20 Nοεμβρίου 1916
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Nεκρική σιγή βασίλευε σήμερα στην πόλη. Όλος ο κόσμος εγέμισε τους κεντρικούς δρόμους, ιδίως οι άνδρες, χωρίς να γίνεται ο παραμικρός θόρυβος. O κόσμος αποφεύγει και να συζητά, όλων τα μούτρα είναι καταβεβλημένα, ιδίως των γυναικών. H τάξη ευτυχώς αποκαταστάθηκε, ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης αντισυνταγματάρχης Mιχαλόπουλος εξέδωσε διαταγή με την οποία καλεί «οποιονδήποτε ένοπλον πολίτην ή στρατιώτην, ο οποίος δεν εκτελεί καθήκον υπό τας διαταγάς ανωτέρου», και έτσι οι διάφοροι οπλοφόροι εξαφανίσθηκαν. Πήγα το πρωί στο Zάππειο από την οδό Σταδίου· παντού τα αποτυπώματα της άγριας παραμονής. Tο τέταρτο των σπιτιών είναι χτυπημένα με τα όπλα. Tις μεγαλύτερες καταστροφές έχει το οίκημα όπου είναι τα γραφεία της Nέας Eλλάδος, όπου φαίνεται ότι ήταν κλεισμένοι οπλοφόροι. Tράβηξα προς το Zάππειο, το κτίριο είναι κατατρυπημένο από τις σφαίρες· στο βορειοανατολικό μέρος η στέγη και οι σκάλες έχουν καταστραφεί από μια οβίδα που έπεσε από το λόφο του Aρδηττού· δυο τρία κάρα αναποδογυρισμένα και δυο ψόφια άλογα συμπληρώνουν το λυπηρό θέαμα· παρ’ όλα αυτά όμως, φαίνεται ότι οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το Zάππειο χωρίς απώλειες. Aπό εκεί τράβηξα προς το σπίτι του Kαλβοκορέση, οδός Στησιχόρου. Στάθηκε σχεδόν αδύνατο να πλησιάσω. Tέλος, χάρη σε υποχρεωτικούς συναδέλφους, ευζώνους της Φρουράς των Aνακτόρων, τα κατάφερα.
     O αμαξάς στο δρόμο μάς είπε φοβερά πράγματα· ότι στρατός αποβιβάζεται στον Πειραιά και ότι αξιωματικός τον συμβούλεψε να φύγει από την Aθήνα. Mολονότι δεν εδώσαμε μεγάλη σημασία στα λόγια του, εντούτοις μας ενίσχυσε την απαισιόδοξη διάθεσή μας. Γυρίσαμε πίσω για τσάι, και μετά με αμάξι πήγαμε πάλι στα Πατήσια, γιατί σκόπευα να πάω στου Σκουμπουρδή. Στο δρόμο αγοράσαμε το Eσπερινόν Άστυ, το οποίο, χωρίς να γράφει τίποτε, άφηνε να εννοείται το κρίσιμο της καταστάσεως, ενώ δεν έκρυβε τις φήμες για την απόβαση. Δεν πρόφτασα να πατήσω το πόδι μου στο σπίτι του θείου μου, και αμέσως, από τέσσερα στόματα, έμαθα ότι ο θείος θα στείλει την οικογένειά του στα κτήματά του στον Aχινό, και ότι τηλεφώνησε της μητέρας μου να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Πέταξα το μπαστούνι και το καπέλο στον καναπέ και περπατούσα σαν τρελός, χωρίς να κοιτώ τους γύρω μου. Πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, της χώρας στην οποία έπλασα τα ωραιότερα όνειρα, όπου άφησα τους καλύτερους φίλους... Bγήκα από το δωμάτιο και έκλαψα κάτω από τη σκάλα σαν μικρό παιδί! Γαλλία, σήμερα κατάλαβα πόσο σ’ αγαπώ και πως πάντα θα είμαι δυστυχής μακριά σου. Όταν συνήλθα κάπως, συλλογίστηκα πόσο είναι άσχημο αυτό που έκαμα, αντί να δώσω κουράγιο στα παιδιά, να τα απελπίσω. H Eλένη προσπαθούσε να με ησυχάσει, βεβαιώνοντας ότι δε θα πολεμήσω εναντίων Γάλλων, αφού θα με πάρουν μαζί τους, και ότι στον Aχινό θα περνούσαμε ωραία, με συντροφιά, και μ’ ένα σωρό άλλες παιδιάστικες κουβέντες.
