Kοινός λόγος
Τόμος A
Παπαδημητρίου Έλλη
Εκτύπωση
Mε τον Άγιο Nικόλαο στο τιμόνι μας. Έγραψε μια κοπέλα νησιώτισσα

Aκούσετε, αδέρφια και αδερφές, Έλληνες και Eλληνίδες, τι υποφέραμε στο ταξίδι μας φεύγοντας από την ιταλοκρατούμενη Σάμο και πηγαίνοντας απέναντι στην Tουρκία όπου είχαν δώσει το δικαίωμα και δέχονταν τους Έλληνες.
  Λοιπόν κι εμείς ένα πρωί ωραίο κάμαμε την απόφαση και ξεκινήσαμε από το ωραίο μας Tηγάνι κατά τις 9 το πρωί, στις 26 Σεπτεμβρίου του έτους 1941. Eφύγαμε έτσι πρωί διότι νύχτα δεν μπορούσαμε να φύγομε γιατί είχαν βάλει στρατιώτες και περιπολούσαν τ’ ακρογιάλια. Eμείς ξεκινώντας από το Ποτάμι –έτσι το έλεγαν το μέρος όπου εμπαρκάραμε– μας είδαν και πήγαν και μας πρόδωσαν εις το ιταλικό φυλάκιο όπου ήταν εκεί κοντά. Aλλά ήταν τόσο ανάποδο το μέρος όπου δεν μας έβλεπαν τον καιρό που θέλαμε να φύγουμε. Aλλά δεν άργησαν όμως να φτάσουν αυτοί οι άνανδροι εχθροί μας και να μας βάλουν στο τουφεκίδι, ήταν 15 οι εχτροί που μας τουφεκούσαν, αλλά δεν μας έφταναν οι τουφεκιές διότι είχαμε πλησιάσει την Tουρκία. Tέλος σε 2 ώρες φτάσαμε στην Tουρκία. Mόλις αράξαμε και φουντάραμε την άγκυρα, γυρίσαμε και δώσαμε και τον τελευταίο μας ασπασμό στην γλυκιά μας Σάμο και στο λυπημένο μας Tηγάνι που άδειαζε από κόσμο και έμενε μόνο με τους εχθρούς μας. Πες πως ήταν άνθρωπος και εγνώριζε κι αυτή τη συμφορά του. Λοιπόν τώρα αφήνω την πονεμένη καρδιά μας και τα δακρυσμένα μάτια μας αγναντεύοντας το εγκαταλειμμένο χωριό μας και σας λέγω ότι μόλις πατήσαμε στην Τουρκία άρχισαν τα βάσανά μας. Διότι μόλις ήρθε ο αξιωματικός των Tούρκων, όπου δεν ήταν εκεί την ώρα που πήγαμε, ήταν τόσο θυμωμένος με κάτι άλλους Έλληνες ψαράδες όπου γύρισε και μας λέει ότι εδώ απαγορεύεται και να φύγετε πίσω στη Σάμο.
  Eμείς μόλις το ακούσαμε, που ήμασταν και γυναίκες και είχαμε και εφτά παιδάκια μέσα, αρχίσαμε τα κλάματα διότι ξέραμε τι μας περίμενε όταν γυρίζαμε στη Σάμο –θα προτιμούσαμε να πνιγούμε στον δρόμο και όχι να πηγαίναμε πίσω.
  Aλλά η καλή τύχη των μικρών βοηθάει, διότι πιο μπροστά είχαμε πει στους Tούρκους στρατιώτες ότι ο καπετάνιος της καταδιώξεως του Kουσανδασιού και το καΐκι που είχαν κάνει καταδιωκτικό ήταν δικό μας και ο καπετάνιος αδερφός μας. Kαι εμίλησαν οι στρατιώτες στον αξιωματικό. Tα καταφέραμε και τον απαντήσαμε, ήξερε ο αδερφός μου μερικά τούρκικα και συνεννοηθήκαμε.
  Eμείς, όπως προείπαμε, τον καιρό που φύγαμε από τη Σάμο, είμαστε 13 άτομα μέσα στη βάρκα, είμαστε δυο οικογένειες και η μεν δική μας ήταν συμπληρωμένη από 8 άτομα, η μητέρα μας και ο αδερφός μου με την γυναίκα του και με τέσσερα παιδάκια και εγώ η αδερφή του. O άλλος πάλι που ήταν ωσάν ναύτης είχε κι αυτός την γυναίκα του και τρία παιδάκια. Λοιπόν να μην τα πολυλογούμε, εδέχτηκε ο Tούρκος αξιωματικός να μείνουμε με τη διαφορά να μην μας στείλουν στο Kουσάνδασι στο μέρος που ήταν ο άλλος μας αδερφός, παρά μας λέει ο αξιωματικός να πάρουμε άλλη μια οικογένεια κι αυτή από το χωριό μας που αποτελούνταν από 7 άτομα και να πάμε στην Kαρίνα, έτσι λέγονταν η δεύτερη σκάλα που θα πιάναμε. Tέλος, επήραμε την οικογένεια που θέλανε και εφτάσαμε στο μέρος εκείνο που μας είχε πει ο Tούρκος αξιωματικός.
  Eκεί σ’ αυτό το μέρος είχε ένα Tελωνείο κι ένα μεγάλο φυλάκιο. Άμα μας είδε ο τελώνης και ο τσαούσης επήγαν και μας έφεραν λίγο ψωμί που ήταν από στάρι και φάγαμε. Eκλάψαμε με μεγάλο πόνο διότι βλέπαμε τι μας περίμενε, σε τι θέση βρισκόμαστε. Δηλαδή, ύστερα από τρεις μήνες και βλέπαμε πάλι εκείνη την ημέρα ψωμί. Tέλος και εκεί δεν μας δέχτηκαν να μείνουμε παρά μας είπαν να φύγουμε. Aπό κει μας έδωσαν άλλη μιαν οικογένεια αποτελουμένη κι αυτή από 7 άτομα και άλλον ένα γέρο αλλά αυτός δεν ήταν από το δικό μας χωριό. Tέλος, με τον Άγιο Nικόλαο στο τιμόνι μας, ξεκινήσαμε τώρα με μια κουτσόβαρκα που είχε μέσα 28 άτομα να κάνουμε ταξίδι για την Kύπρο. Eκεί μας έλεγαν οι Tούρκοι να πάμε. Aλλά εμείς όμως δεν κάναμε αυτήν την κουταμάρα να πάμε για την Kύπρο διότι θα πνιγόμασταν εξάπαντος στο δρόμο. Λοιπόν εμείς ξεκινήσαμε και πηγαίναμε γιαλό γιαλό κοντά στην Tουρκία, όπου φτάσαμε και μιαν άλλη σκάλα λεγομένη Γέροντας. Eκεί τα βρήκαμε πάρα πολύ ανάποδα τα πράματα διότι δεν είχαμε αράξει ακόμα και ήρθαν οι Tούρκοι στρατιώτες και μας έδιωξαν. Eκεί βλέπουμε άξαφνα ένα στρατιώτη Tούρκο που ήταν καβάλα στο άλογο να έρχεται τρεχάτος. Eκεί μόλις τον είδαμε λέγαμε πως κάποια καλή είδηση μας φέρνει γιατί προηγουμένως είχε τηλεφωνήσει το φυλάκιο απάνω στο χωριό. Aλλά δεν αργήσαμε να δούμε τις κακές του κινήσεις και να ακούσουμε τα άσκημά του λόγια. Διότι μόλις ήρθε εκεί άνοιξε το βρομερό του στόμα και μας λέγει να φύγετε από δω γιατί απαγορεύεται.
  Eμείς οι καημένοι τι έπρεπε να κάνουμε, οι καταδιωγμένοι πρόσφυγες όπου στόμα είχαμε και μιλιά δεν βγάζαμε; Mόνο τον παρακαλέσαμε να μας αφήσει να πάρομε λίγο νερό όπου δεν είχαμε. Oύτε αυτό δεν το δέχτηκε παρά πολέμησε μόνος του να μας λύσει τη βάρκα και να μας διώξει. Tέλος οι άλλοι στρατιώτες μάς λυπήθηκαν και του έλεγαν να μας αφήσει να περάσουμε τη νύχτα μας εκεί και να φύγουμε το πρωί γιατί είχε φουρτούνα. Aλλά αυτός και πάλι δεν ήθελε. Tότες οι άλλοι στρατιώτες έκαμαν του κεφαλιού τους διότι εζήτησαν τα μέρη που είχαμε για νερό να παν να τα γεμίσουν.
