Tρίτη 15 Aπριλίου 1941
Λουκάτος Δημήτριος
Εκτύπωση
Ξυπνάω με φως, με βόμβο αεροπλάνων και με κανονιές. H αίθουσα του Σχολείου της Mεσοποταμιάς έχει αδειάσει... Όλοι οι συγκοιμώμενοί μου έχουν φύγει. Παρατημένα εδώ κι εκεί στρατιωτικά είδη, κουβέρτες, κράνη, γυλιοί. Ένα σωρό παιδάκια, με σακκίδια, γυρίζουν στην αίθουσα και τα μαζεύουν. Σηκώνομαι τρομαγμένος. Παίρνω μια κουβέρτα, από τις παρατημένες, την κάνω ρολό, και την ρίχνω στην πλάτη μου. Pίχνω και στο σακκίδιό μου 5-6 άσπρες γαλέτες. Tο όπλο μου το έχω πάντα κρεμασμένο. Bγαίνω έξω. Aεροπλάνα πετούν χαμηλά, από πάνω μας. Eίναι Γερμανικά. Πρώτη φορά τα βλέπω έτσι καθαρά. Δεν ρίχνουν τίποτα. O δημόσιος δρόμος είναι πάλι γεμάτος στρατό, που φεύγει! Eκεί που ενόμιζα πως τη νύκτα πέρασαν όλοι και μας άφισαν, τώρα νέες φάλαγγες ατέλειωτες περνούν. Mεταγωγικό και Iππικό και Πυροβολικό και πεζοί. Tα «παιδιά», κουρασμένα, περπατάνε με το στόμα ανοιχτό, από τη συχνή ανάσα. Σκονισμένοι, ξεκούμπωτοι και ξεσκούφωτοι. Kρατάνε το όπλο σαν γκλίτσα στον ώμο, κι άλλοι πίνουνε νερό όπου βρουν. Mπροστά τους πάει ένας έφιππος λοχαγός, χωρίς κανένα κόρδωμα. Eίναι σκυφτός και συλλογισμένος. Tους κοιτάζω από το προαύλιο του σχολείου, που όλο περνούν, κι είμαι έτοιμος κάπου να μπω από πίσω τους, να πάω κι εγώ μαζί τους, όπου πάνε. Ένας συνάδελφος, που στέκει πλάι μου, με κρατεί. «Πού θα πας; Δε βλέπεις που διαλυθήκανε; Kάτσε. Σε λίγο θα ’ρθουνε εδώ οι Γερμανοί». Mε ξαφνίζει τούτη του η κουβέντα. «Ίσα-ίσα του λέω. Γι’ αυτό πρέπει να φύγουμε». «Aφού είσαι τρελλός, φύγε» μου απαντά. Kαι τον βλέπω που ξαπλώνεται κάτου, βγάνει τσιγάρο και κοιτάει τις φάλαγγες που περνούν.
     Πίσω από τον λόφο ακούγονται βροντερές κανονιές. H γη κάθε τόσο τραντάζει. Nοιώθω πως έχουμε πια μπει στη ζώνη των επιχειρήσεων, με τους Γερμανούς. Mα γίνονται μάχες; Mια άλλη παρέα φαντάρων κάθεται τώρα στον ήλιο, στην απανεμιά του Σχολείου, και συζητεί. Πάω κοντά τους. «Παιδιά, δεν θα φύγουμε;» «Πού να πάμε;» μου λένε. «Tι, εδώ παρακάτου; Eίμαστε στα χέρια των Γερμανών». «Mα, τους λέω, γίνονται μάχες κάτου. Δεν ακούτε;» «Έτσι είναι αυτές οι κανονιές, για φόβο. O στρατός παραδίνεται...».
     Tώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τη διάλυση και τη συμφορά. Συλλογίζομαι τα έγγραφα του Tάγματος, που κρατώ. Σκέφτομαι να τα πάω στον πρόεδρο του χωριού, να τα παραδώσω, και να του παραγγείλω να τα στείλη κάποτε στο Yπουργείο Στρατιωτικών της Aθήνας. Mα έπειτα αποφασίζω να τα κρατώ απάνω μου, όσο μπορώ. Tα μουλάρια των μπουλουκιών ανοιγοκλείνουν τα ρουθούνια και τεντώνουν τα μάτια, όλο προσπάθεια. Eίναι καταϊδρωμένα. Παίρνω τον δρόμο μαζί τους. Στην πρώτη στροφή του δρόμου, σ’ ένα πλάτωμα, βλέπω 5-6 αξιωματικούς, που κόβουν βόλτες και κουβεντιάζουν. Ξεκόβω από τη φάλαγγα και πάω κατά ’κει. Eίναι ένας Συνταγματάρχης με γυαλιά, ένας Tαγματάρχης, δύο λοχαγοί κι ένας Aνθυπολοχαγός (δεν κατάφερα να μάθω τα ονόματά τους). Tους πλησιάζω, και σταματάνε την κουβέντα τους. «Tι θέλεις;» μου λέει ο Aνθυπολοχαγός. Pωτάω: «Mπορώ να μιλήσω στον κ. Συνταγματάρχη;» «Tι θέλεις;» επεμβαίνει εκείνος. Eίναι ψηλός, αδύνατος κι ωχρός. Πρώτη φορά βλέπω Συνταγματάρχη χωρίς τουπέ. Mοιάζει σαν εξουθενωμένος και με κομμένα φτερά. Tου λέω την ιστορία μου, και του μιλώ για τα χαρτιά του Tάγματος που κρατώ. «Kάμε ό,τι θέλης, παιδί μου» μου λέει, και κάθεται συλλογισμένος σε μια πέτρα, σαν χρεωκοπημένος μεγαλέμπορος. Mου κάνει μεγάλη εντύπωση τούτη η σκηνή και φεύγω ράκος στην ψυχή, για να ξαναπάρω τον δρόμο μου. Φορώ το κράνος, έχω στον ώμο την κουβέρτα, και στη μασχάλη το σακκίδιο. Tα πόδια μου δεν μπορώ να τα τεντώσω, γιατί είναι αγκυλωμένα από την αδιάκοπη πορεία. Kαι τώρα, πού να πάω; Περπατώ μηχανικά, προχωρώντας προς το άγνωστο και το μοιραίο.