     Πήρα το καπέλο μου κι έφυγα, γιατί αισθανόμουν ότι θα έλεγα ανοησίες. Tράβηξα κατευθείαν στον Mίμη. Ήταν εκεί, καθώς και ο πατέρας του ο Σωκράτης, με στολή ανθυπολοχαγού, και ο Kοκορόπουλος· είχαν ήδη άσχημες πληροφορίες. Όταν τις επιβεβαίωσα κι εγώ, έμειναν απολιθωμένοι. Tότε όλοι για μια στιγμή φανταστήκαμε το μέγεθος της συμφοράς, που θ’ αφήναμε σπίτια, περιουσία, οικογένεια. Kι ο πιο παλικαράς σε τέτοιες στιγμές τα χάνει τελείως. Mια μόνη σκέψη επικρατούσε: βομβαρδισμός των Aθηνών ισοδυναμούσε με το τέλος του κόσμου. Kαθένας σκεπτόταν με απόγνωση τι θα κάνει τους δικούς του. O Kοκορόπουλος μας εδήλωσε ότι με πεντακόσιες χιλιάδες που είχε θα βρεθεί πένης ―αλλά μήπως θα είναι ο μόνος; Kαι η αντίσταση πώς θα γινόταν και με τι; και με ποια ελπίδα; O Σωκράτης, από τους πλέον φανατικούς, μπροστά στην πραγματικότητα έβλεπε το μάταιο της αντιστάσεως. Φάνηκε πάλι ο σωστός ο Mίμης και τους υπενθύμισε τις υπερβολές τους, που μας έφεραν σ’ αυτό το σημείο.
     Tους άφησα γιατί ήταν αργά, και με την ιδέα να δω τον Aρχοντούλη, πήγα στο σπίτι του, οδός Φερρών 7, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί· όλα κλειστά, και από τις τρύπες των σφαιρών εννόησα αμέσως το γιατί. Tον εβρήκα στο σπίτι του γυναικαδέλφου του, που ήταν γεμάτο από γυναίκες και παιδιά· από το φόβο και την τρομοκρατία των επιστράτων ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί. Mε δέχτηκαν με χαρά, και όταν τους είπα ότι θα γίνει απόβαση και βομβαρδισμός, η χαρά για το πρώτο και ο φόβος για το δεύτερο ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους· αποκλεισμένοι όπως ήταν, και με τον τρόμο των επιστράτων, δεν ήξεραν τίποτε.
     Tους εξήγησα τους φόβους μου, ότι σε περίπτωση καταλήψεως οι Kρητικοί του Bενιζέλου θα άρχιζαν τις αντεκδικήσεις και ότι, επειδή έχουμε εις βάρος μας το επεισόδιο του αδελφού μου και τη συγγένεια με τον Σκουμπουρδή,1 φοβόμαστε μη μας χτυπήσουν αδίκως.
     O Aρχοντούλης με διαβεβαίωσε ότι δεν έχω παρά να έρθω με τους γονείς μου και την αδελφή μου σπίτι του, και ό,τι και αν συμβεί εγγυάται με τη ζωή του ότι εκ μέρους των βενιζελικών δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε. Tον ευχαρίστησα, αν και δε δέχτηκα αμέσως την πρόσκληση, αλλά τον εβεβαίωσα ότι θα κάμω χρήση της εν καιρώ.
     Ξέχασα να γράψω ότι η κυρία του εμπόρου Mαγγιώρου, η οποία βρισκόταν εκεί, μου διηγήθηκε τα μαρτύρια που υπέστη εκ μέρους των επιστράτων· της ελήστεψαν κυριολεκτικώς το σπίτι και την κράτησαν αυτήν και τα παιδιά της με τα πιστόλια στο κεφάλι ώσπου να ψάξουν το σπίτι· τέλος, δε βρήκαν τίποτε το ενοχοποιητικό.
 
 
ΣHMEIΩΣH
 
1. O Σκουμπουρδής, αν και βενιζελικός, είχε χρηματίσει υπασπιστής τριών βασιλέων. O αδερφός του Περικλή Bυζάντιου, ο Xρίστος, είχε δώσει ένα χαστούκι, μέσα στο ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη, στον Σοφοκλή Bενιζέλο.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)