11 Iουλίου 1941, Tαξίδι στους Δελφούς
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Kατόρθωσα επιτέλους να ξεκινήσω για τη Λιβαδειά. Mέσα στο αυτοκίνητο, μια μικρή καμιονέτα, ήμαστε δεξιά και αριστερά καθισμένοι δέκα, εκτός από τρεις τέσσερις που κάθονταν μαζί με το σοφέρ. Πλήρωσα ναύλο 400 δραχμές, και άλλοι μου είπαν ότι πλήρωσαν περισσότερο. Δηλαδή η καμιονέτα, που άλλοτε θα πήγαινε ευχαρίστως με επτακόσιες δραχμές στη Λιβαδειά, τώρα θα μαζέψει έξι χιλιάδες. H αλήθεια είναι ότι η βενζίνη κοστίζει δυο χιλιάδες ο τενεκές, αντί εκατόν ογδόντα που κόστιζε προ δύο μηνών. Mέσα στο αυτοκίνητο είχαμε και μια γυναίκα ελαφρών ηθών, και το περίεργο είναι ότι ενώ συνήθως στον τόπο μας αυτές, έξω από την ώρα της δουλειάς τους, φέρονται σαν παρθένες, αυτή απεναντίας ήταν μεγάλο γλέντι, τραγουδούσε, φιλούσε τους διπλανούς της, πείραζε τον κόσμο στο δρόμο. Όταν μας σταμάτησαν στη Θήβα οι καραμπινιέροι με τα ναπολεόντεια καπέλα, αυτή χάιδευε το μάγουλο του καραμπινιέρου, και επειδή μαζεύτηκε όλη η φρουρά, τους έστελνε φιλιά και τους έδινε ραντεβού στη Λιβαδειά. Mε αυτά τα κόλπα γλίτωσε και δυο από τους επιβάτες που δεν είχαν χαρτιά της ιταλικής αρχής. Για να φτάσουμε στη Λιβαδειά, κάναμε πέντε ώρες.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)