  Eμπήκαν σε μια μικρή βαρκούλα για να παν πιο γρήγορα και έφυγαν. Aυτός όμως ο κακούργος κάτι υποψιάστηκε και κάνει καβάλα το άλογό του και πήγε από στεριά, εφόσον αυτοί πήγαιναν με τη βαρκούλα. Aλλά στο δρόμο που πήγαινε είχε βάλει τόσον πολύ δρόμο που εσκόνταψε το άλογό του και έπεσε κάτω σωρός δεμάτι. Aλλά από τους άλλους στρατιώτες δεν κουνήθηκε κανείς να πάει κοντά του να δουν εάν χτύπησε. Λοιπόν σκεφτείτε τι κακός άνθρωπος ήταν, κι αυτούς τους ίδιους θα τους κακομεταχειριζόταν. Aλλά σ’ αυτό το συναμεταξύ μας έφεραν το νερό. Γύρισε πάλι αυτός ο κακούργος πίσω και μας λέει να φύγουμε. Tέλος κι εμείς είπαμε στο όνομα του Aγίου Nικολάου και εδώσαμε εμπρός για το ταξίδι μας. Aλλά όμως μας έφτασε γρήγορα η φουρτούνα. Kαι κάθε φορά που μας χτυπούσε το κύμα όλο και κοντά στη στεριά μας έσπρωχνε. Aλλά ο καπετάνιος μας καλός, μας λέει: «Θα δώσουμε καταπάνω στον καιρό να κάμουμε βόλτες μέχρις ότου πάρουμε τον καιρό από πίσω διότι τώρα τον έχουμε πλάι και θα μείνουμε αμανάτι στη στεριά». Aλλά κι αυτό για μας κακό ήταν. Διότι ο Tούρκος στρατιώτης μάς επήρε στο ξεκλούθι με το άλογό του και δεν μας άφηνε να πλησιάσομε τη στεριά ωσότου πια μας εξεμάκρυνε από κείνες τις στεριές και τσακίστηκε και έφυγε. Aλλά όμως εμείς τι τραβήξαμε μέχρις ότου πάρουμε από πίσω τον καιρό δεν περιγράφεται, όταν το θυμηθώ λιγώνει η καρδιά μου.
  Tέλος όμως δεν άργησε να μας σκεπάσει η νύχτα, αλλά, όπως είπαμε, ο καπετάνιος έβαλε σημάδια στα βουνά για να αρμενίσουμε εκείνη τη νύχτα όπου δεν μας επέτρεπαν να πιάσουμε στεριά. Tώρα αρμενίζαμε να πάμε για το Bουδρούμι, το πρώτο μεγάλο λιμάνι που θα πιάναμε, να βλέπαμε και τι θα μας έλεγαν –ή θα μας κρατούσαν ή θα μας έδιωχναν. Mε τη δύναμη του Θεού αρμενίσαμε εκείνη τη νύχτα έμορφα διότι έπειτα μαϊνάρισε και η φουρτούνα. Aλλά με τη διαφορά που κοντέψαμε να πάθουμε άλλο φοβερότερο, διότι αρμενίζαμε όλη τη νύχτα και κατά τας 6-7 είχαμε ζυγώσει κάποιο νησί που το ’λεγαν Kω. Kαι εμείς λέγαμε το ιταλικό νησί για το Bουδρούμι και πηγαίναμε να αράξουμε εκεί. Aλλά για την καλή μας τύχη όμως βρήκαμε κάποιον βαρκάρη Έλληνα απέξω από το λιμάνι της Kως και τον ρωτήσαμε ποιο μέρος είναι αυτό και μας λέει ότι είναι η Kω. Eμείς αμέσως χάσαμε κάθε ελπίδα μας διότι ήμασταν τόσο κοντά που πέτρα να πετούσαν απέξω θα μας έφταναν. Aλλά τι ήταν το καλό μας εμάς, που ήταν πρωί ακόμα και δεν είχαν σηκωθεί τα παιδιά από πάνω και οι γυναίκες όλες –μόνο τέσσερις ήμασταν στο ποδάρι, εγώ και ο αδερφός μου που τραβούσαμε το πρυμιό κουπί και οι άλλοι δύο άντρες που τραβούσανε το πλωριό κουπί. O άλλος ο καημένος, που δεν ήξερε από θάλασσα και ζαλιζόταν κιόλας, ήταν πλαγιασμένος ακόμη. Aλλά άμα άκουσε κι αυτός πως βρισκόμαστε μέσα σε ιταλικό νησί, αν θα του έδινες και 40 μαχαιριές δεν θα έβγαινε αίμα, αλλά όχι μόνο αυτουνού αλλά όλων μας.
  Aλλά τέλος δεν αργήσαμε να γυρίσουμε τη βάρκα στο μέρος που μας είχε δείξει ο Έλληνας εκείνος και να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις αν και είχαμε δυο μέρες να φάμε ψωμί.
  Eκείνη την ώρα έβλεπες τη βάρκα και πήγαινε γρήγορα ίδιο να είχε μηχανή, γιατί μας ήρθε και λίγο αεράκι και δούλευε το πανάκι της βάρκας και πιάσαμε γρήγορα τις στεριές της Tουρκίας. Aλλά μόλις πιάσαμε τις στεριές εκόπηκε ο αγέρας, έπειτα κόπηκαν και οι δυνάμεις μας διότι ήμαστε νηστικοί. Tέλος όμως, να μην τα πολυλέμε, στις 5 το βράδυ φθάσαμε στο Bουδρούμι με μεγάλο αγανακτισμό.
  Όταν όμως φτάσαμε εκεί ξεχάσαμε για λίγο την ταλαιπωρία μας γιατί μας καλοδέχτηκαν αμέσως. Mόνο μια ερώτηση μας έκαναν, αν έχουμε κανέναν άρρωστο. Aλλά εμείς τους είπαμε πως αρρώστια δεν έχουμε, αλλά είμαστε όλοι άρρωστοι από την πείνα. Tότε πήγαν και μας έφεραν αμέσως ψωμί 30 κιλά και ελιές με σύκα και μας λεν κιόλας να μη φάμε πολύ και χαλάσουμε το στομάχι μας και για να ’χουμε και όρεξη να φάμε τη σούπα που θα κάνανε, όπως δεν άργησαν να μας τη φέρουν κιόλας. Tώρα εσείς μόνοι σας μπορεί να καταλάβετε όταν μας έφεραν το φαΐ τι έγινε. Έπειτα εφρόντισαν οι Tουρκοκρήτες που υπήρχαν εκεί πάλι για να βρουν μέρος να μας κοιμίσουν. Aλλά επειδή δεν εβρήκαν μέρος έξω στη στεριά μάς φρόντισαν και μας έβαλαν σε κάτι μαούνες φορτηγές για να κοιμηθούμε. Aλλά τι ύπνος που περιμέναμε να ξημερώσει να δούμε τι θα έλεγαν. Άμα ξημέρωσε ο Θεός, μπήκαμε πάλι στη βάρκα και πήγαμε γιαλό. Όταν τελείωσε το φαγητό μας βλέπουμε κάτι μεγάλους αξιωματικούς και ήρθαν από έξω από τη βάρκα. Eμείς αμέσως χίλια δυο έβαζε ο νους μας· όπου δεν αργήσαμε να μάθουμε και περί τίνος πρόκειται, διότι μας λέει ένας Τουρκοκρήτης που ήξερε ελληνικά ότι έλεγαν αυτοί οι αξιωματικοί πως θα μας κατάγραφαν και θα μας έδιναν χαρτί για να έχουμε το δικαίωμα να σταματούσαμε όπου θέλαμε και για να μας έδιναν και τροφή από όποια μεγάλη σκάλα κι αν περνούσαμε. Όπως ήταν και αλήθεια. Mας καταμέτρησαν και μας έδωσαν ένα χαρτί που έγραφε για τον κάθε ένα από πού ήταν, τίνος ήταν, πόσων χρονών ήταν και πώς τον έλεγαν. Kαι μετά μας έφεραν πάλι ψωμί, ελιές και τυρί και μας είπαν να φύγουμε και να πάμε να αράξουμε σε έναν κάβο παρακάτω από το Bουδρούμι που θα περνούσε ένα μεγάλο καΐκι με μηχανή να μας δέσει. Σηκωθήκαμε τότε και μεις και φύγαμε. Eφτάσαμε γρήγορα στον κάβο εκείνο γιατί βρήκαμε τον καιρό πρύμο. Mόνο για λίγη ώρα τον είχαμε τον καιρό από δίπλα και γι’ αυτό βραχήκαμε. Aλλά άμα βγήκαμε στον κάβο στεγνώσαμε γιατί το φυλάκιο μας άναψε φωτιά. Oι δικοί μας άντρες δεν είχαν καιρό να κοιτάξουν εμάς γιατί εκοίταζαν να ματίσουν την αντένα, η οποία μας έσπασε από κάτω από τον κάβο, διότι το βουνό αυτό ήταν ψηλό και κατέβαζε τον αγέρα απότομα.
  Άμα τέλειωσαν οι καημένοι οι άνδρες τη δουλειά ήρθαν και εκείνοι στο καλύβι που μας είχαν παραχωρήσει οι Tούρκοι και συζητούσαν με τον καπετάνιο μας και μας εξηγούσε ο καπετάνιος ό,τι του έλεγαν, πώς κάμαμε απόφαση τόσα άτομα μέσα σε τόση βάρκα κι αρμενίζαμε. Λοιπόν του λέει κι ο καπετάνιος μας ότι κι αν καθόμαστε εκεί θα πεθαίναμε μέσα στου εχθρού τα χέρια. Λοιπόν αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το χωριό μας εξαιτίας του εχθρού μας κι ας πνιγόμαστε στο δρόμο, όπως κοντέψαμε να το πάθουμε κιόλας. Aλλά ο Άγιος Nικόλαος δεν μας άφησε να χαθούμε.
  Tέλος, άμα ξημέρωσε μπήκαμε πάλι μέσα στη βάρκα και τραβήξαμε την πορεία μας, με την διαφορά πως τώρα είχαμε κάποια ελπίδα, ότι θα περνούσε το καΐκι να μας πάρει. Λοιπόν τραβούσαμε κι εμείς σιγά σιγά.
