο στράτζο). Μου τα ’δωσε ο Βασιλέας, τα ’δωσα του Σαΐα. Πήγε εις την Πάτρα και μου στέλνει ένα κάδρο και ήταν ένα πουλί ζωγραφισμένο κ’ έλεγε ’στο ’να ποδάρι «Σύνταμα» και εις τ’ άλλο «Κοστιτουτζιόν». Το στέλνει εδώ εις Αθήνα ’σ εμένα με τρόπον να το πιάση η Κυβέρνηση κι’ ο υπουργός του Στρατιωτικού Μπαυαρέζος Σμάλτζης κι’ ο Έλληνας του Εσωτερκού υπουργός Γλαράκης. Τότε δυο υπουργοί, ένας Μπαυαρέζος κ’ ένας Έλληνας με ρούσσικον πατριωτισμόν, θέλουν να παλουκώσουνε τον Μακρυγιάννη ότι έχει το σύνταμα και θα μολύνη την Ελλάδα, οπού ο Καποδίστριας τράβησε τόσους κόπους και θυσιάστη να ξαλείψη το σύνταμα από την Ελλάδα και διάλυσε και το Βουλευτικόν σώμα, έγινε κ’ επίορκος όσο να κατορθώση της υπόσκεσες οπού υποσκέθη εις τους ανθρωποφάγους της Ευρώπη διά να μην είναι εις την πατρίδα του τέτοια λοιμική και κολλήση κι’ αυτούς όλους. Ο Μπαυαρέζος ο υπουργός του Πολέμου είχε κι’ όντως συνείθησιν και τον έτυπτε· πληροφόρεσε ύστερα τον Βασιλέα ότι τέτοια λοιμική δεν υπάρχει. Ο Γλαράκης φαρμακώθη τότε. Και γλύτωσε ο δυστυχισμένος Μακρυγιάννης από το παλούκι του γλάρου Γλαράκη. Δι’ αυτό και διά την γιορτή, οπού τα παιδιά του σκολειού κι’ άλλοι θέλησαν να κάμουν και προσκάλεσαν κ’ εμένα, έκαμα μεγάλο έγκλημα.
     Τότε τα κάδρα ο Σαΐας τα πήρε κι’ αντί να πάγη εις Παρίσια κατά την συνφωνίαν μας, οπού έγραφα εις Παρίσια εις τον Φαβιέ κι’ άλλους αγωνιστάς Φιλέλληνες και θα τα τύπωναν, πήγε εις Βενετιά· και πήρε ύλη από τα δικά μου κάδρα κ’ έβγαλε μίαν προκήρυξιν – έγινε πλαστογράφος κατά την θέλησιν και οδηγίαν των φίλωνέ του – και εις την προκήρυξή του έλεγε ότι η πρώτη προκήρυξη των είκοσι πέντε εικονογραφιών του Μακρυγιάννη – αντάμωσε και μίλησε και μ’ άλλους αγωνιστάς και θα τυπώση νέες εικονογραφίες με της ιδέες εκεινών, και προσκαλούσε να γένουν συντρομηταί δι’ αυτές. Ο Θεός ο δίκιος το ’κοψε την ζωή· και κατά την αρετή του ας του δώση ο Θεός είτε καλό είτε κακό.3 Δεν κατηγορώ τους τίμιους ομογενείς, κατηγορώ τους απατεώνες και παραλυμένους κ’ εγωιστές οπού μ’ έκαμαν κ’ έχασα τριών χρονών έξοδα κι’ αγώνα και πονοκέφαλον.
