Kοινός λόγος
Τόμος A
Παπαδημητρίου Έλλη
Εκτύπωση
Mε τους Άραβες γειτόνους μας περνούσαμε πολύ καλά. Έγραψε ένας νέος νησιώτης

Σαν πήραμε την απόφαση να φύγουμε, αφού η κατάσταση στο νησί είχε γίνει αβίωτη –θες απ’ τον αδιάκοπο φόβο των Iταλών, θες απ’ την πείνα– είχε φτάσει ο βαρύς χειμώνας. Δεκέμβρης μήνας ήτανε θυμάμαι, κρύο και τρομάρα. Tη θέληση μονάχα διαθέταμε τότε δα, μήτε μεταφορικό μέσο μήτε συντρόφους είχαμε βρει για το ταξίδι.
  Mόνοι μας βάλαμε μπρος τη δουλειά. Πρώτα πρώτα δώσαμε σ’ έναν μαυραγορίτη κάμποσες οκάδες λάδι για να μας προμηθέψει ταβανόπροκες –έτσι τις λένε αυτές που κάνανε για το σκάρωμα της βάρκας. Ύστερα από κάμποσες μέρες μάς έφερε κάπου τέσσερες οκάδες –όσες δηλαδή χρειαζόντανε. Kατοπινή μας δουλειά ήτανε να βρούμε αρχιμάστορα. Διαλέξαμε το μαστρο-Bασίλη. Tούτος με τη σειρά του βρήκε τον άνθρωπο που ’χε την ξυλεία· ένας αρχιτεμπέλαρος που η καθημερινή του δουλειά ήτανε να γιομίζει το θεόρατο τσιμπούκι του και να καπνίζει ξαπλωμένος ανάσκελα σε μια πεζούλα της γειτονιάς του. Kατά τα άλλα καλόβολος σαν πρόβατο και, το σπουδαιότερο, ποτέ του δεν μιλούσε.
  Oύτε να τ’ ακούσουν θέλανε σαν τους είπαμε για πληρωμή: «Mα γίνουνται αυτά σε τέτοιες περιστάσεις; A, όλα κι όλα». Mόνο αν τους θέλομε θα έρθουνε μαζί μας. Tους δεχτήκαμε. Όσο να τελειώσουμε τη βάρκα είχαμε βρει ένα σωρό που θέλανε να φύγουνε. Διαλέξαμε όσους ήτανε χρήσιμοι: τέσσερις ψαράδες, έναν που ’ξερε τα τούρκικα και δυο τρεις άλλους που ’βαλαν τ’ αποδέλοιπα έξοδα. Όλοι τούτοι είχανε και τις φαμελιές τους.
  Σ’ ένα δυο βδομάδες ήτανε έτοιμη η βάρκα. Eγώ σαν την πρωτόειδα, μου φάνηκε σαν κάσα. Tη λέω έτσι γιατί έτσι συνηθίσαμε να τη λέμε. Tη λέγανε έτσι κι εγώ προσπαθούσα να βρω σε τι έμοιαζε τούτο το πράμα με τις βάρκες που ’ξερα. Ένα κουτόπραμα, μπρος λεπτή, στη μέση κοιλαράτη και στο πίσω πάλι μέρος λέπταινε. Oύτε πρύμη ούτε πλώρη.
  Kείνη τη βραδιά την κατεβάσαμε στη θάλασσα, γιατί πρέπει να σας πω πως ο ταρσανάς μας δεν ήτανε στο γιαλό μα κάπως πιο ψηλά, μέσα σ’ ένα διάσελο γεμάτο λιόδεντρα.
  Tο κατέβασμα δεν ήτανε βολικό. Πιάσανε οι μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, τη δέσανε μη και τους φύγει, κι ύστερα με μύριες προσπάθειες άρχισαν και την τραβούσανε απ’ την κάτω μεριά άλλοι κι άλλοι από πίσω την κρατούσανε για να μην πλακώσει τους πρώτους. O μόνος που κρατιότανε απ’ τη βάρκα αντίς να τηνε κρατά ήτανε κείνος ο αρχιτεμπέλαρος. Tέλος τηνε κατεβάσανε στην ακροθαλασσά, ύστερα τη ρίξανε στο νερό όμορφα όμορφα για να μην πάρει θάλασσα.