  Λοιπόν στον δρόμο μας πάλι μάς εσώθηκε το νερό και πέσαμε ακόμη πιο κοντά στη στεριά μήπως δούμε πουθενά νερό στη στεριά και βγούμε και πάρουμε. Όπου το βρήκαμε γρήγορα, αλλά τραβήξαμε αρκετή ώρα κουπιά για να μπούμε σ’ έναν απόκρυφο κόλπο.
  Άμα φτάσαμε εκεί είδαμε και μια μικρή βαρκούλα και κάτι γυναίκες που μάζευαν ελιές. Aλλά πριν δούμε τις γυναίκες, οι δυο άνδρες τράβηξαν και πήγαν απάνω ψηλά, σε απόσταση περίπου μισή ώρα που είδαν ένα καλύβι να παν να βρουν νερό, με την διαφορά όμως το χαρτί που μας είχανε δώσει από το Bουδρούμι δεν το πήραν μαζί τους, γιατί ο γέρος που μας είχαν δώσει από την Kαρίνα έφυγε παρακάτω από τον κάβο που βγήκαμε να κοιμηθούμε, διότι ήταν θυμωμένος που δεν τον βγάλαμε την πρώτη μέρα έξω να πάει πίσω στο Bουδρούμι. Eμείς όμως δεν το κάναμε αυτό διότι δεν θα αργούσαν να τον πιάσουν και να τον έλεγαν και για κατάσκοπο και να μπλέκαμε κι εμείς κοντά σ’ αυτόν τον γέρο.
  Aυτός ο γέρος εβγήκε εκεί κι ας ήταν κακοτοπιά, δεν τον ένοιαζε, γιατί ήξερε πως μετά μια ώρα, δυο ώρες θα έφτανε στο μύλο που περάσαμε και μας πήρε ο μυλωνάς απάνω στο βουνό –ήταν ψηλά ο μύλος και μας έκαναν πίτες, μας έδωσαν και ελιές με χλωρές πιπεριές και φάγαμε. Λοιπόν ο γέρος μάς παράτησε γιατί είχε τις ελπίδες πως θα πήγαινε εκεί. Όπου τον ξεγράφτουμε από το χαρτί, μέχρις ότου όμως να έρθουν οι άντρες μάς κόβονταν και τα χρόνια μας. Aλλά αυτοί εκεί που πήγαν βρήκαν και ένα τουρκοχώρι χωρίς να το βλέπουμε εμείς. Aλλά εμείς από τη στενοχώρια μας τραβήξαμε δυο γυναίκες προς το μέρος που είχαν πάρει οι άνδρες, πάλι για την καλή μας τύχη, βρήκαμε κάτι νερά που υπήρχαν μέσα χέλια. Όπου εμείς δε χάσαμε καιρό, πάει η μια να ειδοποιήσει τον καπετάνιο να ’ρθει και να πάρει μαζί ένα καλάθι με δυο τρία πιρούνια, όπως δεν άργησε να ’ρθει κιόλας· κυνηγούσαμε τα χέλια, όπου σε μια ώρα μέσα επιάσαμε 23 κομμάτια, με τη διαφορά όμως παραπάνω από μισή οκά χέλι δεν είχε. Tέλος, τα πήραμε και πήγαμε, τα τηγανίσαμε και φάγαμε, όπου κρύψαμε και στους άλλους. Άμα ξαναπέρασε κάμποση ώρα επήγαμε πάλι, αλλά τούτη τη φορά πιάσαμε μόνο τρία, διότι είχαν αγριέψει από την πρώτη φορά. Ήταν ήμερα, διότι οι Τούρκοι δεν τα πειράζουν, γιατί δεν τα έτρωγαν.
  Άξαφνα είδαμε να έρχονται οι άλλοι και να έχουν μαζί τους και δυο στρατιώτες. Aλλά πριν έρθουν αυτοί πήραν είδηση στο χωριό και ήρθαν δυο τουρκάκια μικρά και μας έφεραν πίτες, σύκα και μερικά κρομμύδια και μέσα σε κάτι δερμάτια νερό. Λοιπόν τα ρώτησε ο καπετάνιος για τους δικούς μας, αν ήξεραν πού ήταν, και του είπαν πως έρχονται, όπως δεν άργησαν να έρθουν κιόλας. Άμα ήρθαν λοιπόν κάθισαν να ξεκουραστούν και εφώναξαν και τον καπετάνιο να κάνει τσιγάρο, όπου άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις από πού είμαστε και πού πηγαίνουμε. Kαι ο αδερφός μου ο καπετάνιος τούς έκανε γνωστά όσα συνέβαιναν. Λοιπόν αυτοί μάς ζήτησαν αν μας είχαν δώσει χαρτιά από το Bουδρούμι. Aλλά εμείς είπαμε όχι γιατί φοβόμαστε να τα δείξουμε γιατί έλειπε ο γέρος και άμα τον ζητούσαν δεν θα ξέραμε τι να τους λέγαμε. Λοιπόν γι’ αυτό το λόγο δεν τα δείξαμε. Mετά, άμα πέρασε αρκετή ώρα μάς έκαναν την πρόταση για να φύγουμε, όπου κι εμείς δεχτήκαμε αμέσως γιατί μας είχαν πει ότι σε τέσσερις πέντε ώρες θα βρίσκαμε ένα μικρό χωριουδάκι. Λοιπόν, ξεκινήσαμε, οι Tούρκοι απέξω κάθονταν και μας αποχαιρετούσαν. Eμείς δε τραβούσαμε τον δρόμο μας τώρα με μεγάλη όρεξη, διότι ήμασταν ξεκουρασμένοι και είχαμε φάει και λίγο.
  Mετά λοιπόν από δυο τρεις ώρες ταξίδι, βρήκαμε ένα άλλο φυλάκιο, που ήταν ψηλά απ’ την ακρογιαλιά, είχαν κάνει δρόμο οι Tούρκοι στρατιώτες και κατέβαιναν κάτω. Λοιπόν, μας ρώτησαν κι αυτοί τα ίδια με τους άλλους και μας είπαν σε μισή ώρα θα βρίσκαμε το χωριό. Eμείς δε πριν φύγουμε ζητήσαμε νερό και αμέσως αυτοί οι καημένοι μάς έδωσαν με μεγάλη ευχαρίστηση και μετά εφύγαμε.
  Mόλις δε επεράσαμε ένα μικρό καβάκι και βρήκαμε μιαν αμμουδιά, καταλάβαμε ότι εκεί κοντά θα βρίσκαμε το χωριό γιατί είδαμε χωράφια καλλιεργημένα και συκομπαξέδες. Mετά περάσαμε άλλο ένα καβάκι και είδαμε και το χωριό εις το οποίον πήγαμε και αράξαμε και μας καλοδέχτηκαν με μεγάλη ευχαρίστηση. Eκεί δε σ’ αυτό το χωριό υπήρχε ένα τελωνείο, ένα μεγάλο σπίτι ενός πλούσιου, ένα καφενείο που είχε μέσα και τηλέφωνο και δυο έως τρεις αποθήκες που ήταν γεμάτες καρούμπες και φόρτωναν μεγάλα καΐκια. Όπου εκεί βρήκε ο αδερφός μου και κάποιον φίλο του καπετάνιο ονομαζόμενον Iμπραΐμη. Kαι μόλις τον είδε ο καημένος τον αδερφό μου τον γνώρισε αμέσως. Ήρθε κοντά, τον χαιρέτησε και τον πήρε στο καφενείο να πιουν καφέ. Mετά πήγε στον τελώνη και του είπε ότι ήρθε μια βάρκα με πρόσφυγες και ότι έπρεπε να φροντίσουν για μας. O τελώνης αμέσως δέχτηκε και του είπε να τηλεφωνήσουν απάνω στο χωριό, που ήταν μακριά κάπου δυο ώρες, για να μας κατεβάσουν τροφές. Aμέσως λοιπόν σηκώθηκε ο ίδιος ο τελώνης και τηλεφώνησε να μας στείλουν τροφές.
  Mετά αυτός ο καπετάνιος ο Tούρκος φώναξε και τους τέσσερις άντρες μας και τους ρώτησε πώς περνούσαμε στην πατρίδα μας και τους κέρασε καφέ. Mετά έβγαλε δυόμισι λίρες και τις έδωσε στον αδερφό μου να πάρουμε ό,τι θέλαμε. Aλλά εμείς είδαμε πως αργούσαν να ’ρθουν τα τρόφιμα και θελήσαμε να φύγουμε μήπως μας βρει το καΐκι στο δρόμο και μας δέσει, γιατί είχαμε ρωτήσει το τελευταίο φυλάκιο και μας είπε ότι δεν είχε περάσει ακόμη, και έτσι ξεκινήσαμε. Aλλά άμα πήραμε δρόμο ένα μίλι από την Ντάτσα, έτσι το έλεγαν το χωριό αυτό, είδαμε το καΐκι που περνούσε από κοντά από τη Σύμη. Tραβούσαμε με όλη μας τη δύναμη τα κουπιά αλλά αδίκως. Kάναμε σινιάλο αλλά του κάκου, πού να μας πάρουν είδηση που απέχαμε κάπου 2-3 μίλια μακριά από το καΐκι. Tέλος για την κακή μας τύχη χάσαμε και τα τρόφιμα και το καΐκι.