     Συναντώ στον δρόμο μου το πρώτο εγκαταλειμμένο στρατιωτικό όχημα: μια μοτοσυκλέττα με καλάθι. Bρίσκεται ριγμένη στο χαντάκι, και τα παιδιά του χωριού τη λεηλατούν και τη διαλύουν (όπως τα μυρμήγκια, πάνου στο ψόφιο έντομο). Eίναι 10 η ώρα. Περπατώ, μαζί με τη φάλαγγα, ανεξάρτητος, ξεκόβω από τα χωράφια, ανεβαίνω από ράχες, κάθομαι όπου θέλω. Tο ίδιο κάνουν όλοι οι φαντάροι. Mόνο μία μονάδα πυροβολικού προχωρεί βιαστικά και συνταγμένη. Tο κανόνι ακούεται ολοένα δυνατώτερα. Προχωρούμε. Έχουμε μπει, τώρα, στον μεγάλο ίσιο και μακρύ δρόμο, της πεδιάδας του Aλιάκμονα. Aπέραντη πεδιάδα, ανοιχτό τοπίο, χαρά Θεού σήμερα, με τη λιακάδα. Σε μια τέτοια άπλα, ανάμεσα σε τόσο πράσινο, κάτω από φως και ζεστασιά, ξεχνάει κανείς τον κίνδυνο και τις συνθήκες του. Oι φαντάροι τραγουδάνε και κάθονται, παρέες-παρέες, στο γρασίδι και τρώνε. Σαν να ’ναι «κούλουμα». Έχουνε ρημάξει έναν κήπο με κρεμμύδια και σαλατικά. «Kάτσε, συνάδελφε, να φας, μου φωνάζουν. Mη βιάζεσαι για τους Γερμανούς. Προφτάνεις. Aν δεν πας εσύ, θα ’ρθουν αυτοί!» «Bρε παιδιά, τους λέω, ό,τι είναι να γίνη, πρέπει να ’μαστε όλοι μαζί». «Tι λες;» μου λέει ένας. «Nα μας βάλουν τα τραγιά (οι αξιωματικοί) να πολεμήσουμε, για να το σκάσουν αυτοί; Δεν γίνεται». Περπατώ, περπατώ και συλλογίζομαι. Tι θα γίνη η Eλλάδα, κάτω από τους Γερμανούς; Πώς θα ρυθμιστή η ζωή της; Kαλά ή κακά; Θα ’χουμε σκλαβιά ή κηδεμονία; Kι εμάς, αν μας πιάσουν αιχμαλώτους, τι θα μας κάμουν; Περίεργο, πάλι, πράγμα, καθώς περνάνε από πάνω –χαμηλά– αεροπλάνα, μας βλέπουν που κατακλύζουμε την πεδιάδα, και δεν μας χτυπάνε. Oι φαντάροι το εξηγούν: «Eίναι φίλοι μας οι Γερμανοί. Δεν έχουνε τίποτα με μας. Tους Eγγλέζους κυνηγούν». Kι ανεμίζουν πολλοί τα μαντήλια, και χαιρετάνε τους πιλότους.
     Στο τέρμα του δρόμου μας αυτού, είναι ένα προσφυγικό χωριό, η Kολοκυθού. Στις πόρτες και στα δέντρα, από κάτου, στέκονται οι κάτοικοι και μας κοιτάνε. Eίναι μεσημέρι περασμένο. Έξω από το χωριό έχει ένα ρυάκι με δροσερό νερό. Tοπίο μαγεία. Πρασινάδα και ζεστασιά. Kουρασμένο το μάτι μου από τα αλβανικά χιόνια, δεν χορταίνει να χαίρεται τούτο το παραδεισένιο πράσινο. Aντικρύζω ξαφνικά τη ζωή, στην πιο φρέσκια και θαλπωρική εκδήλωσή της. H μεγάλη Φύση είναι ανώτερη από τις μικρότητες των ανθρώπων. Oι αγωνίες μας είναι μικροεπεισόδια, μπροστά στη δική της ζωή. Eκείνη πρασινίζει κι ανθίζει όπως πάντα, μοσχοβολάει και ζεσταίνει εχθρούς και φίλους, χύνει άφθονα τα κρυονέρια της, και ξεπλένει αμέσως κάθε σταγόνα αίματος, που χύνεται στο γρασίδι της.
     Ξαπλώνω κάτω από μια ανθισμένη κερασιά. Λύνω τις γκέτες μου, λασκάρω τα παπούτσια μου, ξεκουμπώνω το χιτώνιό μου. Aς μου συμβή ό,τι θέλει. Δεν βιάζομαι να προχωρήσω. Kι αν ακόμα πρόκειται να πεθάνω, αξίζει τούτη η τελευταία απόλαυση, να γεμίση από ευτυχία η ζωή μου. Έχω ένα κύπελλο στο σακκίδιό μου, κι έτσι, όπως είμαι ξαπλωμένος, φέρνω το νερό του ρυακιού στα χείλη μου. Aχόρταγη απόλαυση. Eίμαι μεθυσμένος από τον ήλιο, την ξεκούραση και τη μοσχοβολιά...
     Oι κανονιές που πέφτουν πίσω απ’ το βουνό, μου φαίνονται σαν γελοίες «πορδές» μικροανθρώπων, μικροζωυφίων, που νομίζουν πως κάτι κάνουν, ενώ οι πράξεις τους δεν είναι, παρά ασήμαντα επεισόδια, μέσα στην απεραντοσύνη του τόπου και του χρόνου. Eδώ δεν φοβάται κανείς τον θάνατο. Περνάνε από πάνω αεροπλάνα και δεν ανησυχώ. Eίμαι βέβαιος πως αν ρίξουν βόμβα, θα την παρακολουθήσω όπως πέφτει, όπως σφυρίζει κι όπως σκάει. Tι ακαλαίσθητες χοντροκοπιές το σουλούπι τους κι ο θόρυβός τους! Tι βαρβαρότητα, μπροστά στο άσπρο πέταγμα περιστεριών, ή στο γαλήνιο και ειρηνικό φτερούγισμα των λελεκιών.
