O πατέρας μου
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
Θαύμαζα πολύ τον πατέρα μου. Eκείνος ο πανύψηλος ωραίος άνθρωπος, που όλοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν, δε θύμωνε ποτέ. Πλενότανε πάντα μισόγυμνος, με κρύο νερό. Kάποτε, παρατηρώντας το σώμα του, είδα ότι είχε ελαφρά χαραγμένη μια αρκετά μαύρη γραμμή.
     – Tι είναι αυτή η γραμμή που έχεις, πατέρα;
     – Ω, είναι μια παλιά ιστορία: στα ’66 που πήγαμε με τον παππού σου στην Κρήτη, εγώ κρατούσα κρεμασμένο όλο το ταμείο του σώματος. Χίλια ναπολεόνια σε χρυσό, δηλαδή μερικές οκάδες.
     Mια άλλη φορά που τρώγαμε, είδα ένα σημάδι στο μέτωπό του και τον ρώτησα τι είναι.
     – Eίναι μια σπαθιά από μονομαχία. Άλλοτε μονομαχούσαμε συχνά με σπάθα, ύστερα άρχισαν τα φλερέ και τα πιστόλια, και η μονομαχία κατάντησε άδικη δολοφονία.
     Στους τοίχους, όπου ήταν ακουμπισμένα όπλα κάθε εποχής και κάθε μεγέθους, βρισκόταν και μια μακριά λόγχη. Μου εξήγησε ότι την εποχή του, στη Στρατιωτική Σχολή, όταν έδιναν εξετάσεις μετά το Σχολαρχείο, ο κατάλογος πήγαινε στον Όθωνα, και αυτός διάλεγε μεταξύ των παιδιών των αγωνιστών του ’21 ποιοι θα γίνουν δεκτοί. Εκεί φοιτούσαν επτά χρόνια και βγαίνανε ανθυπασπιστές σε όποιο σώμα προτιμούσαν.
     – Εγώ, μου είπε, διάλεξα το ιππικό, γιατί μ’ άρεσαν τ’ άλογα, αλλά φορούσαμε στολή ουλάνου, και αυτή η διαβολολόγχη με ενοχλούσε πολύ στην καβάλα και παρακάλεσα τον παππού σου να με μεταφέρουν στο πυροβολικό...
     Νομίζω ότι έκανε πάντα το καθήκον του, αλλά χωρίς καμιά ιδιαίτερη κλίση και μελέτη στα στρατιωτικά ζητήματα. Προτιμούσε να καταγίνεται με το Εθνολογικό Μουσείο, όπου ήταν πολλά χρόνια Πρόεδρος και το φρόντιζε πολύ. Ήταν όμως τακτικός και τυπικός και στη δουλειά του. Δε θυμάμαι ποτέ να μην καβάλησε το άλογο να πάει το πρωί ή στο Σύνταγμά του ή στο Στρατοδικείο, όπου ήταν Πρόεδρος, ή στη Διεύθυνση Υλικού Πολέμου, η οποία είχε και ένα ιδιαίτερο σώμα αξιωματικών που λέγονταν Αξιωματικοί Υλικού Πολέμου.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)