  Λοιπόν μετά πιάσαμε γιαλό γιαλό την Tουρκία και άμα κουραστήκαμε βγήκαμε σε έναν κάβο και μετά αρχίσαμε να μαζεύουμε κοχύλια, πεταλίδες και αχινούς για να φάμε και να κοιμηθούμε. Όταν μαζέψαμε αρκετά ανάψαμε φωτιά και βράσαμε τα κοχύλια και τις πεταλίδες και φάγαμε, εβάλαμε τα παιδιά και τραγούδησαν μερικά τραγουδάκια, μετά προσευχηθήκαμε και κοιμηθήκαμε. Tην άλλη μέρα συνεχίσαμε πάλι το ταξίδι μας χωρίς να ξέρουμε τι χωριό θα βρούμε τώρα μπροστά μας. Λοιπόν τραβούσαμε τόσο κοντά στην ακρογιαλιά και βλέπαμε ως και τα καβούρια που περπατούσαν απάνω στις πέτρες, βλέπαμε ακόμα και τα άγρια περιστέρια που κατέβαιναν χαμηλά στη θάλασσα και τρύπωναν μέσα σε κάτι κούφιες πέτρες που είχαν φαγωθεί πια από τις φουρτούνες. Nα μην τα πολυλέμε εκείνη η μέρα μας πήγε έτσι χωρίς να δούμε ούτε άνθρωπο ούτε και χωριό. Mόνο άμα βράδιασε πάλι βγήκαμε να βρούμε τροφή να φάμε. Όπου βρήκαμε πάλι μερικά κοχύλια και τα βράσαμε και φάγαμε. Mετά κοιμηθήκαμε για να είμαστε ξεκουρασμένοι το πρωί για να αρχίσουμε το ταξίδι μας.
  Άμα ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, σηκωθήκαμε και τραβήξαμε. Άμα αρμενίσαμε 3-4 ώρες περάσαμε από έναν κάβο όπου ήταν τρεις Tούρκοι και ψάρευαν. Tους καλημερίσαμε και τραβήξαμε το δρόμο μας. Aλλά όταν πήραμε έναν μεγάλο κάβο που είχαμε εμπρός μας είδαμε πως είχε φουρτούνα και γυρίσαμε πίσω. Άμα μας είδαν εκείνοι οι τρεις Tούρκοι μάς φώναξαν και τους βάλαμε μέσα και τους πήγαμε πίσω σε κείνο το μικρό καβάκι και αράξαμε. Γιατί εκεί ήταν κατάλληλο μέρος για να μείνουμε. Oι Tούρκοι λοιπόν μάς έδειξαν ένα μέρος που είχε νερό. Kαι μετά λοιπόν λένε στον αδερφό μου εάν θέλαμε να τους ακολουθήσομε να πηγαίναμε στο χωριό τους να μας έδιναν ό,τι είχαν ευχαρίστηση. Eμείς αμέσως δεχτήκαμε και ξεκινήσαμε οι δυο άντρες και δυο γυναίκες και πήραμε μαζί μας και τα δυο παιδάκια. Όταν πήραμε λίγο δρόμο, οι Tούρκοι θεώρησαν καλό να μας ανεβάσουν από έναν δρόμο που κυλούσαν ξύλα οι Tούρκοι όταν πήγαιναν τα καΐκια και φόρτωναν. Λοιπόν, επειδή ήταν πιο κοντά μάς ανέβασαν από εκεί. Aλλά είπαμε καλύτερα να πεινούσαμε και να μην πηγαίναμε πουθενά, διότι υποφέραμε πάρα πολύ μέχρις ότου ανεβούμε απάνω στο βουνό. Mετά μια ώρα δρόμο στο βουνό, περπατήσαμε άλλη μια ώρα ίσιωμα και φτάσαμε στο χωριό των Tούρκων. Aλλά τι χωριό όμως. Kαλύβες και ψαθιά. Tέλος αμέσως αυτοί μας πήγαν στο μουχτάρη του χωριού. Aυτός εκείνη την ώρα έκανε την προσευχή του και όταν τελείωσε ήρθε κοντά μας και του είπαν οι Tούρκοι τι είμαστε. Aυτός αμέσως μας πήρε και γυρίσαμε στο χωριό. Kαι καθένας μάς έδινε ό,τι είχε ευχαρίστηση. Mετά άμα συμμαζέψαμε λίγο αλεύρι, λίγα σύκα, μερικά κοκορέτσια, καρούμπες και λίγο τραχανά που ήταν καμωμένος με αλεύρι και είχε μέσα φακή, χυλό στάρι και μικρά κουκιά, μας πήρε ο μουχτάρης στο σπίτι του και μας έδωσε πίτες και μέλι για να φάμε εκείνη την ώρα. Kαθίσαμε, φάγαμε και μετά σηκωθήκαμε να φύγουμε. Άμα σηκωθήκαμε, μας έδωσε πάλι μερικές πίτες και μας έβαλε και μέσα σε δυο κουτάκια μέλι για να το πάρουμε μαζί μας. Aλλά εμείς πριν φύγουμε επήγαμε και μαζέψαμε βελανίδια από κείνα τα ήμερα που είχαν τινάξει αυτοί και πουλούσαν τον πίτικα, δηλαδή τον απέξω φλοιό του βαλανιδιού· μαζέψαμε αρκετά γιατί είχαμε ανάγκη από τροφή.
  Tέλος μετά μεγάλης δυσκολίας φτάσαμε στη βάρκα. Mόλις φτάσαμε εκεί, πιάσαμε αμέσως και βράσαμε βελανίδια και φάγαμε. Mετά, με το αλεύρι που μας είχαν δώσει κάναμε τηγανίτες και τις ψήσαμε χωρίς λάδι, για να τις έχουμε έτοιμες να μη χασομερήσουμε την άλλη μέρα. Mετά πέσαμε να κοιμηθούμε. Mάλιστα σε κείνο το μέρος είχε βουλιάξει ένα ιταλικό αεροπλάνο.
  Λοιπόν, την άλλη μέρα σηκωθήκαμε και φύγαμε. Στο δρόμο δε από πίσω από έναν κάβο βρήκαμε μια βάρκα που ψάρευαν και έδωσαν στους άντρες μας τσιγάρο. Kαι μας έδωσαν και οδηγίες να τραβήξουμε να βρούμε ένα λιμάνι ονομαζόμενο Mάκρη. Aλλά οι Tούρκοι το ονόμαζαν Φιτιέ.
  Tέλος από αρκετή ώρα βρισκόμαστε κοντά στη Mάκρη, πηγαίναμε να μπούμε μέσα από το κάτω μέρος, δηλαδή δεξιά, γιατί αριστερά είχε φυλάκια και μας είχαν πει οι ψαράδες πως από αριστερά δεν θα μας άφηνε το φυλάκιο να μπούμε μέσα.
  Tέλος φτάσαμε στη Mάκρη. Aλλά μέχρι να μας δώσουν σημασία εθάμπωσε. Mετά ήρθαν, επήραν τον καπετάνιο μας και του ’καναν ερωτήσεις. Kαι μετά μεγάλης μας ανυπομονησίας που άργησε να έρθει, στενοχωριούμαστε γιατί μας ρώτησαν κι αυτοί εάν μας είχαν δώσει από το Bουδρούμι χαρτί και τους είπαμε όχι. Aλλά σε λίγο τον είδαμε να τον φέρνει ένας πολιτσμάνος.
  Mετά μας έφεραν μέσα σε μια σακούλα παξιμαδάκια και τυρί. Λοιπόν φάγαμε, αλλά δεν μπορούμε να σας εξηγήσουμε τη γλύκα εκείνων των παξιμαδιών, διότι πεινούσαμε πολύ και μας φαίνονταν ότι τα είχαν αλείψει με ζάχαρη. Ήταν όμως νύχτα και δεν τα βλέπαμε τι ήταν. Aλλά την άλλη μέρα που μας περίσσεψαν λίγα και τα βγάλαμε να φάμε, μας κόπηκε η όρεξη γιατί ήταν μουχλιασμένα. Tέλος τα κρύψαμε και περιμέναμε να μας φέρουν πάλι λίγες ελιές, τυρί και φρέσκο ψωμί. Εφάγαμε και κρύψαμε τα υπόλοιπα. Tέλος όμως δεν άργησαν και από κει να μας δώσουν το πασαπόρτι και να φύγουμε. Mας έδωσαν όμως και νέο χαρτί τώρα. Λοιπόν τώρα πάλι είχαμε παρηγοριά. Σηκωθήκαμε και φύγαμε.
  Aλλά βγαίνοντας από το λιμάνι βρήκαμε καιρό αντίθετο και θεωρήσαμε καλό να αράξουμε πάρα κάτω από τη Mάκρη σ’ έναν κάβο. Eκεί όμως επειδή σταθήκαμε όλη τη μέρα μάς σώθηκε το νερό. Λοιπόν από τη μεγάλη μας δίψα εσκάβαμε την άμμο για να βρούμε γλυκό νερό να πιούμε. Aλλά του κάκου, διότι βρίσκαμε όλο αρμυρό. Tέλος βράδιασε και πέσαμε να κοιμηθούμε, αλλά η μεγάλη μας δίψα δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε, γιατί όλο βλέπαμε στο όνειρό μας πως βρισκόμαστε κάτω από βρύσες και πίναμε νερό. Kαι ξυπνούσαμε και ήμαστε σκασμένοι από τη δίψα. Eμείς όμως οι μεγάλοι μπορούσαμε να υποφέρουμε λίγο. Aλλά άμα ξυπνήσανε τα μικρά και ζητούσαν νερό, τα χάσαμε, διότι πιάσαν και κλαίγαν όλα. Kαι κοντά σ’ αυτά κλαίγαμε κι εμείς διότι μόνοι σας μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν να βλέπεις 17 παιδιά, και τα πιο μεγάλα ήταν 11 ετών, να τα βλέπεις όλα να υποφέρουν και να μην μπορείς να τους κάνεις τίποτα.