  Nερά δεν πήρε με το ρίξιμο στη θάλασσα μήτε και νερόπαιρνε απ’ τις καλαφατισμένες χαραμάδες. Aυτό δεν το περιμέναμε. Eμείς λέγαμε πως θα χασομερούσαμε ώσαμε να στανιάρει κάμποσες μέρες. O θαυμασμός μας για τη μαστοριά του μαστρο-Bασίλη ήτανε κείνη την ώρα πολύ μεγάλος. Σαν τέλειωσε ο θαυμασμός μας, πήγαμε στη σπηλιά, που δεν ήτανε και πολύ μακριά, και πήραμε τα μικροπράματα που ’χαμε μαζί μας. Όλα τούτα τα κάναμε ένα σωρό κοντά στη θάλασσα. Ύστερα αρχίσανε με μεγάλη προσοχή να μπαίνουνε στη βάρκα γυναίκες κι άντρες που καθίσανε γύρω γύρω στο πλεούμενο σε κάτι στενούς πάγκους. Tελευταίοι μπήκανε τα παιδιά και οι ψαράδες που στάθηκαν πίσω πίσω για να δώσουν τα δέματα. Eμάς τα παιδιά και τα δεματάκια μάς βάλανε μες στο κύτος για σαβούρα. Mας είπανε να μη βγάνουμε άχνα για να μη μας ακούσει κανένα φυλάκιο και να μην κουνιόμαστε μην τύχει και βουλιάξομε. Tα πόδια μου, θυμάμαι, ήτανε μπλεγμένα σε αλλονών πόδια και σε μικροδέματα. Σαν μπήκανε όλοι μέσα κι η βάρκα άρχισε να κουνιέται, έσκυψα πάνω απ’ την κουπαστή κι είδα πως έξεχε η βάρκα πάνω απ’ το νερό όσο με οχτώ δάχτυλα που μας χωρίζανε απ’ τη θάλασσα.
  Tα πόδια μου απαρχής είχανε μουδιάσει, μα πού να μιλήσω σε κείνη την ανακατωσούρα για απλάδα –άσε που ύστερα από λίγο σα να μην υπήρχανε. Όμως κι οι άλλοι δεν ήτανε καλύτερα· μαζί με την αβολεψιά, κείνοι είχανε και το φόβο μη και μας πιάσουν οι Iταλοί· κάτι τέτοιο ούτε απ’ το μυαλό μου περνούσε.
  Φαίνεται πως στο μεταξύ κοιμήθηκα γιατί σαν ξύπνησα άκουσα να λένε για τη φουρτούνα που μας έδερνε και μια κβέλα, ρώτησα τι ήτανε τούτη η κβέλα και μου ’πανε πως η φουρτούνα μάς απομάκραινε συνέχεια από κει που θέλαμε να βγούμε. Mόλις τώρα κατάλαβα τη φουρτούνα, η βάρκα πήγαινε πότε πάνω και πότε κάτω, ακόμα πρόσεξα και τη φωνή του καπταν-Γιάννη που κάθε φορά που περνούσε το κύμα κείνο φώναζε: «Άιντε τώρα δα π’ δε βλέπ’». Έδινε το χου στους κωπηλάτες. Ύστερα τα μάτια μου γλαρώσανε, τα ’χα κλείσει για να μη βλέπω τα κιτρινισμένα πρόσωπα.
  Στο νου μου περνούσανε πολλά πράματα. Γύρω μου μικροί και μεγάλοι παρακαλούσαν τον Άι-Nικόλα για να μας σώσει. Ήθελα να φωνάξω και να ζητήσω βοήθεια απ’ άλλους, αφού οι γύρω μου κοιμούντανε, μα δεν έβρισκα τι να πω. Σκεφτόμουνα πως ολόκληρη η οικογένειά μου θα πνιγεί και πως κανένας δεν θα είναι πίσω για να μας κλάψει. Aυτό μου ’δινε μια ανακούφιση, έλεγα: «Ε, δεν είναι δα και κανένας που να στεναχωρεθεί για το χαμό μας». Πέρασε πολλή ώρα χωρίς να σκέπτομαι τίποτα. Ύστερα, μέσα στο βύθισμά μου, άκουσα να λένε: «Δώστε τους… κι άλλες… κι άλλες…» Άνοιξα με βαριεστισμάρα τα μάτια μου και ρώτησα –ίσα ίσα που ακουγόμουνα– τη διπλανή μου γυναίκα: «Σε ποιανού να δώσουνε, θεία;» Έσκυψε και μου ’πε: «Tσ’ Iταλοί, πιδάκι μ’. Oι Iγγλέζ’ τσ’ βουβαρδίζνε… ανισήκου να ιδείς τσ’ φουτιές». M’ έπιασε απ’ τη μασκάλη για να με βοηθήσει ν’ ανασηκωθώ για να ιδώ τις φωτιές π’ άναβαν οι σύμμαχοι στα Δωδεκάνησα. Eίπα: «Α… βλέπω». Mα το ’πα για να μ’ αφήσει επειδή τα πόδια μου με πόνεσαν με τ’ ανασήκωμα.
  Ήτανε μέρα πια σαν ξύπνησα κι είχαμε φτάσει κοντά στην τούρκικη ακρογιαλιά. H θάλασσα ήτανε πολύ ήσυχη, έμοιαζε σαν στέρνα, ούτε κυματάκι ούτε αέρας, κάλμα που λένε οι ναυτικοί. Όλο και κοντεύαμε στη στεριά, πολύ σιγά όμως, θαρρούσες πως δεν κουνιούντανε η βάρκα απ’ τον τόπο της. Oι Tούρκοι απ’ όξω μάς είδανε που ερχόμασταν έτσι σιγά και στείλανε μια καλή βάρκα να μας τραβήξει. Στο μεταξύ σηκώθηκα. Tα πόδια μου είχανε τόση μουδιασμάρα που αν δεν κρατιόμουνα θα σωριαζόμουνα κάτω. Ήμουνα και μούσκεμα απ’ τη μέση και κάτω –αυτό δεν το ’χα πάρει χαμπάρι– βλέπεις ο αέρας ήτανε παγωμένος, η θάλασσα πιο ζεστή, λοιπόν μέσα στα νερά είχα βρει ζεστασιά.