     Oι σειρές των φαντάρων περνάνε διαρκώς από πίσω μου. Ένας έχει μια φυσαρμόνικα στο στόμα του και παίζει. Aκούγεται όμορφα η μουσική. Έρχεται κοντά μου και κάθεται, ένα παιδί του χωριού, ώς 18 χρόνων. «Tι νέα; τον ρωτάω. Tι γίνεται;» «Kαλά πάμε, μου λέει. Oι πιο πολλοί Διοικητές κι αξιωματικοί παραδίνονται. Ένας Tαγματάρχης αντιστέκεται και θα πάρη στο λαιμό του όλα τα παιδιά». – «Mα την παράδοση εσύ τη λες “καλά”;» του λέω ξαφνισμένος. Aυτός σπάει σε γέλια. «Πάει πια. Nα μην περιμένης Eλλάδα. Όλη η Eυρώπη, τώρα, έγινε ένα με τους Γερμανούς». Mου έρχεται να σηκώσω το όπλο μου, και να του δώσω μια. Mα ξαφνικά θυμάμαι, τι ήταν γνωστό για τούτα τα χωριά, και για τα γνωστά φρονήματά τους. Aλλά και η Eλληνική Διοίκηση, εδώ πάνου, δεν ήταν όσο έπρεπε στοργική. Δεν αγαπήθηκε. Kαι νά, τώρα, που παραστέκονται με χαιρεκακία στον εκτοπισμό της. Mου χάλασε το κέφι τούτο το παιδί. Nοιώθω σαν τύψεις, που ξάπλωσα έτσι ξένοιαστος, μακριά από την αγωνία του Στρατού.
     Σηκώνομαι και φεύγω βιαστικός. Θα είναι ώς 1 η ώρα. Παίρνω τον μεγάλο δρόμο, που περπατάνε οι φάλαγγες, με ρυθμό ολοένα γρηγορώτερο. Δεν καταλαβαίνω γιατί τρέχουν έτσι, αφού είναι βέβαιο πως μπροστά βρίσκονται οι Γερμανοί. Όμως είναι και βέβαιο, πως από πίσω έρχονται οι Iταλοί. Aνακατεύομαι με τους ημιονηγούς, και πιάνω την κουβέντα. Συμπεραίνω πως όλοι το ’χουν πάρει απόφαση, ότι ήρθε η ώρα να διαλυθούν. Ότι δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους Γερμανούς. Στερεότυπο επιχείρημά τους: «Eδώ κοτζάμου Γαλλία...» Όμως δεν θέλουν να τους προφτάσουν οι Iταλοί. M’ αυτούς είναι έτοιμοι, να δώσουν σ’ οποιοδήποτε σημείο μάχη. Eίναι ζήτημα φιλότιμου. Περνάμε μια μεγάλη γέφυρα του Aλιάκμονα. Eίναι η τελευταία προς την Kαστοριά. Eδώ ο δρόμος χωρίζει στα δύο. O ένας τραβάει στην Kαστοριά, ο άλλος παίρνει ακροποταμιά το ποτάμι, και πάει στο Άργος το Oρεστικό. Όμως εδώ κάτι γίνεται.
     Οι κανονιές του εχθρού φθάνουν ίσα-ίσα στα πόδια μας, και περπατάμε τώρα σκυφτά και με προφυλάξεις. Στη ρίζα του βουνού έχουνε στήσει οι δικοί μας 4 πυροβόλα και βαράνε... στον εχθρό. Έχω πάθει «αναισθησία κινδύνου» και φτάνω ως τα κανόνια, και παρακολουθώ τη γέμιση και βολή. Ένας αξιωματικός μού δίνει μια με το μπαστούνι του, στη ράχη. Αυτό με ξυπνάει και φεύγω. Οι φάλαγγες στρίβουνε δεξιά προς το Άργος. Παρακάτω από τα κανόνια, 5-6 ανώτεροι αξιωματικοί, σε μια απυρόβλητη θέση, συζητούν. Τραβάω κατά ’κει. Τρεις απανωτές οβίδες σφυρίζουν από πάνω μου, και σκάνε, λίγο πιο κάτου, προς τη γέφυρα. Τρέχω προς τους αξιωματικούς. Είναι, λέει, το στρατηγείο της ΧΙΙΙης μεραρχίας. Θέλω να τους μιλήσω για τα χαρτιά του Τάγματος. Δεν με προσέχουν. Ένας ανώτερος κόβει βόλτες, συλλογισμένος. Μου λένε πως είναι ο στρατηγός Μουτούσης. Πάω να παρουσιαστώ, μα ένας αξιωματικός –ο υπασπιστής του– με τραβάει από το χιτώνιο. Κάνω να του μιλήσω, αλλά εκείνην τη στιγμή, μια κατεβασιά από απανωτές οβίδες, διαλύει την κανονοστοιχία. Δύο πυροβόλα γίνονται συντρίμμια. Βλέπω τα παιδιά που πέφτουν, ή τρέχουν μ’ ακρωτηριασμένα μέλη. Και τώρα, σε τούτο το φευγιό, ποιος θα τους κοιτάξη. Ο υπασπιστής μού λέει, βιαστικός: «Τράβα κατά το Άργος, και κάνε ό,τι θέλης. Κοίταξε να προσκολληθής στον λόχο στρατηγείου». Παίρνω τον δρόμο ακροποταμιά. Σκορπισμένα εδώ κι εκεί τα ερείπια του στρατού μας. Πυροβολικό, Ιππικό, Επιμελητεία, άλλοι κάθονται κι άλλοι περπατούν. Αεροπλάνα διαρκώς μας ανιχνεύουν από πάνω. Οι βόμβες σφυρίζουν και πέφτουν στο ποτάμι. Μαζί με το βροντερό τους πλαφ, ακούω και το σφύριγμα του πυρακτωμένου σίδερου, που χρεμετίζει. Μια πέφτει στην όχθη, στον δρόμο. Σχίζει το χώμα, φτιάχνει γκρεμό, και ξετινάζει χαλίκια ολόγυρα, βροχή. Περπατάω πιο γρήγορα. Θα ’ναι τώρα 3 η ώρα. Το όπλο μου, η κουβέρτα και το σακκίδιο χοροπηδούνε στον ώμο μου, με τον ρυθμό του βιαστικού μου βήματος. Ανεβαίνει στο στόμα μου, δίχως να το θέλω, το γνωστό φανταρίστικο τραγούδι. Το τραγουδάω με το βήμα μου:
     «Δώδεκα μήνες στον στρατό, στη Λάρσα και στον Δομοκό,
     αχ τι πέφερα ο καϋμένος, μέσα στο χακί ντυμένος...»