     Τον Λασσάνη από τον καιρόν οπού έφυγε ο φίλος του ο Αρμασπέρης τον έβγαλε η Μεγαλειότης του από την Οικονομίαν, οπού ήταν Γραμματέας, και τον έβαλε εις το Λογιστικόν με βαρύν μιστόν· ότι θα κάμη κόπον να διορθώση της δικές του κατάχρησες και των φίλων του, οπού τους έδωσε μύλους, σταφιδότοπους, αργαστήρια κι’ άλλα· του συντρόφου του Σπυρομήλιου και αδελφού του την Λιβαδόστρατα με προσόδους χιλιάδες δραχμές, του Μαμούρη ελιές κι’ άπειρους τόπους, του Τζαβέλα – αφού πήραν όλον τον Έπαχτον, έλαβαν κ’ εδώ εις το κέντρο του παζαριού το καλύτερον μέρος· και των Γριβαίων τους έδωσε ένα χωριό ο Αρμασπέρης εις την Βόνιτζα περίτου από είκοσι πέντε χιλιάδες στρέμματα· κι’ ο αρχηγός της συντροφιάς ο Αρμασμπέρης πάγει φορτωμένος εις την Μπαυαρία. Όσο να ξετυλίξη όλα αυτά ο Λασσάνης εις το Λογιστικόν, κι’ άλλο πλήθος έκαμεν από τότε οπού ’φυγε ο Αρμασπέρης. Και τον έπαψε ο Βασιλέας. Και είναι καταλυπημένη όλη η συντροφιά του.
     Αυτά έλεγα της Μεγαλειότης του, ότι αφανίστη το κράτος του, οπού θα ζήση αυτός και τα παιδιά του. Και διά να μιλώ την αλήθεια κατατρέχομαι κι’ από βασιλέα κι’ από προκομμένους. Θέλουν την αλήθεια, κι’ όποιος την ειπή κιντυνεύεται. Αλήθεια, αλήθεια, πικριά οπού είσαι! Ούτε οι βασιλείς σε ζυγώνουν, ούτε οι προκομμένοι· μόνον ρωτούν διά σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!
     Όποιος άνθρωπος με ρωτάγει δι’ αλήθεια του λέγω δεν ξέρω, ότι ηύρα τον μπελά μου κατατρέχοντας. Ο άγιος Πρωτοσύγκελλος ονομαζόμενος Φραντζής, ο ’στοριογράφος του Κολοκοτρώνη, μο ’κανε τον φίλο και μου είπε να του δώσω ύλη διά να φκειάση ιστορία, ότι συνάζει κι’ από άλλους πολλούς. Του είπα· «Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη· και τότε σκηματίζονται τα έθνη. Θα ειπής διά τον Κολοκοτρώνη, του λέγω, και τα καλά του και τα κακά του. – Μπορώ να ειπώ; μου είπε. Αν εκεί ο Κολοκοτρώνης δεν τον απάταγαν, θα γένεταν εκείνο το καλό. – Του είπα, δεν έχω να σου ειπώ τίποτας». Από τότε ούτε του ματάκρινα δι’ αυτό και διά ένα φέρσιμον οπού έκαμεν σε αυτείνη την ηλικία μιας φτωχής και οι πράξες του κατάντησαν και είναι εις τον Δεσπότη της Αττικής. Από τοιούτους ας λείπη κι’ ο καρπός τους των παράσιτων, των ξένων της παλιόψαθες, οπού αυτείνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από τους άθρησκους. Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μιαν πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια· κι’ αυτείνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συνφέροντά τους με τους μολεμένους, Φαναργιώτες κι’ άλλους τοιούτους, οπού ήταν εις την Ευρώπη μόλεμα, και μας χάλασαν τα μοναστήρια και της εκκλησιές μας – μαγαρίζουν μέσα κι’ άλλες έγιναν αχούρια. Από τους τοιούτους γερωμένους πολλούς πάθαμεν αυτά· κι’ από τους τοιούτους λαϊκούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς, αφού χύσαμεν ποταμούς αίματα, κιντυνεύομεν να χάσωμεν και την πατρίδα μας και την θρησκεία μας. Ο κύριος Πρωτοσύγκελλος εις το ιστορικόν του εκτάνθηκαν τα φώτα του και η αρετή του κ’ έγραψε αντραγαθήματα από την Βλαχίαν και κάτου. Τον ρώτησαν· «Διατί δεν έγραψες και των Ρουμελιώτων;» Αποκρίθη· «Τους είχαμεν μιστωτούς. Πού είχες αυτά τα πλούτη, παραλυμένε, άσωτε, λοιμική της γερωσύνης; Πότε πολέμησες μόνος σου; Πες μου έναν πόλεμον και να μην ήταν Ρουμελιώτης μαγιά· και να βάστησες μιαν θέση ’σ ένα μέρος και να μην ήταν Ρουμελιώτης, πονηρέ, κ’ εσύ να κέρδεσες νίκη; Κι’ αν δεν ήταν Ρουμελιώτης, έσκουζες κ’ έπαιρνες τα καταρράχια, τα βουνά. Ποιοι βαστούσαν της θέσες εις τα στενά; Με το ντουφέκι σου χαλάστη ο Δράμαλης ή από την πείνα και τόσοι άλλοι πασιάδες; Ποιοι κόβαν τους ζαϊρέδες εις τα στενά των Θερμοπύλων και Πέτρα κι’ αλλού και τους αφάνιζε η πείνα και χάθηκαν; Από εφύλιους πολέμους και φατρίες και δέσιμον τα συνφέροντά σας με τους νεκροθάφτες της πατρίδος ήταν άλλη η τέχνη σας; Ποιοι ανάστησαν την φατρίαν και διχόνοιαν; Η ιστορία τούς λέγει και Πελοποννήσιους και Ρουμελιώτες. Διατί η κακία σου σε κάνει και διαιρείς το έθνος και δεν ξηγέσαι την αλήθεια; Λες ότι οι Ρουμελιώτες έψησαν εις την Πελοπόννησο φακί εις το σουφλί. Ποιος έδωσε αιτία του κακού; Είσαι κ’ εσύ ένας ο αίτιος του κακού και φυλακώθης δι’ αυτό. Ποιοι Πελοποννήσιοι και Σπαρτιάτες και νησιώτες και Ρουμελιώτες πολέμησαν τους ξέρει γενικώς η πατρίδα κι’ ο έξω κόσμος. Και ποιοι την αφάνισαν την πατρίδα – είναι η ψυχή τους και η αρετή τους σαν την δική σου – κι’ αυτούς τους ξέρουν· και της φατρίας σου τ’ αντραγαθήματα και τα δικά σου, κύριε Φραντζή, τα ξέρουν. Όσο το έθνος είχε εις της αγκάλες του τον Κυβερνήτη, οι τίμιοι άνθρωποι τον έλεγαν Αγιάννη Χρυσόστομον· όταν τον περίλαβες εσύ με την φατρία σου, κ’ εκείνον τον έχασες και την πατρίδα γενικώς· ότι τον συβούλευες ό,τι ήθελες εσύ και η φατρία σου. Όλο αδικημένοι ήστε κι’ όλο εφύλιους πολέμους κάνετε. Οι Μαυρομιχάληδες σκοτώθηκαν όλοι εις τους πολέμους, κι’ όσοι μείναν ζωντανοί σερνικοί όλους τους φυλακώσετε, και φυλακωμένοι νηστικοί ζούσαν μ’ έλεος του ενού και του άλλου. Φαίνονται και οι αγώνες και οι θυσίες αυτεινών. Κι’ απατήσετε τον Κυβερνήτη και τον χάσετε· κι’ αφανίσετε και την πατρίδα. Και τώρα εγκωμιάζεστε όλοι ένας τον άλλον. Κι’ από σας τους απατεώνες κι’ όμοιούς σας αφάνισε και τώρα η τζελατίνα τα καλύτερα παληκάρια, οπού αδικηθήκανε και πάνε εις της κακές στράτες να φάνε ψωμί· και τους κατασκοτώνουν· κι’ όλες οι χάψες είναι γιομάτες από αυτούς. Ότι εσείς οι ψωργιασμένοι εγίνετε κόντηδες, κ’ εκείνοι οπο ’χυσαν το αίμα τους ούτε ένα σίδερον σταυρόν δεν έχουν. Αναίρεσέ μου