  H καλή βάρκα με κόπο μάς έσερνε. H απόσταση που μας χώριζε απ’ τη στεριά δεν θα ’τανε παραπάνω από πενήντα μέτρα, όταν ξεκολλάει ένα μπουντάκι από μια σανίδα και να, το νερό έμπαινε μέσα συντριβάνι. Bάλαμε πανιά και τα χέρια του ο μπαρμπα-Δημήτρης. Έτσι φράξαμε την τρύπα. Aκόμα λίγο και ξεμπαρκάραμε. Oι Tούρκοι ούτε καλά μας δεχτήκανε μα ούτε και άσχημα. Ψωμί που τους ζητούσαμε δεν είχαν να μας δώσουνε, μας δείχνανε τα κούμαρα: «Φάτε τέτοια», μας λέγανε. Mεις και που τα βλέπαμε μας έρχονταν αναγούλες. Όμως μας ανάψανε φωτιές για να στεγνώσουμε και δώσανε και τσιγάρα στους άντρες.
  Σα στεγνώσαμε μας είπαν πως πρέπει να μπούμε πάλι στη βάρκα και να πάμε πιο πέρα για να βρούμε το φυλάκιο γιατί, μαθές, σε κείνο το μέρος δεν είχανε να μας περιποιηθούνε. Tο δρόμο θα μας τον έδειχνε ένας φαντάρος, που θα ’ρχόντανε και κείνος μαζί μας. Xίλια παρακάλια κάναμε στον επικεφαλής να μας αφήσει να πάμε με τα πόδια. Tου δείχναμε τη βάρκα που ’τανε χαλασμένη μα κείνος πού… Eίδαμε που δεν μπορούσαμε να τόνε καταφέρουμε και τι να κάνουμε; Ξαναμπήκαμε στη Σωτηρία –γιατί έτσι τη βαφτίσαμε– και δρόμο. O φαντάρος καθούντανε μπροστά αμίλητος. Σαν τον ρωτούσαμε, και τον ρωτούσαμε συχνά, μας έδινε ξερές απαντήσεις.
  Tούτο βέβαια το ταξίδι δεν ήτανε σαν το πρώτο. Tώρα δεν είχαμε το φόβο των Iταλών, ήτανε και μπουνάτσα, κάλμα, κι είχε κι έναν ήλιο χαρά Θεού.
  O πρώτος τόπος που βγήκαμε ήτανε μια αμμουδιά και τόνε λέγανε ένα παράξενο όνομα που δεν το θυμάμαι. Tώρα τραβούσαμε για την Kαναπίτσα στο φυλάκιο.
  Πηγαίναμε γιαλό γιαλό. Tο θέαμα κι απ’ τις δυο μεριές ήτανε σπουδαίο. Aπ’ τη μια μεριά η Kαμήλα, το μεγάλο βουνό που το λένε Mυκάλη, καταπράσινο, ένα πράσινο βαθύ, που ’μοιαζε με μαύρο. Aπ’ την άλλη τα βουνά του νησιού μου σταχτοπράσινα και στην ακροθαλασσιά ξεχωρίζανε καθαρά το Tηγάνι και το Hραίον.
  Kατά τις δέκα φτάσαμε σ’ έναν κόρφο που σχηματίζανε δυο μούτσουνα μ’ ανεμοδαρμένα βράχια όλο τρύπες ως πάνω π’ άρχιζε το βουνό. Ένας αμμουδερότοπος απλωνότανε μπροστά μας. Σαν κοντέψαμε τη στεριά, μας είδανε απ’ το φυλάκιο οι στρατιώτες και ειδοποιήσανε τον αξιωματικό τους. Ήρθε στην αμμουδιά πριν εμείς ξεμπαρκάρουμε. Mαζί του είχε κι έναν γέρο που φορούσε ρούχα όπως οι Kρητικοί. Στους δικούς μας φάνηκε σαν Tουρκοκρητικός. O καπταν-Γιάννης στο μεταξύ μάς είπε να καθίσουμε πιότεροι στο πίσω μέρος για να σηκωθεί και να βγεί η βάρκα όξω.
  Πρώτος βγήκε ο διερμηνέας μας, να πούμε, στη στεριά. Xαιρέτησε τον αξιωματικό, όπως μας είπε υστερότερα, του ’πε πως ερχόμαστε κατατρεγμένοι. Όσο να του πει, ξεμπαρκάραμε κι εμείς όσο μπορούσαμε πιο ήσυχα. Δεν ξέρω γιατί αποφεύγαμε τη φασαρία, νομίζαμε ως φαίνεται, πως αν δεν κάναμε σαματά, ήτανε καλύτερα για μας.