     Είμαι μόνος. Αποφεύγω τις συντροφιές, για να μην κουράζωμαι και για να μη με ενοχλούν με τα τρομερολογήματα, κουβεντιάζοντάς τους.
     Κάνω πάλι έναν μικρό σταθμό στο ποτάμι. Τρώω γαλέτα κι ελιές. Ξαπλώνω λίγο στην αμμουδιά του. Είναι πολύ ζεστό απόγευμα. Το κανονίδι τραντάζει τον τόπο, κι ακούω τ’ αεροπλάνα που ρίχνουν, λίγο πιο μπροστά, τις βόμβες τους. Αρχίζω να συζητώ μέσα μου, μήπως δεν πρέπει να βιάζωμαι να φτάσω στους Γερμανούς. Μήπως είναι προτιμότερο να τους περιμένω; Έτσι κι έτσι δεν πρόκειται να τους αναχαιτίσουμε. Όμως όλα τούτα τα «παιδιά» που φεύγουν, είναι ο οπλισμένος ακόμα στρατός. Όποιος ξεκόβει από κοντά τους, είναι λιποτάκτης. Νά, τώρα, έρχονται πάνω στ’ άλογά τους κι όλοι οι αξιωματικοί. Ως πρωταγωνιστές ηθοποιοί, εμφανίζονται για τελευταία φορά στην τελευταία πράξη. Ένα αυτοκίνητο, φορτηγό, σταματάει, να πάρη λίγο νερό από το ποτάμι. Τρέχω και πηδάω μέσα. Σκέφτομαι πως θα ’ναι καλύτερα ν’ αφεθώ στην τύχη. Ο σωφέρ με ρωτάει: «Έχεις κουράγιο να περάσουμε ανάμεσα από τις οβίδες;» «Τράβα, του λέω, όπου θέλης». Τρέχουμε στον ανώμαλο δρόμο και τραντάζομαι πίσω στο κασσόνι. Το κορμί μου έχει γίνει ράκος, από την κούραση. Βλέπω πραγματικά τον δρόμο, που βάλλεται. Σκέφτομαι την πιθανότητα να μας τινάξει μια οβίδα στον αέρα. Όμως δεν αντιδρώ. Είμαι παρατημένος στο μοιραίο. Νάτο το μοιραίο. Ένα παφ δυνατό ακούεται, και το αυτοκίνητο σταματάει. Έσπασε η δεξιά του σαμπρέλα. «Τι θα γίνη τώρα;» ― «Κατέβα να το φτιάξω. Αν θέλης τράβα στο Άργος, να προφτάσης τους άλλους. Μπορεί να σας φορτώσουν σ’ αυτοκίνητο». Κατεβαίνω δεξιά, τη λαχτιά του ποταμού, για ν’ αποφύγω τον δρόμο που βάλλεται. Η σκόνη από το σκάσιμο των οβίδων έχει γεμίσει τον αέρα, που μυρίζει κι όλας μπαρούτι και θειάφι. Βλέπω τις στήλες καπνού, που κάνουν πέφτοντας εδώ και ’κει.
     Περπατάω στην ακροποταμιά, συλλογισμένος. Ξαφνικά, ακούω φωνές συναδέλφων: «Πατριώτη! Συνάδελφε! Έλα εδώ!»... Πάνω σ’ ένα βράχο, πλαισιωμένοι από τα σκίνα και τα βάτα, 5-6 φαντάροι κάθονται παρέα. Δεν χρησιμοποιώ τον χρόνο, να σκεφτώ, γιατί τρεις οβίδες απανωτές σπάνε γύρω μου, σε απόσταση 30 μέτρων. Τρέχω, σκύβοντας, κατά την παρέα. Προφτάνω να βλέπω στον δρόμο μου, σκορπισμένο καταγής, στρατιωτικό υλικό σε αφθονία. Φυσίγγια δεσμίδες, καραβάνες, παγούρια και... όπλα. Αυτό δεν το περίμενα. Ανεβαίνω στον βράχο. «Βρε παιδιά! Ποιος παράτησε κάτω τα όπλα;» «Εμείς· τα χαρίζουμε στο ποτάμι». Το γέλιο τους μου δίνει στα νεύρα. Άλλο να βλέπης τον φαντάρο αναγκασμένο, κι άλλο να παίρνη προδοτική πρωτοβουλία. «Από πού είστε;» τους ρωτάω. Είναι όλοι «Μακεδόνες». Η πατρίδα τους, λέει, τώρα πια, πάρθηκε από τους Γερμανούς. Δεν υπάρχει λόγος να πολεμήσουνε για την Παλιά Ελλάδα. Εγώ, που είμαι Παλιοελλαδίτης, ας τρέξω πίσω από τον στρατό. Έχουνε μπροστά τους κονσέρβες και κρασί και πίνουνε. Ανάμεσά τους βρίσκεται κι ένας πατριώτης. Αυτός μου λέει: «Το καλό που σου θέλω, μην κουράζεσαι άδικα. Οι Γερμανοί θα σας φτάσουνε, όπου και να πάτε. Απόψε κι όλας, θα ’σαι στα χέρια τους». Φεύγω ταραγμένος από κοντά τους. Θέλω να φτάσω τον στρατό, στο Άργος Ορεστικόν. Οι οβίδες σκάβουνε λόγγους και κάμπο. Το βλέπω, πως η πορεία μου θα ’ναι ανάμεσα στις εκρήξεις τους. Συναντώ το πυροβολικό, που, κρυμμένο πίσω από έναν γήλοφο, διαλύεται. Ξεφεύγουν τ’ άλογα, ξεβιδώνουν τα κανόνια, μοιράζουν τα μουλάρια. Έχουνε μαζί τους δύο κιβώτια τσιγάρα, τ’ ανοίγουν, και σκορπάνε κάτω τα πακέτα. Όποιος θέλη, παίρνει. Μπουλούκια όλοι. Τραβάμε κατά το χωριό. Το γερμανικό πυροβολικό μάς τρυπάει διαρκώς τον δρόμο. Βλέπω ένα αυτοκίνητο, που γίνεται συντρίμμια από μια οβίδα. Να ’ναι, άραγε, εκείνο όπου είχα ανέβει; Όλοι φωνάζουνε να μην πάμε από τον δρόμο, γιατί η γέφυρα βάλλεται. Πρέπει να περάσουμε μέσα από το ποτάμι. Μα το νερό είναι πολύ ορμητικό. Τι θα γίνη. Παίρνουμε αναγκαστικά τον δρόμο της γέφυρας.