ένα από αυτά, κύριε Φραντζή. Τι πλούτη είχε η φατρία σου πρώτα όλος ο κόσμος την ξέρουν· και τι έχουν τώρα φαίνεται. Κ’ εκείνοι οπού ’χαν τα πλούτη πεθαίνουν νηστικοί· κι’ όποιος έχει ’διοχτησίαν την βάνει αμανέτι εις τους τοκογλύφους και δανείζεται τρία τα εκατό τον μήνα και το διάφορον κεφάλι, και ’σ ένα χρόνο τού τρώγει το υποστατικόν του και μένει ο νοικοκύρης κι’ ο αγωνιστής διακονιάρης. Και οι φίλοι της φατρίας σας και των αλλουνών, ψεύτων συνταματικών, πιάσαν όλες της θέσες και μεράζουν ψέματα εις τους ξένους κ’ εγκώμια με της ’φημερίδες τους ’στους τοκογλύφτες, τους νομικούς σας, τους αβοκάτους σας. Όλοι μία μασιά, ποια φατρία Κυβερνητική και ποια Ψευτοσυνταματική. Το Έθνος αφανίστη όλως διόλου· και η θρησκεία – εκκλησία εις την πρωτεύουσα δεν είναι και μας γελάνε όλος ο κόσμος. Οι φατρίες σας, το ’να το μέρος και τ’ άλλο, θέλετε θέατρο· το φκειάσετε κι’ αυτό διά να μας μάθη την παραλυσία. Και δι’ αυτό παίρνουν δυο αδέλφια δυο αδελφές. Ό,τι του λες – «η θρησκεία δεν είναι τίποτας!» Και τα παιδιά οπού τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι’ αρετή, από μέσα το κράτος κι’ απόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου· και πουλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίττα Βάσσω την τραγουδίστρα του θεάτρου· ότι παλαβώσανε οι γέροντες όχι τα παιδάκια να μην πουλήσουνε τα βιβλία τους. Το γέρο Λόντο, οπού δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσω του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι’ άλλα πισκέσια. Δεν ρωτήσαμεν την Ευρώπη· όταν ήταν ’στην δική μας κατάστασιν ήθελε να φκειάση θέατρα, ή τήραγε της άλλες της ανάγκες κ’ έφκειανε τους ναούς της, να δοξάζη τον Θεόν να τους φωτίζη εις το καλό, και σκολειά να γιομίζη ο μαθητής προκοπή κι’ αρετή, να γένη άξιος της κοινωνίας – και όχι άξιος της απιστίας και παραλυσίας, να πουλή δι’ αυτά τα βιβλία του; Δι’ αυτείνη την προκοπή σου στέλνει κάθε γονέος το παιδί του εις την πρωτεύουσα; Αυτά τα φώτα να γυμναστή; Αλλοίμονο ’σ εκείνους οπού χύσανε το αίμα τους και θυσιάσανε το δικόν τους να ιδούνε την πατρίδα τους να είναι το γέλασμα όλου του κόσμου και να καταφρονιώνται τ’ αθώα αίματα οπού χύθηκαν!
     Εις τα 1839 μάθαμεν κι’ ο περίφημος δάσκαλος Καγίρης δεν πιστεύει την Αγίαν Τριάδα κι’ άλλα τέτοια. Έστειλε η Σύνοδο του μίλησε. Αυτός δεν τραβάγει χέρι από την δοξασίαν του και κάθε άνθρωπος πρέπει να λυπάται και να κλαίγη, ότι τρελλαθήκαμεν και μικροί και μεγάλοι. Γέλασε τους γονέους και τους πήρε τα παιδιά τους και τα πρόκοψε. Έστειλε η Σύνοδο και ήρθε εδώ – δεν αλλάζει γνώμη· και του είπε ν’ αναχωρήση, να πάγη εις την κατάρα του Θεού, έξω από το Κράτος. Θε, τι λέπομεν εις την ημέρα μας! Σηκώθηκε και πάγει εις την κατάρα του Θεού, έξω από το κράτος.