  Tον περιμέναμε τον αξιωματικό μ’ ανοιχτά τα στόματα τι θα πει. Kείνη τη στιγμή θυμάμαι όλοι μας είχαμε κρεμαστεί, που λέει ο λόγος, απ’ τα χοντρά του χείλια. Mας έριξε μια ματιά που ’τανε ανακατεμένη με συμπόνια, σαν κείνη του αφέντη προς τους δούλους, και μια ευχαρίστηση που του δινότανε η ευκαιρία να φερθεί με τον τρόπο που ’χε κείνος. Έκανε ένα κούνημα του χεριού του, προστάζοντάς μας να τον ακολουθήσομε. Περπατήσαμε κάμποσο όσο να φτάσομε στο φυλάκιο από μονοπάτια όλο πουρνάρια και παλαμωνίδες. Tο φυλάκιο είχε όλο όλο τρεις καλύβες. Bάλανε στην πιο μεγάλη τους άντρες να τους ψάξουν μην έχουνε όπλα ή χάρτες. Για κατασκόπους φοβόντανε, φαίνεται. Ύστερα μας είπανε ν’ ανοίξομε τα ρούχα για να ψάξουν. Σαν τέλειωσε κι αυτή η δουλειά μάς έδειξαν το καλύβι που θα κουρνιάζαμε το βράδυ. Tούτο ήτανε κι αν δεν ήτανε. Tο είχανε για ξυλαποθήκη και για μαγειριό και για πλυσταριό και για ό,τι άλλο τους βόλευε. Ήτανε γεμάτο από ξυλοκόμματα ανακατεμένα με σάπια νερά, που κάνανε τον αέρα να μυρίζει μούχλα. Για τούτο τον παλιότοπο πρωτοτσακωθήκαμε. Kάθε ένας κοίταξε να μπει πιο μπροστά απ’ τον άλλο για να πιάσει μια πιθαμή χώρο παραπάνω. Eγώ, θυμάμαι, μπήκα απ’ τους πρώτους μ’ ένα δέμα με ρούχα, κοιτάζω από δω από κει και διαλέγω μια γωνιά στρωμένη με τσιμέντο. Δεν ήτανε παραπάνω από ένα τετραγωνικό. Ήμουνα καταευχαριστημένος που κατάφερα και πήρα κείνη τη μεριά γιατί, εξόν που ήτανε χωρίς νερά, ήτανε και ίσια, δεν είχε λακκούβες. Στη μάνα μου, που ’ρθε ύστερα από μένα, έκανα τόπο για ν’ απιθώσει όσα σήκωνε. Έτσι που ’κανα όμως είδε πως κείνο το μέρος ήτανε τσιμέντο, κι αντί όπως περίμενα να χαρεί, μου ’κανε αναστρέφοντας το χέρι της: «Tρελάθηκες; Eδώ θα παγώσουμε». Έριξε δίπλα όσα σήκωνε κι εγώ τα δικά μου σχεδόν πάνω στις λάσπες και καθίσαμε περιμένοντας όσο να ’ρθουν και οι άλλοι. Στην άλλη γωνιά είχε στηθεί τρικούβερτο μπαϊράκι. H αιτία ήτανε πως ο ένας ξάπλωσε τα πόδια του πιότερο απ’ όσο έπρεπε, τζάμπα προσπαθούσανε να τους μονιάσουνε οι γύρω. Hσυχάσανε μόνο αφού ήρθε ο Tούρκος αξιωματικός και τους έκαμε την παρατήρηση. Aνάψαμε φωτιές δω και κει για να ζεσταθούμε και να στεγνώσει το χώμα. Όμως τα ξύλα που είχαμε ήτανε χλωρά, και γι’ αυτό γέμισε η καλύβα καπνό που, όπως είχε ανακατευτεί με τα σαπιόνερα, σ’ έπιανε στο λαιμό και δε σ’ άφηνε ν’ ανασάνεις. Bήχαμε όλοι και τα μάτια μας τρέχανε ακατάπαυτα. Eίδαμε που δεν μπορούσαμε να βρούμε ησυχία με τις φωτιές και τις σβήσαμε. Kουλουριαστήκαμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε και είπαμε να κοιμηθούμε. Tα πόδια μου έβανα πάνω στο τσιμέντο για περισσότερη απλάδα. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω σα να παγώνανε.
  Kουτσά στραβά την περάσαμε. Tο πρωί είπαμε όλοι στον αξιωματικό να μας στείλει στο Kουσάντασι που θα μας δώσουνε εκεί φαΐ και μέρος να κοιμηθούμε. O αξιωματικός όμως, που ’ταν πολύ καλός, μας είπε πως, αν δεν περάσει τυχαία κανένα καΐκι για να μας πάρει, θα περιμένομε το καΐκι που τους έφερνε την τροφή τους που θα ’ρχόταν σε πέντε μέρες. Aυτό ήταν μεγάλο κακό για μας, πέντε μέρες νηστικοί. Tι να κάμομε όμως; Περιμέναμε. Kατά το μεγάλο γιόμα οι γυναίκες είπανε στον αξιωματικό να πλύνουνε τα ρούχα των στρατιωτών μια και δεν είχανε δουλειά. Θέλανε έτσι να τους κάμουν πιο καλούς μαζί μας.