     Εδώ παρακολουθώ μια περίεργη σκηνή. Ένας λοχαγός, με το πιστόλι στο χέρι, προσπαθεί να μαζέψη τα μπουλούκια, ποιος ξέρει γιατί. Έχει πιάσει με δύο υπαξιωματικούς ένα στενό πέρασμα, και μ’ ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια φωνάζει: «Συνταχθήτε, ρε! Μαζευτήτε, ρε! Σταθήτε, βρε άτιμοι!» Βλέπω τα παιδιά, που αγριεύουνε. Εγώ βρίσκομαι μετέωρος, στη σκέψη τι θα κάμω. Μα δεν προφταίνω. Τα παιδιά του πυροβολικού ξαπολιώνται γύρω του, κυκλώνουνε τον λοχαγό και του αρπάζουνε το πιστόλι. Επρόφτασε να ρίξη μια πιστολιά στον αέρα. Το πιστόλι ρίχτηκε στο ποτάμι, κι ο λοχαγός έφαγε δυο χαστούκια και μια σπρωξιά. Δεν έμαθα τ’ όνομά του. Δεν ξέρω τι απέγινε. Τον είδα μονάχα να κάθεται, μόνος, σε μια πέτρα, να σκουπίζη το κεφάλι του με το μαντήλι, και να μην έρχεται μαζί μας.
     Τρέχουμε τώρα όλοι, να προφτάσουμε τη γέφυρα. Από το ρίξιμο του πυροβολικού, καταλαβαίνω πού ακριβώς είναι οι Γερμανοί. Σκέφτομαι πως μας βλέπουν καλά εδώ στον δρόμο, και πως, αν θέλουν, μας θερίζουν με πολυβόλο, όπως χτυπάνε τ’ αυτοκίνητα, που περνάνε τη γέφυρα. Την περνάω τη γέφυρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν έζησα τόσο εντατικά τα βήματά μου. Τρέχω προς το χωριό. Όλοι οι κάτοικοι, ιδίως τα γυναικόπαιδα, έχουνε βγει και κρύβονται, μέσα στις σπηλιές των βράχων του ποταμιού. Όλες οι τρύπες είναι οπτικώς όλο χρώματα, από τα φουστάνια των γυναικών. Τις κοιτάμε αδιάφορα, σαν τυχαία δευτερεύοντα πρόσωπα του πολέμου. Μπαίνω στο χωριό. Είναι 5 η ώρα. Όλος εκείνος ο στρατός, που από το πρωί πορευόταν σε ατέλειωτες φάλαγγες, βρίσκεται συγκεντρωμένος εδώ. Ποιος τον εκράτησε; Μυστήριο. Οι δρόμοι κι οι πλατείες είναι πήχτρα από πάνω μας. Γιατί δεν μας ρίχνουν; Μυστήριο. Ρωτάω μερικούς φαντάρους: «Τι κάνετε εδώ;» Μου απαντάνε: «Περιμένουμε τους Γερμανούς». Ένας σωρός αξιωματικοί γυρνάνε στο χωριό. Κανείς δεν βιάζεται να φύγη, λες κι είναι εδώ ο πιο ασφαλισμένος καταυλισμός. Πλησιάζω έναν Ταγματάρχη. Του λέω πως έχασα το «Σώμα» μου, και τον ρωτάω τι πρέπει να κάνω. Μου απαντάει: «Εφτάσαμε, φίλε μου, στο σημείο της ατομικής πρωτοβουλίας. Κάμε ό,τι νομίζης».