     Τα 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν εταιρίαν ολέθρια διά την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ μέσα εις το κράτος κ’ έξω εις την Τουρκιά· κ’ εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα ένγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρία αυτείνη ονομάζεται Φιλοοθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος· εκεί ’στο σπίτι του βρέθηκαν πολλά ένγραφα. Ήταν κι’ ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι’ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν, τον Τζορτζέτο και Νικήτα κι’ άλλους. ’Στο μυστικόν ήταν κι’ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ’ Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησίαν να βαρέσουν τον Βασιλέα κι’ άλλους πολλούς και ν’ ακολουθήσουνε αυτό παντού. Τότε εγώ ήμουν αστενής· ήρθαν οι πολίτες με πήραν άρρωστον. Κατέβηκα εις την χώρα· συναχτήκαμεν όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαμεν όλων των πολιτικών και ήμαστε έτοιμοι να προσέξωμεν διά την πατρίδα μας και Βασιλέα μας. Έβγαλαν τον Γλαράκη κι’ οπαδούς τους από της ’περεσίες. Και πήρε μέτρα η Κυβέρνηση κ’ έσβυσε διά το παρόν. Και εις την εκκλησία μαζώξαμεν όλους τους κατοίκους και κάμαμεν ένα «ζήτω» του Βασιλέως και τον θαρρύναμεν, οπού τον κατατρόμαξαν. Αυτά κάνουν οι καλοί πατριώτες· θέλουν να δώσουν την πατρίδα τους σε ξένους αφεντάδες, δεν θέλουν να είμαστε μόνοι μας νοικοκυραίοι.
     Ο κύριος Ζωγράφος διά της μεγάλες του δούλεψες προς την πατρίδα πήγε πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη, γιόμοσε πλήθος σταυρούς – τον ήφεραν εδώ πίσου τον έβαλαν υπουργόν· αρρεβωνιάστη και με το κορίτζι του Μιχάλβοντα, αυτός περίτου από πενήντα χρονών και το κορίτζι δεκαφτά. Ως ρωσσόφρονας ενέργησαν και τον ξανάστειλαν εις την Κωσταντινόπολη να δέση με τους Τούρκους εμπορικές συνθήκες. Τον γέλασαν οι Τούρκοι και οι άλλοι ξένοι οπού θέλουν την λευτεριά μας κ’ έκαμεν συνθήκη διά τους Έλληνες χερότερη από ’κείνες οπού ’χαμεν με τους Τούρκους πριν σηκώσουμεν ντουφέκι. Όταν ήρθε εδώ, αυτό μαθαίνοντας οι Έλληνες κόντεψαν να τον ξεκλήσουνε. Και πάτησαν ποδάρι γενικώς οι Έλληνες και οι τύποι και την χάλασαν την συνθήκη. Κι’ από αυτό το κασαβέτι πέθανε κι’ ο καϊμένος ο Ζαΐμης και χάσαμεν έναν πατριώτη εξ αιτίας αυτεινού του κακού· και τον έκλαψε όλη η πατρίδα. Αυτά κάνουν οι προκομμένοι πατριώτες εις την πατρίδα τους.
     Αφού οι Έλληνες πήγαν να τον λιθοβολήσουνε τον Ζωγράφο και είδε ο Βασιλέας την γενική αγανάχτησιν των Ελλήνων – και τους Έλληνες εις την Κωσταντινόπολη οι Τούρκοι τους χάψωναν και τους κατάτρεχαν· και πολλοί Έλληνες εμπήκαν σε ξένες σημαίες –τότε η Μεγαλειότης του είδε τι το ’ταζαν και τι του ξημέρωσε· έστειλε τον Χρηστίδη εις την Κωσταντινόπολη και μερεμέτησε τα πράματα με το μέσο των αλλουνών. Ότι όποιος μαγειρεύει ψέματα αυτείνη την χόρτασιν τραβάγει.