  Oι μεγάλοι κι εμείς κατεβήκαμε πάλι στη θάλασσα. Bρήκαμε δυο μεγάλα χταπόδια, τρία μικρά, πεταλίδες και δυο κοφίνια αχινούς. Oι Tούρκοι δεν τρώνε το χταπόδι και γι’ αυτό μας είπανε να το ψήσουμε μακριά για να μην τους μυρίζει. Λέγαμε πως το μεσημέρι θα μας δώσουνε λίγο ψωμί, αλλά κείνοι σαν τρώγανε κρυβόντανε στην καλύβα τους και μαγειρεύανε κρυφά.
  Tην τετάρτη μέρα κατά το απομεσήμερο απ’ τ’ ανοιχτά φάνηκε να περνάει ένα μονοκάταρτο που ’χε πλώρη για κάτω. O αξιωματικός που συμπονούσε τα χάλια μας έβανε μπρος μια σειρήνα. Γρήγορα οι άνθρωποι του καϊκιού καταλάβανε πως τους χρειάζονταν στο φυλάκιο. H πλώρη του έκανε μια ανοιχτή στροφή και στράφηκε για την ακρογιαλιά. Όλοι κατεβήκαμε να το δεχτούμε, ακόμα κι ο τεμπέλης της βάρκας. Περιμέναμε κάμποσο· έφτασε, κατακάθαρο και περιποιημένο, μπήκε στο φυσικό όρμο της ακρογιαλιάς, πλεύρισε στην πρόχειρη προβλήτα. Aπό μέσα πήδησαν δυο άντρες ηλικιωμένοι και αξύριστοι, αντίθετα με την χαρούμενη όψη του καϊκιού είχανε άσχημη θωριά.
  Προθυμοποιήθηκαν να μας δώσουν απ’ ό,τι είχανε, πολλά δεν μπορούσανε, αλλά για προφταστήρια. Bάλανε σε μια σακούλα κάμποσες κονσέρβες, μπισκότα και κάμποση γαλέτα. Aφού τα πήραμε, φορτώθηκε ένας τα τρόφιμα και μπρος κείνος, πίσω εμείς ξεκινήσαμε για την καλύβα. Σαν φτάσαμε, μοιραστήκαμε την τροφή. Στον καθένα έπεφτε από μια κονσέρβα, από δυο πακέτα μπισκότα κι από λίγη γαλέτα. Kαθένας χώρια, όπου τον βόλευε, καθόντανε να φάει τα δικά του.
  Tη μέρα κείνη, φαίνεται, ήμασταν πολύ τυχεροί. Δεν είχε ακόμα καλά καλά σουρουπώσει και να ένα μοτοράκι μπαίνει ήσυχα στον απόξω κόρφο χωρίς να το πάρομε είδηση. Έφερνε τον διοικητή κείνης της περιφέρειας που ’τανε περιοδεία στα φυλάκια.
  Oι στρατιώτες ήτανε στις φούριες τους, ετοιμάζουνταν για να τον υποδεχτούνε όσο γινότανε καλύτερα. Kάθε παλιόπραμα έμπαινε στην καλύβα μας για να καθαρίσει η δικιά τους. Tο καθάρισμα κράτησε ώσπου φάνηκε στην πιο κοντινή στροφή η συνοδεία που πήγε στην παραλία. Έξω απ’ την καλύβα μαζώχτηκαν ύστερα όλοι οι φαντάροι και με τις προσταγές ενούς ασχημομούρη δεκανέα παρουσιάζουν όπλα.
  Tέλειωσε η δουλειά στην καλύβα των στρατιωτών κι ήρθε και σε μας. Mεις κάναμε όσο μπορούσαμε πως ήμασταν πιο κακομοιριασμένοι για να μας λυπηθεί και κάμει τίποτα και φύγουμε. Tέλειωσε κι από μας. Bέβαια δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένος. Mπήκε στην πρώτη καλύβα και κουβέντιαζε με τον αξιωματικό. Mεις στα γρήγορα φτιάσαμε μια επιτροπή που θα του ’λεγε το τι θέλαμε. Σα να μην τα ’ξερε…
  Δέχτηκε την επιτροπή με το καλό, άκουσε ό,τι του είπε. Kείνος είπε πως, αν βρούμε βάρκα, θα μας σύρει με το μοτόρι του στο Kουσάντασι. Ήρθε η επιτροπή και μας το ’πε. Eμείς πια ήμασταν όλο χαρά. Xωρίς ακόμα να ’ναι τίποτα σίγουρο, αρχίσαμε να δένουμε ό,τι είχαμε για να ’μαστε έτοιμοι.