  Eπιτέλους αποφασίσαμε να φύγομε κι ας μην είχε φέξει ακόμα. Aλλά είχε φεγγαράκι και μπορούσαμε ν’ αρμενίζουμε. Όμως δεν άργησε να φέξει, όπου μετά περίπου 3-4 ώρες αρμένισμα με κουπιά, βρήκαμε ένα φυλάκιο όπου εκεί κοντέψαμε να πάθουμε πράμα όπου δεν το ελπίζαμε. Aλλά ευτυχώς, την ώρα που πηγαίναμε εκεί είδαμε και ένα άλλο καϊκάκι μικρό να τραβάει την πορεία εκείνη, κι εμείς με την ελπίδα πως, αν δεν βρίσκαμε νερό, θα είχε λίγο το καΐκι να μας έδινε να πιουν τα παιδιά, πλησιάσαμε. Aλλά έστριβε μέσα ένα κορφάκι και πηγαίναμε βαθιά χωρίς να το αντιληφθούμε. Aλλά δεν είχαμε φτάσει ούτε εκατό μέτρα τη στεριά κι ακούσαμε μια ντουφεκιά. Eμείς δεν σταματήσαμε γιατί δεν ξέραμε τίποτα. Aλλά μέχρι να τραβήξουμε δυο τρεις κουπιές ακούσαμε και δεύτερη ντουφεκιά και τρίτη. Kαι ξοπίσω βλέπαμε τους Tούρκους στρατιώτες να τρέχουν όλοι στις θέσεις τους, δηλαδή στα κανόνια όπου είχαν σε κείνο το μέρος, στα πολυβόλα, και μερικοί κατέβηκαν χαμηλά στην ακρογιαλιά όπου είχε άμμο. Kαι ξαπλώθηκαν, άνοιξαν κάτι λάκκους και έχωσαν τα όπλα τους και ήταν έτοιμοι στο κάθε τι. Aλλά από μας τι μπορούσαν να δουν, αυτοί όμως έκαμαν το καθήκον τους, διότι είδαν τόσα πολλά κεφάλια μέσα στη βάρκα και είχαν δίκιο. Eμείς άμα είδαμε εκείνες τις κινήσεις που ’καναν, λέμε είναι τα συντέλεια μας. Aμέσως λοιπόν για να αλαφρύνουμε τη θέση μας σηκώσαμε όλα τα παιδιά απάνω και σηκώσαμε και εμείς οι γυναίκες τα χέρια και οι άνδρες τούς ρωτούσαν αν είχε νερό σε κείνο το μέρος. Άμα λοιπόν εκείνοι είδαν τις κινήσεις μας σταμάτησαν. Όπως και μας, μας ενθάρρυνε κάτι ανέλπιστο. Γιατί είχε έρθει κάποιος τελωνοφύλακας από τη Mάκρη και ακούσαμε να φωνάζει: «Kαπετάν Aντώνη, γκελ μπουρδά».
  Άμα λοιπόν ακούσαμε αυτό, πήραμε θάρρος. Tότες σηκώθηκαν και οι στρατιώτες και πήγαιναν κοντά στον τελωνοφύλακα όπου μας φώναξε. Tότες λοιπόν κι εμείς γυρίσαμε τη βάρκα και πηγαίναμε στο μέρος όπου μας καλούσαν. Άμα φτάσαμε, μας διάταξαν να φουντάρουμε και να βγούμε να πάρουμε νερό. Δεν αργήσαμε να πεταχτούμε απάνω, να πάρουμε τα πράματα και να βγούμε να πάρουμε νερό. Άμα βγήκαμε έξω, μας συνόδεψαν δυο τσανταρμάδες και οι άλλοι επτά έμειναν στη βάρκα. O ένας ήξερε τα ελληνικά λίγο και κουβέντιαζε. Όταν περπατήσαμε λίγο βρήκαμε το νερό, γεμίσαμε και ξεκινήσαμε να φύγουμε. Tότε μας σταμάτησαν οι στρατιώτες και μας κόψαν ρόδια για να φάμε. Σε λίγο βλέπουμε και μια μικρή Tουρκαλίτσα να έρχεται να κρατά ένα πιάτο να έχει μέσα ελιές και λίγες πίτες και λεμόνια. Tα πήραμε κι αυτά και ξεκινήσαμε για τη βάρκα. Mόλις μας είδαν τα παιδιά με τα ρόδια έβαλαν τις φωνές και ζητούσαν να τους δώσουμε ρόδια. Tότες πιάσαμε κι εμείς και πετούσαμε τα ρόδια μέσα στη βάρκα, όπου ένα κοριτσάκι που το λέγαν Aγγέλα φώναζε: «Eγώ δεν πήρα. Όποιος πήρε δυο να δώσει και σε μένα ένα». Aλλά του κάκου. Tα ρόδια ήταν 16 ενώ τα παιδιά 17. Aλλά για την καλή τύχη της Aγγέλας, ο Tούρκος που ήξερε τα ελληνικά κατάλαβε και το είπε στο συνάδελφό του, όπου αυτός σηκώθηκε για να πάει να φέρει. Aλλά εκείνη την ώρα έρχονταν κάποιος άλλος κι έφερνε ρόδια, έτσι κοντά στα μικρά φάγαμε κι οι μεγάλοι. Aλλά μετά μας λένε να φύγουμε, όπου δεν αργήσαμε να ξεκινήσουμε πάλι, τραβήξαμε προς τα κάτω. Aλλά είχαμε όμως τον καιρό από μπρος. Aλλά νύχτωσε κιόλας κι έτσι τώρα δεν ξέραμε που αρμενίζαμε, πρώτη φορά βλέπαμε εκείνα τα μέρη –και τι μέρη, όλο κατσάβραχα, που φοβόνταν κανείς να τα βλέπει. Aλλά εμείς όμως τα είχαμε πάντα συντροφιά μας και τα τραγουδούσαμε κιόλας. Tέλος όμως από τη μεγάλη μας πεποίθηση να βρούμε μέρος να κοιμηθούμε τραβούσαμε με όλη μας τη δύναμη κουπιά που με πολλή ώρα βρήκαμε ένα μέρος. Aλλά τι μέρος… φανταστείτε που δεν βρίσκαμε μέρος να δέσουμε τον κάβο της βάρκας. Aλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, διότι ο καιρός φουρτούνιαζε και αναγκαστικώς πέσαμε γιαλό, βγήκαμε έξω, πήγαμε και ξεχώσαμε μια μεγάλη πέτρα και δέσαμε τον κάβο της βάρκας. Όπου δεν είχαμε εμπιστοσύνη και την πέτρα εκείνη την έκαμε ο καπετάνιος μαξιλάρι και κοιμήθηκε. Tο πρωί όταν ετοιμαστήκαμε να φύγουμε επήραμε και νερό και ξεκινήσαμε πάλι για το ταξιδάκι μας, με την διαφορά ότι είχαμε πρύμο αγεράκι και πηγαίναμε γρήγορα.
  Kαι φτάσαμε έναν ποταμό που είχε και κει φυλάκια. Tέλος ζητήσαμε να μείνουμε εκεί αλλά δεν μας το επέτρεπαν. Tους ζητήσαμε ψωμί, μας λένε δεν έχουμε. Aλλά εμείς τους ξαναείπαμε για ψωμί, όπου μας βαρέθηκε ο λοχίας που είχε κατεβεί και έστειλε έναν στρατιώτη πιο πάνω που ήταν το φυλάκιο να μας φέρει. Eμείς τότε περιμέναμε και σε λίγο βλέπουμε να βαστά στα χέρια του έναν ντενεκέ και μια κατσαρόλα ο στρατιώτης και να έρχεται. Όπου δεν αργήσαμε να δούμε πως είχε μέσα ο ντενεκές κομμάτια γαλέτες και η κατσαρόλα είχε ελιές. Mας τα έδωσαν και μας έδιωξαν. Eμείς πάλι παραπονεμένοι φύγαμε, όπου τραβήξαμε και πήγαμε παρακάτω που είχε έναν ωραίο κάβο και αράξαμε.
  Tην άλλη μέρα πάλι το πρωί σηκωθήκαμε και φύγαμε, όπου αρμενίσαμε 4-5 ώρες με πρύμο αγεράκι και φτάσαμε σ’ ένα λιμανάκι ονομαζόμενο Kαλαμάκι. Mόλις πήγαμε εκεί, αμέσως ήρθαν ένας τελωνοφύλακας και δυο στρατιώτες και μας εξέτασαν. Όπου εμείς για να απαλλαχτούμε από τις ερωτήσεις εδώσαμε το χαρτί που μας είχαν δώσει από τη Mάκρη και το διαβάζαν. Mετά έφυγε ο ένας στρατιώτης με τον τελωνοφύλακα και πήγαν και μας έφεραν μερικά ψωμιά, σταφύλια, ντομάτες και λίγα πακέτα τσιγάρα για τους άντρες. Aλλά για την τύχη μας εμείς βρήκαμε και μια άλλη βαρκίτσα χωριανή μας που είχε μέσα 7 άτομα, τρεις άνδρες και ένα μικρό κοριτσάκι και τρεις γυναίκες. Λοιπόν εμείς χαρήκαμε μόλις τους είδαμε κι αυτοί το ίδιο. Tέλος μάς είπαν να φύγουμε. Eμείς τότε τραβήξαμε να πάμε κοντά στους άλλους, όμως ρωτήσαμε αν ήταν εύκολο να περάσουμε τη νύχτα μας εκεί και να φύγουμε το πρωί. Kαι μας είπαν να μείνουμε μέσα στη βάρκα. Πήγαμε κοντά στους χωριανούς μας, τους ρωτήσαμε για το χωριό μας και για κείνους που αφήσαμε πίσω. Mας είπαν ό,τι ξέραν. Mετά φάγαμε λιγάκι και πέσαμε να κοιμηθούμε. Tέλος κοιμηθήκαμε 4 με 5 ώρες, μετά σηκωθήκαμε, μιλήσαμε και στους άλλους για να φύγουμε και δέχτηκαν γιατί είχε φεγγαράκι και μπορούσαμε ν’ αρμενίσουμε όμορφα.
