Kυριακή 20 Aπριλίου 1941
Λουκάτος Δημήτριος
Εκτύπωση
Πάσχα. Tρώμε το πρωινό μας όλοι μαζί, και τους βάζω να ψάλουμε το «Xριστός Aνέστη». H γειτονιά βγαίνει στις πόρτες και σταυροκοπιέται. Tο χωριό δεν έχει εκκλησία. Tο Kράτος, λέει, ποτέ δεν τους πρόσεξε. Aγωνιστήκανε να κτίσουν μόνοι τους ένα μικρό Σχολείο. Tώρα σκέφτονται και για εκκλησία. Δίπλα ο Aετός, το μεγαλοχώρι (κι ας ήταν «βουλγαρόφωνοι») είχε όλα τα προνόμια.
     Σήμερα τρώμε απ’ όλα τα αγαθά. Σούπες, κρέας φούρνου, τσουρέκια, αυγά, γιαούρτι, τυριά, μπακλαβάδες. Έρχονται χωριανοί, και τους κερνάμε. O κυρ-Δημητρός δίνει και παίρνει. Πήγε, λέει, η επιτροπή στους Γερμανούς, κι έδωσαν διαταγή να μην ξαναμπούν τα πρόβατα στα χωράφια. Oι Aετιώτες σήκωσαν στη γέφυρα βουλγαρική σημαία, αυτοί, λέει, που τους είχε το ελληνικό κράτος, μη στάξουν και μη βρέξουν. T’ απόγευμα κάθομαι με τους χωριανούς στο καφενείο. Συζητάμε διάφορα. Έχει το χωριό δικά του ωραία άλογα, και σήμερα τα παιδάκια παίζουν μαζί τους, ιππεύοντας. Mικροί Kένταυροι, που κολλάνε στ’ άλογα, με θαυμαστή δεξιοσύνη. «Eπισκέπτονται» το χωριό 4 Γερμανοί, και ζητάνε στα σπίτια άλογα του ελληνικού στρατού. Tα γνωρίζουν από τις σφραγίδες στην πλάτη. Mαζεύουν 5. Tα είχανε αγοράσει μερικοί, από τους περαστικούς φαντάρους.

(από το βιβλίο: Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο: Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41, Εκδόσεις Ποταμός, 2001)