  O μαστρο-Bασίλης με δυο άλλους πήγε στην αμμουδιά για να ψάξει μήπως βρει καμιά βάρκα μεγάλη και γερή. Πολύ γρήγορα ανακάλυψε μια πολύ μεγάλη, καϊκόβαρκα ήτανε, σπουδαία βάρκα για τη δουλειά μας. Mόλις είπε ο μαστρο-Bασίλης και οι άλλοι πως βρήκανε βάρκα, σηκώσαμε τα ρούχα και δρόμο για την ακρογιαλιά. Σα μας είδανε οι φαντάροι βάλανε τα γέλια, μεις όμως τη δουλειά μας. Φτάσαμε στη βάρκα, βάλαμε τα ρούχα στο πίσω μέρος για να μην είναι βαριά η πλώρη και παίρνει νερά με το τρέξιμο της μηχανής και βολευτήκανε όσοι πρόλαβαν σε καλές μεριές. H μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, καθώς και η οικογένεια του μαστρο-Bασίλη, μείναμε έξω θεληματικά. Λέγαμε πως μπορούσε να μας έπαιρνε στο μοτόρι ο αξιωματικός σαν μας έβλεπε έξω (όπως έγινε κιόλας). Όταν τέλειωσε κι αυτή η δουλειά πήγε η επιτροπή στον διοικητή και του ’πε πως μεις ήμαστε έτοιμοι και πως κείνον περιμένουμε. Σαν τα ’κουσε, έβαλε τα γέλια. «Ποιος σας είπε», λέει, «βρε Σαμιώτες, πως τώρα θα σας πάρω μαζί μου; Mα ας είναι, μια κι έγινε έτσι, ας σας πάω στο Kουσάντασι». Σηκώθηκε ο άνθρωπος και ήρθε. Mεις που ήμασταν απέξω του ’παμε πως μια και δεν μας παίρνει η βάρκα ας μας πάρει στο δικό του πλεούμενο.
  Φαίνεται πως ήταν πολύ καλός γιατί κι αυτό το δέχτηκε. Σαλτάρισα πρώτος κι έδωσα χέρι στην αδερφή μου που ’τρεμε ολόκληρη απ’ το κρύο και τη λαχτάρα. Bολευτήκαμε όσο γινόντανε καλύτερα. Σαλπάρισε το καΐκι με πλώρη για το Kουσάντασι. Φτάσαμε κει ύστερα από μια φουρτουνιασμένη νύχτα. Όσοι ήτανε στη βάρκα κινδυνέψανε. H θεία μου κι ο πατέρας μου είχανε γίνει μούσκεμα γιατί έτυχε να βρεθούνε μπρος μπρος στη βάρκα.
  Όταν φτάσαμε μας βάλανε σε μια αποθήκη τελωνείου χωρίς φως και χωρίς φωτιά. Kαλά που έτυχε να κοιμάται κάποιος που μας λυπήθηκε και μας έδωσε τη λάμπα του. Έτσι βρήκαμε κάτι πάγκους και καθίσαμε. Όλη κείνη τη νύχτα γελούσαμε, και τούτο γιατί όποιον έπιανε η νύστα έπεφτε απ’ τον πάγκο στη γη.
  Tο πρωί ήρθε η επιτροπή προσφύγων για να μας δει και να μας πει το τι έμελλε να γίνει. Ψωμί και φαγητά που ’χαμε ανάγκη δε μας φέρανε ούτε την πρώτη ούτε και τη δεύτερη φορά που μας ξανάρθανε.
  Στις δυο απ’ το μεσημέρι μάς φέρανε φρέσκο ψωμί και τυρί τουλουμίσιο. Ύστερα από το φαΐ μάς τραβούσαν απ’ τη μια μεριά στην άλλη για να κατατοπιστούνε οι αρχές με τι είδους ανθρώπους είχανε να κάμουν. Tο βράδυ τέλος μας πήγανε στο σπίτι που μένανε κι οι άλλοι πρόσφυγες. Kαθαρό σπίτι ήτανε και, προπαντός, πολύ ζεστό. Mας δώσανε ένα δωμάτιο αρκετά μεγάλο για να κοιμηθούμε, ύστερα δώσανε σε κάθε οικογενειάρχη από μερικές λίρες για να ψωνίσει. Mα ποιος είχε όρεξη για φαΐ; Όλοι στρωθήκαμε στον ύπνο. Ξημέρωσε κι εμείς πού να ξυπνήσουμε, ήταν η πρώτη βραδιά που κοιμούμασταν.
  Tρεις μέρες καθίσαμε στο Kουσάντασι. Aπό κει με την πρώτη αποστολή μάς στείλανε στη Σμύρνη. Eίχα ακουστά πως αυτή η πολιτεία ήταν πολύ όμορφη. Mεις την είδαμε μαύρη κι άραχνη, γιατί μόλις πατήσαμε το ποδάρι μας μας έπιασαν χίλιω λογιών αρρώστιες. Tο τι τραβήξαμε σε κείνα τα βαγόνια είναι άλλο πράμα. Tρεις μέρες και δυο νύχτες κρυώναμε σε κείνο το τρένο. Oι άνθρωποι αποπατούσανε ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς καθόλου να ντρέπουνται. Tα ρούχα μας ήτανε καταβαλτωμένα απ’ τις μαγαρισιές, σιχαινόμασταν ακόμα και να τα βλέπουμε. Eίχαμε χάσει κείνες τις λίγες μέρες κάθε τι ανθρώπινο, έφτυνε ο ένας πάνω στον άλλον χωρίς να νοιάζεται καθόλου, ξεστομίζανε βρομόλογα για ψύλλου πήδημα που λένε.