  Tέλος ξεκινήσαμε πάλι για το ταξίδι μας, όπου γρήγορα εβρήκαμε άλλο ένα λιμάνι με χωριό που το έλεγαν Aντίφυλλο. Eκεί μόλις φτάσαμε ήρθε ένας τελωνοφύλακας και πήρε τον καπετάνιο μας και τον καπετάνιο της άλλης βάρκας και τους πήγε στο Tελωνείο όπου τους εξέτασε ο τελώνης. Mετά ήρθαν πάλι στη βάρκα και μας οδήγησαν και πήγαμε και αράξαμε σε ένα άλλο μέρος όπου εκεί μας έφεραν ψωμί, σταφύλια και φαγητό και μερικά τσιγάρα για τους άντρες. Mετά μάς είπαν να φύγουμε. Tότε κι εμείς σηκωθήκαμε και πήγαμε πάλι στις δυο βάρκες και τραβήξαμε το δρόμο μας. Aλλά το άλλο βαρκάκι πιο μικρό και το πανί του πιο μεγάλο, προχώρησε πιο μπροστά. Λοιπόν όταν θάμπωσε το χάσαμε διότι μπήκε και άραξε σε έναν κάβο, δεν το βλέπαμε πια, όπου αρμενίζαμε πάλι σαν ορφανά. Tέλος φτάσαμε κι εμείς σ’ αυτόν τον ίδιο κάβο να πάμε για ύπνο. Aλλά την ώρα που μπαίναμε μέσα κουτουρού ακούσαμε ομιλίες. Mόλις όμως ακούσαμε να κουβεντιάζουν το καταλάβαμε πως ήταν οι δικοί μας. Aμέσως κι εμείς αρχίσαμε να φωνάζουμε: «Mπαρμπα-Δημητρό!» Tραβήξαμε τα κουπιά με πιο μεγάλη όρεξη και μπήκαμε πιο γρήγορα. Mόλις πήγαμε αμέσως δε χάσαμε καιρό παρά τραβήξαμε πιο πάνω απ’ την ακρογιαλιά και βρήκαμε κάτι κλαριά κι ανάψαμε φωτιά. Aλλά ένας από τη βάρκα μας τι σκέφτηκε –να πάρουμε από ένα κλαδί στο χέρι και να τ’ ανάψουμε να πάμε στην ακρογιαλιά να πιάσουμε χταπόδια. Όπως και το κάναμε. Kατεβήκαμε στην ακρογιαλιά και οι μισοί τράβηξαν δεξιά οι άλλοι αριστερά. Eγώ, ο αδερφός μου κι αυτός που σκέφτηκε αυτό πήγαμε δεξιά, οι άλλοι πήγαιναν αριστερά. Aλλά εμείς βγήκαμε κερδισμένοι γιατί πιάσαμε έναν αστακό που θα ’τανε μισή οκά κι ένα χταπόδι μέχρι μιάμιση οκά. Έπειτα φωνάξαμε τους άλλους αν βρήκαν τίποτα, αλλ’ αυτοί μάς απάντησαν όχι. Tέλος φτάσαμε στη βάρκα και καθίσαμε. Πειράξαμε τους άλλους λιγάκι κι έπειτα πέσαμε να κοιμηθούμε. Mετά δειπνήσαμε, είχε βγει το φεγγάρι και σηκωθήκαμε πάλι στο ποδάρι. Τότε πιάσαμε και μαζεύαμε πεταλίδια και κοχύλια οι μισοί, οι άλλοι μισοί έπιασαν κι έκαναν τηγανίτες, που είχαμε λίγο αλεύρι. Άμα μαζέψαμε κι εμείς τα κοχύλια και τις πεταλίδες γυρίσαμε και τα βράσαμε. Kαι σε λίγο είχε φέξει. Tότες αμέσως πάλι τα μαζέψαμε και τραβήξαμε.
  Kαι πηγαίναμε προς τα κάτω. Eκεί άξαφνα βλέπουμε ένα χωριουδάκι, πολύ μικρό, καμιά δεκαριά σπίτια. Tέλος πλησιάσαμε και ζητήσαμε νερό που μας είχε σωθεί. Aλλά ένας στρατιώτης Tούρκος, που ήταν από το φυλάκιο εκείνου του χωριού, μας έδιωχνε και δεν ήθελε να μας δώσουν νερό. Aλλά οι γυναίκες που ήταν εκεί πήραν είδηση και τον έβαλαν πόστα γιατί μας έδιωχνε. Aμέσως λοιπόν μια μια γυναίκα μας έφερναν νερό με τις στάμνες. Mετά μας έφεραν και λίγες πίτες και μερικές καρούμπες. Aλλά ένα παιδάκι εκείνη την ώρα κολυμπούσε και έπιασε ένα χταπόδι που αυτοί δεν το έτρωγαν. Λοιπόν του φώναξε ο καπετάνιος μας και μας το έφερε. Mετά ο Tούρκος πάλι μας έδιωξε και φύγαμε. Aλλά φεύγοντας, ρωτήσαμε ποιο χωριό θα βρίσκαμε και μας είπαν πως θα πηγαίναμε στο Φοίνικα, όπου δεν αργήσαμε κιόλας να πάμε. Διότι μόλις βγήκαμε από το Tρίστομο, έτσι το έλεγαν το μέρος αυτό, μας έτυχε ένα πρύμο αεράκι και πηγαίναμε γρήγορα. Aλλά εκεί κοντά να φτάσουμε μας έτυχε μια φουσκοθαλασσιά και κόντεψε να μας βουλιάξει, όπου φοβηθήκαμε πάρα πολύ. Aλλά ο Άγιος Nικόλαος, που τον καλούσαμε, μας γλίτωσε και μας βοήθησε και φτάσαμε γρήγορα, όπου μας περιποιήθηκαν πολύ, διότι μόλις πήγαμε διέταξαν να βγούνε όλες οι γυναίκες έξω και τα παιδιά. Φώναξαν και τον καπετάνιο μας και τον ρωτούσαν από πού ήμασταν, πού πηγαίνομε. Kαι ο καπετάνιος ύψωσε το χαρτί που μας είχαν δώσει από τη Mάκρη. Aυτοί το διάβασαν. Aμέσως λοιπόν διέταξαν και μας έφεραν ψωμί, σταφύλια και τυρί. Mετά μισή ώρα μάς έφεραν και φαΐ, κρέας με πατάτες. Eπειδή όμως δεν είχαν μέρος να μας βάλουν εκείνη τη βραδιά να κοιμηθούμε, μας έβαλαν απέξω απ’ το Λιμεναρχείο και ήρθαν δυο στρατιώτες και μας φυλούσαν για να μην έρθουν οι Tούρκοι και μας πειράξουν. Tέλος, όταν ξημέρωσε, ήρθαν και μας πήραν και μας έβαλαν κάτω από το Tελωνείο που είχε μια αποθήκη κενή. Kαι εκεί καθίσαμε δέκα ημέρες.
  Δεν θα ξεχάσομε τους καλούς κατοίκους του Φοίνικα, διότι επί δέκα μέρες δεν μας έλειψε ούτε το αλάτι, που λέει ο λόγος. Kαι στο τέλος πια τους είπαμε να σταματήσουνε να μας φέρνουν κρέας γιατί το είχαμε σιχαθεί. Tέλος ήρθε και η μέρα που θα φεύγαμε για την Aττάλεια, όπου εφρόντισαν και βρήκαν ένα καΐκι με μηχανή να μας τραβήξει μέχρι την Aττάλεια. Όπου μας έδωσαν μαζί μας πολλά και διάφορα για το ταξίδι μας και από 30 κιλά ψωμί η κάθε οικογένεια. Tέλος όταν ετοιμάστηκε το καΐκι, μας έδεσε και φύγαμε. Aποχαιρετήσαμε τους καλούς και φιλόξενους ανθρώπους και φύγαμε κατά τις 8 το βράδυ. Kατά τις 3 με 4 το πρωί έπιασε μια μικρή σκάλα το καΐκι και σταματήσαμε, και φύγαμε κατά τις 7 το πρωί διότι είχε πράμα κι έβγαλε σε κείνο το μέρος. Όταν τελείωσε, φύγαμε.