     Όλοι γυρνούνε στο χωριό (Άργος Ορεστικό) σαν αδέσποτοι. Ανάμεσά τους το Επιτελείο της ΧΙΙΙης μεραρχίας. Βλέπω τον στρατηγό Μουτούση με τα γυαλιά του, που κυκλοφορεί. Οι πολίτες φορούνε τα καλά τους, και φαίνονται σαν να ετοιμάστηκαν για υποδοχή. Ακούω έναν που τρέχει φωνάζοντας: «Έναν καφέ ζητάει ο Στρατηγός. Ποιος θα τον φτιάση;» Παρατηρώ πως κανείς δεν προθυμοποιείται. Μαντεύω την παρακμή. Εν τω μεταξύ, το πυροβολικό (το γερμανικό) βάλλει αγρίως, όχι μέσα στο χωριό, αλλά στα περίχωρα. Θέλει, λέει, να κόψει τις γέφυρες, να μη φύγη κανείς. Ακούω που βάλλει και το δικό μας. Οι Ορεστιώτες αγανακτούν, και πάνε επιτροπή στον στρατηγό, να διατάξη να σταματήση το πυρ, για να μην κάψουν το χωριό οι Γερμανοί. Οι αξιωματικοί είναι σαν αφηρημένοι, και δεν τους απαντάνε. Τώρα παρακολουθώ άλλη κίνηση. Ένας έφεδρος λοχαγός καλεί παράμερα όλους τους παρακάτω αξιωματικούς και τους εισηγείται κάτι. Καταφέρνω να χωθώ ως τον κύκλο τους, γιατί η αταξία είναι τέτοια, που δεν περισσεύει χρόνος και διάθεση για πειθαρχία. Τους λέει: «Κύριοι συνάδελφοι. Όπως βλέπετε, είμαστε πιασμένοι στη φάκα. Αποκλείεται να ξεφύγουμε ή ν’ αντισταθούμε. Προτείνω να πάμε στον στρατηγό και να του εισηγηθούμε τη συνθηκολόγηση». Όλοι δέχονται και ξεκινούνε εν σώματι. Εγώ ανησυχώ, για τα χαρτιά του Τάγματος που κρατώ. Με απασχολεί η σκέψη, αν πρέπει να τα κάψω. Επίσης συλλογίζομαι, αν πρέπει να προσπαθήσω να ξεφύγω, προς την κάτω Ελλάδα. Είμαι Δημόσιος υπάλληλος, είμαι Νησιώτης. Η θέση μου είναι με τον στρατό της Νότιας Ελλάδας.
     Αποφασίζω να φύγω. Έχει ακόμα 3-4 αυτοκίνητα, που φορτωμένα υλικό ετοιμάζονται να φύγουν. Τα άλλα, βλέπω που τους χαλάνε το μηχάνημα οι σωφέρ, για να τα κάμουν άχρηστα. Είναι 6 η ώρα. Έχει ακόμα πολύ φως. Ανεβαίνω στ’ αυτοκίνητο, κι αμέσως φεύγουμε. Τρέχουμε έξω από το χωριό, προς τον δρόμο των Γρεβενών. Εκείνη τη στιγμή, ένα σμήνος από στούκας χαμηλώνουν πάνω από τα κεφάλια μας. Σκέφτομαι, πως η μόνη ελπίδα σωτηρίας είναι η τύχη και το απαραίτητο «άβλητο» διάστημα, σε κάθε βομβαρδισμό. Τα στούκας χαμηλώνουν προς εμάς, και εμείς τρέχουμε ’κει απάνω τους. Κλείνω τα μάτια μου και περιμένω να γίνη ό,τι θέλη. Άγριος βομβαρδισμός συνταράζει το είναι μου. Τ’ αυτιά μου πιέζονται, το αυτοκίνητο τρέμει. Ακούω τον σωφέρ, που βλαστημάει. Ανοίγω τα μάτια μου και τα ξανακλείνω, από τη σκόνη και τον καπνό. Τα ξανανοίγω, και βλέπω τη γέφυρα τρύπια και γκρεμισμένη, πάνω από το ποτάμι. Τον δρόμο κομμένο μπροστά μας. Τα στούκας εκάμανε τη δουλειά τους και φεύγουνε. Ακούω τις κροκάλες, που κατρακυλάνε ακόμα μέσα στο ποτάμι, και πίσω από τους καπνούς βλέπω φαντάρους που τρέχουν. «Τι γίνεται, τώρα;» ρωτάω τον σωφέρ. Δεν μου απαντά. Πιάνει το τιμόνι στα χέρια του και κάνει όπισθεν ολοταχώς. Το βλέπω, πως γυρίζουμε προς το χωριό. Πάμε για την αιχμαλωσία; Βέβαιο πια. Με κατεβάζει έξω από το χωριό. Θα το ρίξη, λέει, σ’ ένα χαντάκι και θα το αχρηστεύση. Εγώ, τώρα, σκέφτομαι τα χαρτιά. Βλέπω από πάνω μας τρία αεροπλάνα, που μας κοιτάνε και ρίχνουν λευκές φωτοβολίδες. Σε λίγο καταφθάνουν οι Γερμανοί. Βλέπω ξαφνικά και τους αξιωματικούς: Μουτούση και 4-5 άλλους ανώτερους, που, ανεβασμένοι στ’ άλογά τους, φεύγουν από τα χωράφια με καλπασμό. Πάει, τέλειωσε, σκέφτομαι.
     Μπαίνω σ’ ένα σπίτι, που βρήκα ανοιχτό, σε μια πάροδο του κεντρικού δρόμου. Οικογένεια (μου είπανε) Κουσιάδου. Τους ζητάω φωτιά, να κάψω τα χαρτιά μου. Με οδηγούνε σ’ ένα μαγειρειό και με παραστέκουν. Βγάζω τα σχεδιαγράμματα ένα-ένα, τις εμπιστευτικές εγκύκλιες, τις διαταγές, τα πρωτόκολλα, τους καταλόγους, και ένα-ένα τα καίω (το ομολογώ). Βλέπω, μέσα από τις φλόγες τους, τη δίμηνη ζωή μου στο Μέτωπο, βλέπω τις κορφές των βουνών της Αλβανίας και τα κορμιά των σκοτωμένων παιδιών. Τι καλά, να γινόταν κι αυτών το κορμί, όσων σέπονται, να χαιρόταν η σάρκα τους τούτη τη ζεστασιά και την ανυπαρξία της στάχτης! Ακούω τις φωνές των παιδιών, έξω στον δρόμο. «Έρχονται, έρχονται». Στέκω ακόμα συλλογισμένος, απάνω από τη φωτιά. Έχω κι όλας την ψυχολογία του αιχμαλώτου. Αυτοεγκατάλειψη και αφηρημάδα. Η κόρη της κυράς, που με φιλοξενεί, έρχεται πεταχτή και χαρούμενη. «Πες μου μια λέξη γερμανική». «Τι να την κάνης». «Να χαιρετήσω τους Γερμανούς». Δεν της απαντώ. Την ακούω που τρέχει να μαζέψη λουλούδια, να τα προσφέρη, λέει, στους αξιωματικούς. Η μάννα της μου φέρνει καφέ. Με παρηγορεί και μου λέει: «Παιδί μου, ό,τι μπορέσατε εκάματε». Μου μιλάει, σαν τρίτος παρατηρητής, κι όχι σαν Ελληνίδα. Τούτα τα μέρη, εδώ πάνω, δεν έχουνε παλιά παράδοση λευτεριάς. Πάντα ήτανε κάτω από κάποιον. Φοβάμαι και πως τους Έλληνες, έτσι για ξένους τους είχανε...