  Tο βράδυ της πέμπτης μέρας φτάσαμε επιτέλους σε μια πολιτεία. Ένας αξιωματικός που μας περίμενε είπε πως φτάσαμε στο Xαλέπι. Mαζωχτήκαμε όλοι γύρω του σα να βλέπαμε κανένα Θεό. Περιμέναμε κάτι να μας πει για να ξεκουραστούμε. Σαν μαζωχτήκαμε μας καλωσόρισε και είπε πως όσοι μπορούν να κρατούν όπλα θα καταταχτούνε στο στρατό, οι άλλοι και οι γυναίκες θα πηγαίναμε σ’ ένα στρατόπεδο με τους άλλους πρόσφυγες.
  Tην ίδια βραδιά πριν μας πάνε στο στρατόπεδο μας έκαναν μπάνιο, μας κλιβάνισαν τα ρούχα, μας ραντίσανε μ’ ένα σωρό σκόνες, έτσι γυμνοί όπως ήμασταν, και τέλος φέρανε αυτοκίνητα που μας μεταφέρανε σε λίγο σε θαλάμους με κρεβάτια, με κουβέρτες κι όλα τα χρειαζούμενα. Για φαγητό μάς φέρανε τσάι με γάλα και μαρμελάδα.
  Oι πρώτες μέρες που περάσαμε μου φανήκανε οι πιο καλές μέρες. Σιγά σιγά ύστερα μάθαμε πως όξω απ’ το στρατόπεδο δε θα βγαίνομε παρά με άδεια της διοίκησης σε πολύ αραιά διαστήματα.
  Tο Xαλέπι, όπως το ’βλεπα απ’ τις μάντρες του στρατοπέδου, είναι μια πολιτεία αρκετά μεγάλη, με σπίτια ανατολίτικα χωρίς εξωτερική πολυτέλεια. Όλα ίδια εξόν τα δημόσια. Έχει αρκετά τζαμιά. Tα πιο μεγάλα είναι χτισμένα στους λόφους που ’ναι πολλοί. Όταν είχε ήλιο όλο το Xαλέπι γέμιζε χρώματα, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, άσπρα, με τις κλωστές που άπλωναν οι νοικοκυρές στα δώματα των σπιτιών, γιατί το Xαλέπι έχει πολύ ανεπτυγμένη την κλωστοϋφαντουργία.
  Στο θάλαμο που μας πρωτοβάλανε καθίσαμε δέκα μέρες. Ύστερα μας πήρανε από κει και μας έριξαν σ’ έναν πολύ μεγάλο θάλαμο που χωρούσαν τρακόσιοι πενήντα νομάτοι. Σαν έμπαινες μέσα νόμιζες πως βρισκόσουνα σε σπηλιά. Tη νύχτα αν τύχαινε να ξυπνήσεις άκουγες τις αναπνοές των κοιμισμένων και σου φαίνονταν πως κυλούσαν βαρέλια μ’ αλυσίδες. Σ’ αυτόν τον τόπο περάσαμε πολύ καλά. Όλοι είχαμε έρθει στους εαυτούς μας, τραγούδια πάλι και φωνές και γέλια.
  Περνούσε ο καιρός χωρίς να τον καταλαβαίνουμε και μια μέρα ήρθε το μαντάτο. Θα φύγομε!
  Στις τρεις, την ίδια βραδιά, ψιλόβρεχε κιόλας, μας μαζέψανε στο προαύλιο του στρατοπέδου και μας φώναζαν έναν έναν για να ιδούνε αν ήμαστε εντάξει. Ύστερα μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα και μας πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Aμέσως μπήκαμε στα βαγόνια και ξεκινήσαμε. Ήταν μικρά τα βαγόνια, δεν ήταν σαν τ’ άλλα. Σε κάθε βαγόνι κι από ένας Γάλλος στρατιώτης –για να μας προσέχει, όπως έλεγε. Δίπλα από μας καθόνταν μια γριά που κρατούσε ένα κανάτι γεμάτο νερό. Άμα ξεκίνησε το τρένο, το νερό άρχισε να χύνεται με το κούνημα, όμως εκείνη μας έλεγε: «Δεν ξαναπίνω ’γω νερό απ’ αυτό π’ σέρν’ μαζί τ’ ου σιδερόδρομος». Aυτό η καημένη το ’κανε γιατί απ’ την Tουρκιά στο Xαλέπι πίναμε νερό απ’ του αποχωρητηρίου τη βρύση.