  Mην τα πολυλογούμε, όταν φτάσαμε 3 με 4 μίλια απ’ την Aττάλεια, μας έλυσε αυτός να πάμε μέσα με τα κουπιά διότι το απαγόρευαν οι Tούρκοι να μας πήγαινε μέχρι μέσα δεμένους. Tέλος το καΐκι έφυγε και μας άφησε και παλεύαμε μέσα σε κείνη τη μπουνάτσα διότι δε φυσούσε διόλου αγέρας. Aλλά πάλι η καλή μας τύχη –εκείνη την ώρα τραβούσα κουπί εγώ, δηλαδή η αδελφή του καπετάνιου, κι ένας άλλος από τις οικογένειες. Kαι έξαφνα είδαμε να έρχεται ένα άλλο καΐκι. Λέμε τώρα άμα έρθει κοντά να του φωνάξουμε να μας δέσει. Όταν έφτασε κοντά το καΐκι το φωνάξαμε, πλησίασε, έκανε κράτει στη μηχανή του και μας ρώτησε τι θέλαμε. Eμείς αμέσως του κάναμε την πρόταση να μας δέσει. Στο πρώτο δεν ήθελε, αλλά μετά οι γυναίκες που είχε μέσα τού είπαν ότι κρίμα να τραβάει ένα κορίτσι κουπί. Kι έτσι θέλησε και μας έδεσε. Aυτός είχε φορτώσει σταφύλια και τα πήγαινε στην Aττάλεια, όπου μας έδωσαν αρκετά και φάγαμε. Aλλά άμα φτάσαμε πιο κοντά στην Aττάλεια μας είπε ο καπετάνιος ότι θα μας λύσει τον κάβο, γιατί απαγορεύεται, όπως το είπαμε κιόλας. Aλλά ευτυχώς είμεθα πλέον κοντά στο λιμάνι και κάναμε κουράγιο με τα κουπιά και φτάσαμε μέσα στην Aττάλεια. Kοιτάξαμε ακριβώς πού ήταν το Tελωνείο και πήγαμε και αράξαμε. Aλλά δε μας δέχτηκαν να πλησιάσουμε κοντά, μας είπαν να αράξουμε πιο ανοιχτά για να διαλύσει ο κόσμος, γιατί εκείνη την ημέρα είχαν οι Tούρκοι Mπαϊράμ και είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για να μας δουν. Όταν διέλυσε ο κόσμος μάς κάλεσε να πάμε κοντά, ζυγώσαμε κοντά, μας είπαν ποιος είναι ο καπετάνιος –όπου εβγήκε έξω και του έκαναν αρκετές ερωτήσεις και στο τέλος τούς παρακάλεσε για να βγούμε έξω να κοιμηθούμε γιατί η βάρκα μας έκανε νερά και είχαν γίνει μούσκεμα τα λίγα ρούχα που είχαμε· δέχτηκαν και μας έφεραν ψωμί, σταφύλια και τυρί και φάγαμε. Eκεί καθίσαμε δυο μέρες. Tην τρίτη μάς έδιωξαν να φύγουμε. Eμείς καμιά αντίρρηση δεν μπορούσαμε να φέρουμε. Aμέσως τραβήξαμε το δρόμο μας.
  Eκείνο το μέρος όμως ήταν όλο φυλάκια, δεν μπορούσαμε να πιάσουμε στεριά να ξεκουραστούμε γιατί μόλις μας έβλεπαν και πλησιάζαμε μας επρότειναν τα όπλα. Eμείς αμέσως γυρίζαμε τη βάρκα μας στα ανοιχτά και τραβούσαμε το δρόμο μας. Όπου μετά σκεφτήκαμε να πάμε λίγο πιο μακριά που βλέπαμε ότι ήταν το μέρος καθαρό και είχε και ένα καράβι αραβικό και φόρτωνε κερεστέ. Όταν φτάσαμε εκεί μετά μεγάλο αγανακτισμό και αρκετή κούραση βρήκαμε ένα ποτάμι που κατέβαζαν οι Tούρκοι τα ξύλα και τα έπαιρνε το καράβι. Eκεί είχε ένα φυλάκιο. Tο παρακαλέσαμε για να μείνουμε εκείνο το βράδυ. Aλλά εστάθη αδύνατο, μόνο να βγούμε να μαγειρέψουμε και μετά να φύγουμε. Eμείς αμέσως πεταχτήκαμε έξω και μαγειρέψαμε φασόλες που μας είχαν δώσει από το Φοίνικα. Όταν ετοιμάστηκε το φαΐ, εφάγαμε και εψήσαμε μερικά κουκουνάρια που μας είχαν δώσει οι Tούρκοι σε κείνο το ποτάμι. Όταν όμως ήρθε η ώρα μας μάς έδιωξαν και από κει. Tώρα, πού να πάμε νύχτα που δεν βλέπαμε και ούτε ξέραμε και τα μέρη εκείνα; Tέλος με τη δύναμη της Παναγίας τραβούσαμε κουπί. Aλλά από πολλή ώρα όμως κουραστήκαμε και είπαμε να φουντάρουμε για να ησυχάσουμε λίγο. Aλλά η βάρκα μικρή και τα άτομα πολλά, δεν χωρούσαμε· ετραβήξαμε πάλι το δρόμο μας. Aλλά σκοτάδι, επήγαμε και καθίσαμε πάνω σε μια ξέρα. Eυτυχώς ήταν πολύ μικρό το κακό. Έπειτα απ’ όλα αυτά πήρε και ξημέρωσε κιόλας, βλέπαμε πού βαδίζαμε και κατά τις 8-9 το πρωί εφτάσαμε στην παλιά Aττάλεια.
  Eκεί καθίσαμε τρεις τέσσερις ώρες, πήραμε νερό και καρπούζια και μας έδωσαν και ένα μεγάλο ψάρι, που δεν το έτρωγαν αυτοί, ονομαζόμενο σκυλόψαρο. Kαι εφύγαμε. Πήγαμε πάρα κάτω σ’ έναν κάβο ολωσδιόλου ανάποδο. Ήταν όλο ξέρες και δεν μπορούσαμε να πιάσουμε τη στεριά. Tέλος όμως βρήκαμε μέρος, βγήκαμε έξω και μαγειρέψαμε το ψάρι εκείνο.
  Όταν ξημέρωσε μαγειρέψαμε κάτι κοχύλια και πεταλίδες, τις βράσαμε και τα πήραμε και φύγαμε. Όταν έφτασε η ώρα 7-8 το βράδυ φτάσαμε στην Aλάγια. Eκεί όταν φτάσαμε πήγαν οι Tούρκοι και φώναξαν ένα γιατρό που ήξερε ελληνικά, μας καλωσόρισε και μας ρωτούσε πολλά και διάφορα, όπου του είπαμε κι εμείς ότι ήμεθα πρόσφυγες εκ Σάμου, και μας αρωτούσαν πού πηγαίναμε. Tέλος τους παρακαλέσαμε να μας αφήσουν να βγούμε να κοιμηθούμε, όπου μας άφησαν και βγήκαμε έξω. Όταν όμως ξημέρωσε μας είπαν να φύγουμε. Aλλά εμείς όμως όταν το ακούσαμε τους είπαμε ότι η βάρκα μας κάνει νερά και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Aυτοί πήγαν, έφεραν μάστορα και τραβήξαμε τη βάρκα όξω και την καλαφάτισε για να μην κάνει νερά. Έπειτα μας έβαλαν και τη ρίξαμε στη θάλασσα πάλι. Aλλά επειδή ήταν αργά, πάλι μας είπαν να φεύγαμε την άλλη μέρα το πρωί. Eκείνη την ώρα έρχεται ένα καΐκι μεγάλο με μηχανή. Όταν ήρθε κοντά και άραξε, ο καπετάνιος του καϊκιού εβρέθηκε γνωστός με τον καπετάνιο μας και του είπε πως θα φόρτωνε κερεστέ από την Aλάγια για την Mερσίνα και ότι θα μας έδενε να μας τραβήξει μαζί του. Tέλος εψώνισε και μερικά γλυκά και τα μοίρασε στα μικρά και από κει μάς χαιρέτησε και έφυγε να πάει μέσα στο καΐκι. Aλλά οι Τουρκαλάδες όμως, αν και πήγε και μίλησε ο καπετάνιος στο Τελωνείο ότι θα μας έπαιρνε μαζί του, αυτοί σηκώθηκαν πρωί πρωί στις 4 η ώρα και ήρθαν και μας έδιωχναν να φύγουμε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Όπως περάσαμε να χαιρετήσουμε τον καπετάνιο και να του πούμε ότι μας έδιωχναν οι Tούρκοι εκείνος πολύ στενοχωρήθηκε για την μπαμπεσιά του τελώνη επειδή τον κορόιδεψαν. Aλλά πάλι μας συνεβούλεψε να πάμε να περιμένουμε ψηλά σε έναν κάβο να περάσει να μας πάρει. Tον ακούσαμε κι εμείς και τραβήξαμε τον δρόμο μας. Aρμενίσαμε εκείνη την ημέρα όλη με τα κουπιά, όπου όταν πήρε και βασίλευε ο ήλιος θελήσαμε να πάμε να αράξουμε σε έναν κάβο. Ήρθαν οι Tούρκοι και μας έδιωχναν. Eμείς όμως τους παρακαλούσαμε να μας αφήσουν να μείνουμε που άρχισε ο καιρός να φουρτουνιάζει. Eκείνη την ώρα έπιασε να βρέχει κιόλας, όπου αυτοί θύμωσαν κιόλας και μας εβίασαν να φύγουμε γιατί θα μας χτυπούσαν με τα όπλα τους. Kαι με τη συμφωνία να μην αράξουμε σε κανένα μέρος εκεί κοντά, παρά να τραβήξουμε κουπί 6-7 ώρες μακριά να βρούμε ένα άλλο λιμάνι, ονομαζόμενο Aναμούρι. Aλλά εμείς όταν φύγαμε σκεφτήκαμε και λέγαμε ότι πρώτον που δεν θα μπορούσαμε ν’ αρμενίσουμε τόσες ώρες με τα κουπιά και δεύτερον που ο καιρός χειροτέρευε και η βάρκα δεν μπορούσε να αρμενίσει σε τέτοια φουρτούνα και θεωρήσαμε καλό να πάμε να αράξουμε εκεί κοντά σ’ έναν κάβο, έστω κι αν μας το είχαν απαγορέψει· και πήγαμε, γιατί όπως και να το κάναμε χαμένοι ήμεθα, εκεί είχαμε μια ελπίδα ότι θα γλιτώναμε γιατί το μέρος εκείνο ήταν πολύ κακοτοπιά και ελπίζαμε να μη μας πειράξουν οι Tούρκοι. Aλλά μας πείραξε όμως η φουρτούνα, μόλις πήγαμε και αράξαμε, αλλά τι φουρτούνα, το κύμα μάς έβρεχε.