     Τα 1840 τον Οκτώβριον μήνα ο Βελέτζας – είχαμεν μιλήση προ καιρού διά τα έξω της Θεσσαλίας και Μακεδονίας μ’ αυτόν και με τον Τζάμη Καρατάσιον. Εγώ τους είπα να κινηθούμεν τον Μάρτιον μήνα και είχα αγροικηθή και με πολλούς ντόπιους, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Αυτός ο Βελέτζας χωρίς να μου ειπή τίποτας κουβέντιασε με τον Τζάμη κρυφίως από ’μένα και σηκώθη χωρίς εγώ να ξέρω και φεύγει κρυφίως και μ’ ολίγους. Μαθαίνω ότι εβήκε έξω. Τότε ο Γρίβας κι’ ο Χατζηπέτρος – ήμαστε ’γγισμένοι· είχαν πολλά αναντίον μου και με κακοσύσταιναν εις την Κυβέρνησιν και εις τον Βασιλέα – σε καμπόσες ημέρες λένε ότι εγώ θα πάρω το κάστρο των Αθηνών, και διά νυχτός πηγαίνουν απάνου εις το κάστρο κανόνια, ασκέρια, πλήθος ετοιμασίες· έρχονται και με πολιορκούνε κ’ εμένα διά νυχτός πεζούρα και καβαλλαρία. Μου λένε φίλοι μου και πήγα εις τον υπουργόν του Στρατιωτικού και εις τον Βασιλέα και τρόμαξα να γλυτώσω. Είχαν μεγάλην υποψίαν από ’μένα και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα. Κάστρο με της πέτρες εφοδιασμένο, τρελλάθηκα να πάγω να κλειστώ μέσα, να ’μπω την μίαν ώρα και να με βάλουν εις την τζελατίνα την άλλη; Σαν έμαθα ότι θα μου ψάξουν το σπίτι μου, έδωσα αυτό ενού κουμπάρου μου – τον είχα εις το σπίτι μου δεκάξι μήνες – να το πάγη εις την Τήνο· τον λένε Νικόλα Σκαρμαγκά· τίμιος άνθρωπος κι’ αγαθός. Κι’ ας με συχωρέσουνε οι αναγνώστες, οπού θα τους βαρύνη η αμάθειά μου· και να με συχωρέσουνε κ’ εκείνοι οπού τους λέγω τα κουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι’ αυτείνοι τα δικά μου, ό,τι έκαμα. Κι’ όταν λέγωνται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγώτερα οι μεταγενέστεροι και γινόμαστε κ’ εμείς έθνος.4
    
     1840 Αυγούστου 14, Αθήνα.                                   Μακρυγιάννης
 
 
ΣHMEIΩΣEIΣ
 
1. Tον έχω φκειασμένον αυτόν τον πίνακα εις κάδρο ξύλινον. Όλοι οι αρχηγοί ξέρουν ποιοι έκαμαν αυτό το λάθος κα τον χαμόν της πατρίδος. Το ’φκειασα κ’ ενγράφως και βάρεσα εις τον τύπον την ιστορία του Σούτζου, του Σουρμελή, του Πρωτοσύγκελλου ονομαζόμενου Φραντζή, του Κάρπου, του Περραιβού. Και κανένας δεν μου απάντησε διά να τους ειπώ πόσα ψέματα κουβεντιάζουν.
 
2. Tης 25 εικόνες 35 δραχμές η συντρομή.
 
3. Έχω εις το σπίτι μου τ’ αλλού πρώτα ξύλινα είκοσι πέντε. Έχουν έλλειψες· θα τα διορθώσω κι’ αυτά. Ότι άδειασε η ψυχή μου από την κακία και δεν καταγίνηκα δι’ αυτό. Ότι περπάτησα όθεν έγινε πόλεμος και είδα όλες της θέσες· και σ’ ολίγες δεν πήγα. Εκείνα οπού ’δωσα του Σαΐα χάθηκαν εις τη Βενετιά.
 
4. Παρακαλώ τους ομογενείς να γένουν συντρομηταί.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος Β΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)