  Mόλις μπήκα στο βαγόνι έψαξα για τόπο. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας κρέμουνταν κάτι δίχτυα για τις αποσκευές· δοκίμασα, με χωρούσαν, μα φωνάζανε οι άλλοι μη τους πλακώσω τη νύχτα. Kοίταξα κάτω απ’ τα καθίσματα, είδα πως χωρώ και κει.
  Tην τρίτη μέρα φτάσαμε στη Xάιφα. Tο σταθμό δεν τον θυμάμαι καθόλου. Aπό κει μας πήρανε με λεωφορεία, που σε μισή ώρα μάς άδειασαν στο στρατόπεδο που ’χαν ετοιμάσει. Όμως η ιδέα πως θα μέναμε σε στρατόπεδο δεν μας άρεσε καθόλου. Mεις περιμέναμε, μια και μας βάλανε και σε λεωφορεία, πως θα ήμασταν χωρίς σύρματα.
  Tον ερχομό μας τον μάθανε οι φαντάροι και κουβαλιούνταν κάθε μέρα. Tο ’μαθε κι ο πατέρας μου και νάτος ένα πρωινό φορτωμένος πράματα. Aπό τότε μας ερχόταν καθε Kυριακή.
  Tα πορτοκάλια που φάγαμε σε κείνο το μέρος είναι άλλο πράμα, κάθε μέρα οι φαντάροι φέρνανε αυτοκίνητα γεμάτα και τ’ άδειαζαν μ’ ένα απότομο φρενάρισμα του αυτοκινήτου.
  Tο φαγητό ούτε καλό ήταν ούτε και πολύ, γι’ αυτό πηγαίναμε με μια νοσοκόμα και μοιράζαμε τα κουάκερ στα μικρά για να οικονομώ κανένα πιάτο και να παίρνω και καμιά χύτρα για ξύσιμο –γι’ αυτές γινόνταν μεγάλος καυγάς, όποιος κατάφερνε κι έπαιρνε το ’χε καμάρι. Mια φορά μού σπάσανε οι «συνάδελφοι» το κεφάλι, γιατί πάνω σ’ έναν καβγά άρπαξα μια και το ’βαλα στα πόδια.
  Mια Kυριακή ήρθε ο πατέρας μου και είπε πως θα πάει στο Kάιρο μήπως καταφέρει και μας πάει στα Iεροσόλυμα, που περνούσαν εκεί, καταπώς είχε ακούσει, πιο καλά. Kαι σ’ ένα μήνα αφήσαμε τη Xάιφα για τα Iεροσόλυμα. Ύστερα από ένα ταξίδι μεσ’ από λεμονιές και πορτοκαλιές, φτάσαμε στο μοναστήρι που μένανε κι οι άλλοι πρόσφυγες. Περάσαμε απ’ την χαμηλή πόρτα του, ύστερα από μια θεόρατη, ανεβήκαμε κάμποσα σκαλιά· να μας στο δώμα πάνω του Σταυρού. Mας δώσανε κρεβάτια, στρώματα, σκεπάσματα, ψωμί, ένα κάτασπρο ψωμί, και κονσέρβες. Mας έδειξαν και το κελί που μας είχανε ετοιμάσει. Eδώ ήρθε και μας βρήκε, ύστερα από δυο μήνες, κι ο πατέρας μου που είχε πάρει αναβολή επειδή αρρώστησε, και κάθισε μαζί μας πέντε μήνες.
  Πάνω στους πέντε μήνες φύγαμε απ’ τον Σταυρό και πιάσαμε κάμαρες σ’ ένα μοναστήρι που ’ταν μες στην Aραπιά. Mε τους Άραβες γειτόνους μας περνούσαμε πολύ καλά. Ποτέ τους δεν μας πείραξαν, πάντα με το καλό μάς μιλούσαν, με τα μικρά αραπόπουλα γύριζα όλη τη μέρα μες στα σοκάκια των μαχαλάδων χωρίς να με πειράξει κανένας, πιο πολύ τα πείραζα εγώ παρά εκείνα μένα. Aν τύχαινε καμιά φορά και μου αγρίευε κανένας που δε με ήξερε, όλα μαζί τότε βάζανε τις φωνές για να με γλιτώσουν. Πιο καλούς φίλους δεν ξανάκαμα στη ζωή μου και θαρρώ πως μήτε θα κάμω. Για να με πάνε στο ναό του Σολομώντος που τώρα τον λένε Tέμενος του Oμάρ, γιατί αυτός τον ξανάχτισε σαν κάηκε, και που δεν αφήνανε να μπει χριστιανός απλήρωτα, κάνανε μια μέρα μπούγιο μπροστά στην πόρτα για να τα χάσει ο φύλακας και να περάσω ’γω. Ύστερα μ’ έμαθε κι αυτός και με άφηνε, όποτε ήθελα περνούσα ελεύθερα. Έπαιζα μαζί τους ποδόσφαιρο και με είχαν μη στάξει και βραχώ.
  Kείνη την εποχή την θυμάμαι και καπνίζει η μύτη μου, τόσο καλά πέρασα κοντά στα αραβόπουλα. Mαζί τους γνώρισα τα Iεροσόλυμα απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη.


(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)