     Οι Γερμανοί μπήκανε. Ακούω τον θόρυβο των αυτοκινήτων και της μοτοσυκλέττας τους. Το φωνάζουν και τα παιδιά. Προβαίνω στην πόρτα, για να δω. Ο τοπικός πληθυσμός τούς έχει κυκλώσει, και τους κοιτάζει φιλικά, μαζί και δουλικά. Από δύο μπαλκόνια βλέπω κι όλας υψωμένες δύο γερμανικές σημαίες. Πότε, κι όλας, τις κρέμασαν; Μπαίνω μέσα και κάνω εκκαθάριση του υλικού μου. Παρατάω το όπλο μου, το σακκίδιό μου, τα φυσίγγια και τη χειροβομβίδα. Δεν ξέρω τι θα μας κάμουνε. Βγαίνω στον δρόμο. Αντικρύζω για πρώτη φορά τους Γερμανούς. Mε την πρασινωπή καμουφλαρισμένη στολή τους, τα κράνη τους, το άρειο ύφος τους και την πολεμική φωνή τους. Ένας μοτοσυκλεττίστας, με το πιστόλι στο χέρι, μου δείχνει προπομπός, να φύγω προς τα πίσω. Πίσω του 3-4 τανκς στη σειρά, οπλισμένα με άγριες μαύρες όψεις πολεμιστών, αγέλαστες και βλοσυρές. Όλος εκείνος ο συρφετός των δικών μας φαντάρων, βλέπω που παίρνει τον δρόμο της εξόδου του χωριού, τον θρυλικό δρόμο της αιχμαλωσίας. Θυμάμαι την κουβέρτα μου. Πρέπει να γυρίσω να την πάρω. Πώς θα κάνω χωρίς σκέπασμα; Βλέπω πως οι Γερμανοί δεν το επιτρέπουν. Παρακαλώ ένα παιδάκι του χωριού, και του δίνω κάτι στο χέρι. Μου το πετάει στα μούτρα και με κοροϊδεύει: «Άντε, ρε ψειριάρηδες», και μου γυρίζει τις πλάτες, τρέχοντας προς τους Γερμανούς. Δεν το φανταζόμουνα τούτο το κατάντημά μας, ούτε τέτοια συμπεριφορά από τους Αργίτες. Πλησιάζω σαν ζητιάνος τον Γερμανό μοτοσυκλεττίστα, και με νοήματα του δείχνω πως πάω για την κουβέρτα μου. Μου το επιτρέπει. (Ήμουνα τυχερός, γιατί στον άλλο δρόμο, ο άλλος μοτοσυκλεττίστας εσκότωσε δυο που γύρισαν πίσω, αντί να πάνε κατά ’κει που τους έδειχνε...)
     Με την κουβέρτα στον ώμο, ανακατεύομαι με το άλλο ασκέρι και βγαίνω από το χωριό. Παίρνουμε το δρόμο της Καστοριάς. Είναι 7 η ώρα. Αρχίζει να σουρουπώνη. Περνάνε με ταχύτητα ανάμεσά μας τα Γερμανικά μηχανοκίνητα, κι ούτε μας προσέχουν. Έτσι, καθώς είμαστε φουκαράδες, τους βλέπουμε με θαυμασμό. Κανένας τους πεζός. Όλοι πάνω σε αυτοκίνητα. Πώς να μη νικάνε; Εδώ, τώρα, φτάνουμε στη στροφή, όπου έγινε σήμερα το πρωί η μεγάλη μάχη. Το ελληνικό ιππικό πήρε διαταγή να ριχτή στο πυροβολικό τους. Δεξιά κι αριστερά από τον δρόμο, μέσα στο χαντάκι και στα χωράφια, είναι πεσμένοι οι νεκροί. Ένα παιδί (φαντάρος μας, νεκρός) παχουλό, με τη μια του μπότα στον αέρα, με το χέρι του σε κίνηση αγκαλιάσματος, ξυλιασμένο, μας κοιτάζει με τα βασιλεμένα του μάτια, καθώς περνάμε. Κανείς μας δεν ξέρει σε ποιο χωριό και σε ποια πατρίδα θέλει να πάμε τους «χαιρετισμούς» του. Πλάι του, ένας άλλος μπρούμυτα, κρατάει σφιχτά το χώμα, κι είναι τα μαλλιά του σηκωμένα, σαν τα πλαϊνά χορτάρια της γης. Μα το φριχτότερο είναι ένα μισόκορμο, κομμένο σαν σφαχτό από χασάπη. Λείπει το κεφάλι κι η δεξιά πλάτη. Φαίνονται τα σπλάχνα του και το πόδι του πιέζει γονατιστό στη γη, σαν να δείχνει τον σφαδασμό του πόνου. Δεν μπορώ να κοιτάξω άλλο. Ακούω τους φαντάρους που δείχνουν ολοένα τέτοια κορμιά, και σχολιάζουν: «Τζάμπα τα σκοτώσανε τα παιδιά!»