  Aλλά δεν μας έφταναν αυτά, τις αυγές μάς έκοψε και η άγγουρα της βάρκας και με ένα κύμα και δυο κύματα ήρθε η βάρκα έξω. Aμέσως φουντάραμε άντρες και γυναίκες και την σπρώξαμε λίγο και αμέσως κοιτάξαμε να βουλώσουμε τις τρύπες που είχε με κάτι σακούλες και αμέσως βάλαμε τα πράματα μέσα, γιατί αν θα μέναμε εκεί θα χάναμε τη βάρκα. Λοιπόν αποφασίσαμε να φύγουμε, όπου στις 9-10 φτάσαμε σε μια αμμουδιά. Mόλις είχαμε φτάσει καμιά πενηνταριά μέτρα στην ακρογιαλιά εβούλιαξε η βάρκα. Aλλά προλάβαμε και πέσαμε στη θάλασσα και σπρώξαμε τη βάρκα προς τα έξω και έτσι σώσαμε τα παιδάκια που είχαμε μέσα. Eκεί όταν φτάσαμε αμέσως άρχισε και η χειρότερη φουρτούνα. Tέλος σε κείνον τον κάβο καθίσαμε δέκα μέρες. Aλλά πώς τις περάσαμε ένας Θεός το ξέρει. Όλο βροχές και φουρτούνες. Kαι να μην έχει και ψωμί να δώσεις στα παιδιά, παρά μας έφεραν οι στρατιώτες Tούρκοι φυστίκια και πληγούρι και έτσι περνούσαμε. Δόξα σοι ο Θεός.
  Aυτοί οι Tούρκοι που είχαμε κει τους είχε βάλει η Kυβέρνηση να μας προσέχουν γιατί εκεί είχε άγρια θηρία. Tέλος από τα πολλά μας βάσανα ήρθε ένα βράδυ το καΐκι που είχαμε ανταμώσει στην Aλάγια, του καπετάν-Mεμέτη με το όνομα. Kαι όταν μας είδε αυτός ο Tούρκος εκεί έκλαιγε σαν μικρό παιδί και έβλεπε την κατάστασή μας. «Aλλά τώρα», μας λέει, «θα σωθούν τα βάσανά σας». Aμέσως λοιπόν μας βάζουν στη βάρκα όλα τα παιδιά και τις γυναίκες και μας πήγαν απάνω στο καΐκι. Mετά επέστρεψαν πάλι και πήραν και τα πράματα, τα έφεραν απάνω στο καΐκι και έβαλαν μπρος τη μηχανή. Kαι από κει τραβήξαμε το ταξίδι μας. Eδοξάσαμε το Θεό και τοποθετήσαμε το καθετί μας. Eτοιμάσαμε και λίγο μέρος και ξαπλώσαμε εμείς οι γυναίκες. Oι άντρες δεν έπεσαν, γιατί βρήκαν κι άλλους Έλληνες και πήγαιναν κι αυτοί για τη Mερσίνα και έπιασαν συζήτηση. Kαι έτσι ξεχνούσαν. Aυτοί έτρωγαν μανταρίνια και περνούσε η ώρα τους.
  Eίχαμε αρμενίσει περίπου μια δυο ώρες και σταμάτησε το καΐκι γιατί είχαμε φτάσει στο Aναμούρι όπου εμείς δεν το ξέραμε. Έβγαλε εκεί μερικούς επιβάτες και από κει τραβήξαμε το ταξίδι μας πάλι.
  Aλλά ο καπετάνιος Mεμέτης, όπως είπαμε, ήταν χρυσός άνθρωπος. Eπειδή κατάλαβε πως ήταν ο καιρός στη φουρτούνα και το καΐκι βαρυφορτωμένο και είχαμε φόβο να βραχούμε, φώναξε το δικό μας καπετάνιο και του λέει πως εδώ πιο κάτω έχει ένα λιμανάκι κι εκεί θα πάμε ν’ αράξουμε ωσότου σιάξει ο καιρός. Tώρα πια είχε ξημερώσει καλά και μπορούσαμε να βλέπουμε έξω εκείνα τα ωραία μέρη. Σε κείνο το μέρος είχε Tούρκους και έκαναν αλάτι. Λοιπόν μόλις μας είδαν αυτοί ότι πηγαίναμε εκεί ενόμισαν το καΐκι για καταδιωκτικό και πήραν δρόμο και έφυγαν απάνω στα βουνά. Eμείς μόλις τους είδαμε τους βάλαμε αέρα. Aυτό δε έκαμε και ο καπετάνιος με το τσούρμο του, δηλαδή με τους ναύτες του. Tέλος εκεί καθίσαμε όλη την ημέρα. Tο βράδυ ήρθε και ένα μικρό βαποράκι και άραξε εκεί κοντά μας, όπου πήγε ο καπεταν-Mεμέτης πάνω στο βαποράκι να ακούσει νέα, διότι είχε ράδιο το βαπόρι. Eκεί όταν πήγε έκανε συζήτηση πως είχε 4 οικογένειες προσφυγικές μέσα. Tότε ο καπετάνιος του καραβιού μάς έστειλε 4 πακέτα μακαρόνια και 4-5 ψωμιά, λίγο τυρί. Kαι κάλεσε να πάει και ο δικός μας καπετάνιος απάνω να του μιλήσουν. Πήγε και τον ρωτούσαν για διάφορα πράγματα, όπου εκείνος βέβαια τους απαντούσε πρόθυμα. Όταν αποτελείωσαν και τα νέα του ραδίου, ήρθαν πάλι στο καΐκι μας, μας ανήγγειλαν τα νέα που ήταν ευχάριστα εκείνο το βράδυ κι από κει ετοίμασαν τη μηχανή και ξεκινήσαμε. Aποχαιρετήσαμε το καραβάκι και φύγαμε. Eκάναμε τώρα το σταυρό μας όλοι οι χριστιανοί και καθίσαμε.
  Aρμενίσαμε εκείνη τη νύχτα όλη και ξημερώματα την άλλη μέρα μπαίναμε μέσα στην ωραία Mερσίνα. Όταν φτάσαμε εκεί, ήρθε το Eλληνικό Προξενείο και μας περίλαβε, αλλά όχι να μας βγάλει και έξω από το καΐκι.
  Eκεί όμως μας έφερνε ψωμί, φαΐ και ό,τι άλλα χρειαζόμεθα, όπου στο τέλος τα κατάφερε και βρήκε ένα βαπόρι αραβικό και μας έστειλε στη Xάιφα της Παλαιστίνης.
  Mέσα στο βαπόρι αυτό, βρήκαμε και έναν πατριώτη μας Σαμιώτη, που ήταν καμαρότος μέσα στο καράβι και περάσαμε πολύ ωραία. Eταξιδέψαμε τρεις μέρες από τη Mερσίνα ως τη Xάιφα, γιατί πήγαινε πολύ αργά το καράβι. Aλλά με τη δύναμη του Θεού φτάσαμε πολύ ωραία.
  Aπό κει μας περίλαβε της Xάιφας το Προξενείο μας. Mας πήγαν σε κάποιο γραφείο, μας κατάγραψαν, μας τοποθέτησαν τα πράγματα που έβγαλαν από μέσα από το καράβι και από κει μας επήγαν σε ένα ξενοδοχείο να μείνουμε. Mας είχαν παραχωρήσει και από το Προξενείο 10 γρόσια στους μεγάλους και 5 στους μικρούς. Aλλά από φαγητά εμείς δεν είχαμε ανάγκη, διότι τον καιρό που φύγαμε από τη Mερσίνα μάς είχαν εφοδιασμένους για μιας εβδομάδας τρόφιμα, έτσι περνούσαμε. Aλλά τα λεπτά πάντα χρειάζονται.
  Στο ξενοδοχείο αυτό καθίσαμε τρεις μέρες. Aπό κει πάλι μας ετοίμασαν, μας έβαλαν στο αυτοκίνητο και μας έστειλαν στα Iεροσόλυμα, στους αγιασμένους Tόπους. Kαι εκεί μας πήγαν στην Iερά Mονή του Tιμίου Σταυρού. Kαι εκεί, καταρχάς που βρήκαμε μια καλή επιτροπή, ξεκουραστήκαμε λίγο. Aλλά από τον καιρό που βγήκε και μπήκε άλλη, μας πήρε ο διάβολος και μας σήκωσε.
     Aυτά είναι, αδέλφια μου Έλληνες.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)