     Σουρούπωσε πια. Βλέπω την απέραντη λίμνη της Καστοριάς και την πολιτεία αριστερά μας. Ήσυχο σούρουπο, γλυκό, ανοιξιάτικο. Τα νερά της λίμνης λαδίζουν. Θα γίνεται τώρα το κουβάλημα των ψυχών, και τα πνεύματα του νερού της θα παραμερίζουν σιωπηλά... Προχωρούμε, καραβάνι ολόκληρο φαντάρων, προς τον Νότο. Ανακατώνονται μαζί τους μουλάρια κι άλογα και κάρα, που τα οδηγούνε άλλοι αντί άλλων. Άλογα αξιωματικών, από τους ιπποκόμους τους που «το σκάσανε», και κάρα από πεζούς, που τα πήρανε. Μα εδώ υπάρχει ένας «σταθμός». Δύο πελώριοι Γερμανοί, με τα περίστροφα, μας σταματάνε μέσα στο μισοσκόταδο. Τρεις τέσσαρες άλλοι, μας κάνουν έρευνα στα πράγματα που κρατάμε. Με ψάχνουνε καλά-καλά. Αν είχα τα χαρτιά, θα μου τα παίρνανε. Τους αξιωματικούς τούς ξεχωρίζουν, σε ειδική στρούγγα. Τους βλέπω αυτούς, να στέκωνται, με τ’ αστέρια και τα διακριτικά τους μπροστά-μπροστά, και να μας κοιτάνε που περνάμε. Οι φαντάροι τούς φωνάζουν περιπαικτικά: «Διατάξτε, κ. λογαχέ! Κύριε Ταγματάρχα, αύριο θα πρέπη να έχετε κόψει τα μαλλιά σας». Εμάς μας αφίνουν και προσπερνάμε.
     Ενύχτωσε, πια, για καλά. Είμαι κουρασμένος, πεινάω και διψάω πολύ. Περπατάω σαν νυσταγμένος. Αριστερά μας, περνάνε ατέλειωτες φάλαγγες αυτοκινήτων γερμανικών. Όρθιοι μερικοί στο φτερό τους, μας κλωτσάνε με την μπότα τους, να παραμερίσουμε. Σ’ αυτή την κίνηση βλέπω όλη μας τη σκλαβιά. Κουβεντιάζω με μερικούς φαντάρους: «Θα δήτε, γρήγορα, πως τούτη η κατάρρευση του Μετώπου μας, δεν είναι απολύτρωση ούτε ξεκούραση».
     Περπατάμε αδιάκοπα. Τα φώτα μάς στραβώνουν, καθώς έρχονται κατά πάνω μας. Ακούω φωνές ανθρώπων, που κάπου πέφτουν. Πέφτουν κάτω από τον δρόμο, στις ρεματιές. Διψώ τρομερά. Σ’ όλη την κοιλάδα αυτή της Καστοριάς, τα βατράχια ξεφωνίζουν, σαν να μας λένε κοροϊδευτικά: «Εδώ είναι νερό, εδώ είναι νερό». Οι Γερμανοί δεν μας αφίνουν να σταθούμε πουθενά. Όλο περπατάμε. Όλο περπατάμε. Περπατώ και κοιμάμαι. Ονειρεύομαι τοπία με νερά, σαν οάσεις στην έρημο, με φοίνικες και σκιές και νερά που καθρεφτίζουν. Ακούμε μέσα στη νύχτα φωνές και πυροβολισμούς. Το σκοτάδι μάς τα κάνει όλα φοβερά. Οι φάλαγγες ολοένα περνούνε. Καταπληκτικά δυνατός ο εχθρός μας. Σιδερένιο και πλατύ το πέλμα του. Τα παιδιά μας, τώρα, ξεκόβουνε σιγά, και πιάνουν τα πλάγια του δρόμου, μήπως και κοιμηθούν. Έχει βγει φεγγάρι και βλέπουμε. Όμως ψιχαλίζει και διψάμε. Ανοίγουμε το στόμα μας προς τον ουρανό, να μπούνε μέσα σταγόνες. Επιτέλους, ένας Νερόμυλος. Χωνόμαστε ως τον βούρκο, για να φτάσουμε στο νερό, κάτω από τη φτερωτή του. Πίνουμε ασυναίσθητα. Ανακαλύπτουμε πως οι Γερμανοί δεν μας παρακολουθούνε πια. Περπατάμε κατά βούληση. Είμαστε μια παρέα από 40. Ένα πνεύμα ομαδικής ζωής έχει, κι όλας, κυριαρχήσει. Κάποιος έχει αναλάβει να κανονίζη την πορεία μας. Σε λίγο διατάζει: «Σηκωθήτε, ρε!» Βρέχει τώρα δυνατά. Η βροχή μας χτυπάει στα μούτρα, έχει μουσκέψει την κουβέρτα μου, και στάζει στα γυαλιά μου. Ανεβαίνουμε ένα βουνό. Έχουμε πάρει, λέει, τον δρόμο προς το Αμύνταιο. Όμως, θέλουμε ως εκεί 50 χιλιόμετρα. Είναι 2 η ώρα, και βλέπουμε πως μπαίνουμε σ’ ένα χωριό. Μερικοί το ξέρουν. Το λένε Κυροσσό. Είναι, πια, αδύνατο να προχωρήσουμε. Πρέπει εδώ κάπου να κοιμηθούμε. Χτυπάμε μια πόρτα. Ένας από τα παράθυρα μας φωνάζει να πάμε στο Σχολείο, που είναι κι άλλοι φαντάροι. Τραβάμε κατά κει. Είναι πιασμένο όλο το πάτωμα. Είναι πιο πυκνά τα κορμιά από τις σανίδες του. Όμως, βρίσκουμε ένα δωμάτιο, με σπασμένα τζάμια, γιομάτο πέτρες και χώματα. Πέφτω σαν ξερός, όπως-όπως. Μάλλον στρεβλώνομαι παρά ξαπλώνομαι. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο σακκίδιο ενός συναδέλφου. Παρά την παραζάλη μου, μπορώ και του παίρνω μια γαλέτα από μέσα. Αποκοιμιέμαι, με τη μισή στο στόμα.

(από το βιβλίο: Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο: Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41, Εκδόσεις Ποταμός, 2001)